Βασίλη Βασιλικού «Το τελευταίο αντίο» - Της Γιόλας Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου*
(Από το οπισθόφυλλο του μυθιστορήματος του Βασίλη Βασιλικού «Το τελευταίο αντίο», που εκδόθηκε στην Αθήνα, το 1994, από τον εκδοτικό οργανισμό Λιβάνη «Νέα σύνορα». Το βιβλίο επανεκδόθηκε, το 2011, από τις εκδόσεις «Διόπτρα»).
Πρόκειται για ένα πρωτότυπο ερωτικό μυθιστόρημα του πολυγραφότατου και πολυμεταφρασμένου Βασίλη Βασιλικού. Η ιστορία είναι σχεδόν αυτοβιογραφική και εκτυλίσσεται στην Ιταλία, συγκεκριμένα στη Ρώμη, κατά την δεκαετία του 1970, την περίοδο που στην Ελλάδα κυβερνάει η Χούντα των συνταγματαρχών. Ο αναγνώστης, μέσα από την απαράμιλλης εκφραστικής δύναμης γραφή του Βασίλη Βασιλικού, παρακολουθεί την πορεία μιας έντονης ερωτικής σχέσης, από την πρώτη συνάντηση και την γνωριμία του νεαρού ζευγαριού μέχρι τον απροσδόκητο θάνατο της αγαπημένης συντρόφου, την καθημερινότητα, όπως διαμορφώνεται μετά απ’ αυτή την τραγική απώλεια, το αίσθημα του κενού και την γραφή που αποτελεί διέξοδο και λύτρωση…
Το βιβλίο αυτό αποτέλεσε μία από τις πιο όμορφες στιγμές του «ερωτικού» Βασίλη Βασιλικού, στον οποίο και προτάθηκε το «Κρατικό Βραβείο Διηγήματος», το 1980, που δεν έγινε όμως αποδεκτό από τον συγγραφέα.
…Έβρεχε. Κι η βροχή ήταν και για τους δυο τους. «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», ψιθύρισε. «Μ’ αρέσει η βροχή. Η βροχή είναι τα δάκρυα του Θεού που αλαφρώνει τα δικά μας. Τ’ αφαλατώνει. Κλαίει ο άντρας μου στο μνήμα, κλαίει κι η Παναγιά».
Πήγε στο νεκροταφείο. «Ο τάφος», σκεφτόταν, «είναι μια γείωση της πρίζας για να μην πάθει ηλεκτροπληξία αυτός που γράφει με ηλεκτρική μηχανή».
- Κουράγιο, αγάπη μου, της είπε. Και κατακτούμε λίγο λίγο τον καιρό. Κουράγιο κι ο καιρός είναι δικός μας…
Κι ύστερα από λίγο:
- Αλλά τα ρούχα σου, αυτά θα τα κάψω. Δεν θέλω καμιά άλλη να τα φορέσει ποτέ. Ήσουν ένα μ’ αυτά, όπως το δέντρο με τη φυλλωσιά του…
Το 1994 – 1995, προβλήθηκε από το «Mega Channel» η τηλεοπτική σειρά «Το τελευταίο αντίο», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού, με σενάριο του Γιώργου Νοταρά και σκηνοθεσία του Γιάννη Διαμαντόπουλου. Πρωταγωνιστές ο Γιώργος Κιμούλης και η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Το τραγούδι των τίτλων, με μουσική του Διονύση Τσακνή και στίχους του Μάνου Ελευθερίου, ερμήνευσε θαυμάσια ο Γιώργος Νταλάρας.
Το τελευταίο αντίο μού το ’πες σ’ ένα πλοίο
πριν φύγεις για έναν κόσμο ξένο και μακρινό
εκεί που θα σου λείπει κάθε χαρά και λύπη
κι αγέρας θα ’χεις γίνει σ’ ένα μικρό στενό.
Το τελευταίο αντίο το βρήκαμε γραμμένο
στους βίους των αγίων που ήταν αμαρτωλοί
που πείνασαν γι’ αγάπη που δίψασαν γι’ αγάπη
και περπατήσαν μόνοι ολόκληρη ζωή.
Το τελευταίο αντίο μου το ’πες απ’ το τρένο
πριν πας στην παγωμένη τη χώρα του χιονιά
εκεί που αναστενάζουν κι όσοι αγαπούν σου μοιάζουν
γιατί με τους αγγέλους είσαστε μια γενιά.
Το τελευταίο αντίο το βρήκαμε γραμμένο
στους βίους των αγίων που ήταν αμαρτωλοί
που πείνασαν γι’ αγάπη που δίψασαν γι’ αγάπη
και περπατήσαν μόνοι ολόκληρη ζωή.
Η υπόθεση: Ο Σταμάτης Θωμαΐδης (Γ. Κιμούλης), ένας νεαρός, ανερχόμενος συγγραφέας, και η πλούσια Ελληνοαμερικανίδα Άσπα Αραβαντινού (Κ. Καραμπέτη) γνωρίζονται στο σπίτι μιας κοινής τους φίλης. Η αρχική συμπάθεια και η βαθιά φιλία τους εξελίσσονται σύντομα σε έναν δυνατό έρωτα, και το νεαρό ζευγάρι αποφασίζει να συζήσει. Όταν όμως επιβάλλεται στην Ελλάδα η δικτατορία των συνταγματαρχών, φεύγουν από την Αθήνα και εγκαθίστανται στη Ρώμη, όπου ο Σταμάτης ασχολείται με τη συγγραφή των μυθιστορημάτων του, η δε Άσπα – απόλυτα αφοσιωμένη σ’ αυτόν – φροντίζει να του δημιουργεί διαρκώς το κατάλληλο περιβάλλον για την απερίσπαστη ενασχόλησή του με το γράψιμο. Ο Σταμάτης αφιερώνει όλα τα βιβλία του σ’ εκείνη, αποκτά μεγάλη φήμη ως συγγραφέας, και μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα το ήδη διάσημο ζευγάρι αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα. Το ταξίδι της επιστροφής – με τραίνο – έχει ήδη αρχίσει, όμως σε κάποιο ξενοδοχείο, λίγο πριν φθάσουν στην Αθήνα, η Άσπα πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και ενταφιάζεται στο μικρό νεκροταφείο του χωριού, όπου πηγαίνει καθημερινά ο Σταμάτης, για να αποθέτει στον τάφο της αγαπημένης του λουλούδια και να της μιλά. Κάποια μέρα, αποφασίζει να φύγει για την Αθήνα. Μέσα στο τραίνο, αναπολεί την κοινή τους ζωή, τον μεγάλο έρωτά τους και καταγράφει τις σκέψεις, τις αναμνήσεις και τα συναισθήματά του. Η Άσπα είναι και θα είναι, για πάντα, παρούσα…
…Ήρθες. Η ζέστα σου κι η ζέστα μου ενώθηκαν ξανά.
- Πες μου, με ρώτησες, όσο έλειπα δεν πήγες με άλλη;
- Όχι.
- Γιατί;
- Δεν ήθελα.
- Ήθελα να πας, για να με συγκρίνεις.
Δεν κατάλαβα. Ποτέ δεν μπορούσα να σε καταλάβω. Γιατί ήρθες; Γιατί φεύγεις ξανά;
- Γλυκό μου αγόρι, μου είπες τότε. Εγώ δεν υπάρχω. Και με φαντάζεσαι. Μα τόσο δυνατά, που με κάνεις να υπάρχω.
* Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα