Κάτω από το βλέμμα του Παλαμά - Του Νίκου Βατόπουλου
Ο περίβολος του Πνευματικού Κέντρου του δήμου ως συνύπαρξη ετερόκλητης ζωής
Μάταια αναζητούσα εκείνη τη γλυκιά, επαρχιακή αύρα στον περίβολο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων, αυτήν που κάποτε ίσως είχα ειρωνευτεί ή κριτικάρει. Πόσο μου έλειψε εκείνη η αθωότητα, όταν η παράταιρη συνύπαρξη γλυπτών, δημοσίων αποχωρητηρίων παλαιάς κοπής και αρώματος νεραντζιάς γινόταν ένα σύννεφο φαντασίας που ταξίδευε μέσα από τις λεύκες ανάμεσα στην Ακαδημίας και τη Σόλωνος.
Οταν περπάτησα τις προάλλες, γύρω γύρω το παλιό κτίριο, από τα «αρχαιότερα» των Αθηνών, γνωστό ως νοσοκομείο σε παλαιότερες εποχές, δεν ένιωσα πλέον την αγαθή του αύρα, αλλά την άγρια σκληράδα του. Με γκρίζο ουρανό εκείνη την ημέρα και χιονόνερο, οι άστεγοι σχημάτιζαν μία μικρή αποικία στον πεζόδρομο της Μασσαλίας με σκηνές και μουλιασμένες κουβέρτες. Πιο κάτω, προς την Ακαδημίας, Ασιάτες και Αφρικανοί σε μικρές παρέες. Ενα σουλάτσο, πέρα-δώθε. Σαν να αφουγκραζόμουν ένα βουητό που δεν έβγαινε. Σχεδόν ντράπηκα που είχα στα χέρια φωτογραφική μηχανή. Ο φακός μου γυρνούσε επιδεικτικά στις προτομές του κήπου, αλλά και έτσι ακόμα ένιωθα ότι περνούσα μία «γραμμή».
Για πρώτη φορά αισθάνθηκα ότι περπατούσα σε ένα κήπο νεκρών, καθώς ολόγυρα οι παράταιρες προτομές, μαρμάρινες και ορειχάλκινες, κουτσουλημένες ή βανδαλισμένες, με κοιτούσαν με γυάλινο βλέμμα καθώς στις ρίζες τους ξετυλιγόταν μία αθηναϊκή πραγματικότητα, τόσο ξένη από τις σελίδες του Τερζάκη που τον είδα φευγαλέα από την οδό Σόλωνος προς την Ασκληπιού.
Για άλλους «Αθλίους των Αθηνών» είχε γράψει ο Ιωάννης Κονδυλάκης, που κουρνιάζει κάτω από πυκνά φυλλώματα νεραντζιάς και κοιτάζει τον καταυλισμό των αστέγων. Πιο παλιά, ακριβώς πίσω, είχαν τις ξύλινες προθήκες τους οι γνώριμες φιγούρες των παλαιοβιβλιοπωλών, που εκείνοι ήταν κάποτε μόνιμοι κάτοικοι της Μασσαλίας στον τοίχο της παλιάς Νομικής. Μυρίζει κερί καμιά φορά από το παρεκκλήσι, που εκείνη την ώρα είχε σφραγισμένη την είσοδο αν και ήταν νωρίς το μεσημέρι, και τα πατημένα νεράντζια έστρωναν ολόγυρα ένα σουρεαλιστικό πορτοκαλί χαλί. Ευθεία κάτω στη Μασσαλίας έως την Ακαδημίας, βουβή και θλιμμένη σιωπή, αλλά στη μεγάλη λεωφόρο η ζωή έπαιρνε μπρος. Τίποτε, όμως, δεν με είχε προετοιμάσει να αντικρίσω τον Κωστή Παλαμά ακρωτηριασμένο, τυλιγμένο στην αξιοπρεπή γαλήνη του, με σπασμένη τη μύτη και το φρύδι. Αυτό το τόσο αγαπητό γλυπτό, ίσως από τα πιο αγαπημένα των Αθηναίων, έργο του Βάσου Φαληρέα, έμελλε και αυτό να γίνει εκ νέου κομμάτι της αθηναϊκή ιστορίας καθώς ξαναγράφεται.
Η ανηφόρα από την Ασκληπιού, με τις βιτρίνες της «Πολιτείας» απέναντι, ως σημάδι ότι η ζωή μπορεί να συνεχίζεται ακόμη με δίψα και περιέργεια, με βγάζει και πάλι στη Σόλωνος, στη «μασκοφόρο» πλέον Αθηνά, τη μαρμάρινη προτομή με την Ακρόπολη ως διάδημα. Τυφλωμένη από χέρι κάποιου εχθρού αυτού που εκείνη συμβολίζει, αυτή η κόρη της Αθήνας, αντίγραφο της πρωτότυπης δημιουργίας του μεγάλου μας γλύπτη Ιωάννη Κόσσου (1822-1875), στέκει και αυτή με την αξιοπρέπεια μιας νέας τυφλότητας. Θα μείνει έτσι για πολύ. Στον πίσω κήπο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα