Κώστα Μουρσελά «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*
…Πιστεύω πως τίποτα δεν τελειώνει, πως τίποτα δεν αρχίζει. Μοιάζει πως τελειώνει, μοιάζει πως αρχίζει. Στην πραγματικότητα, όλα ξαναβρίσκουν το δρόμο τους, όλα κάποτε ισορροπούν, και μέσα μας και γύρω μας, και στους ανθρώπους και στα πράγματα. Μεταμορφώνονται και ισορροπούν. Ισορροπούν και γαληνεύουν. Όπως η θάλασσα. Γι’ αυτό την αγαπούσε και ο Λούης. «Δε θα τη δεις ακίνητη ποτέ, ξάδελφε. Γαληνεμένη όμως θα τη δεις!» έλεγε και ξαναέλεγε κάθε φορά που πίναμε τα ουζάκια μας στο ουζερί του κυρ Λάμπρου, στο Χατζηκυριάκειο, καθώς την αγναντεύαμε, από ψηλά, στο πέλαγος, να κινείται!
(Απόσπασμα από τον επίλογο του μυθιστορήματος «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» του Κώστα Μουρσελά, Εκδόσεις «Κέδρος», 1989. Τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», η οριστική έκδοση των οποίων κυκλοφόρησε, το 2006, από τα «Ελληνικά Γράμματα», μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, τουρκικά και εβραϊκά).
Όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «Τα “Βαμμένα κόκκινα μαλλιά” του Κώστα Μουρσελά είναι ένα μυθιστόρημα που προκαλεί, ερεθίζει, εξοργίζει. Ερωτικό, αισθησιακό, χυδαίο, αποτρόπαιο, δοσμένο απλά, με χιούμορ, ειρωνεία και καυστική διάθεση.
Σύγχρονοι Άμλετ, σύγχρονοι Ζορμπάδες, αγιοποιημένα κοπρόσκυλα, πόρνες, μπορντέλα, γειτονιές, παράγκες, νυμφομανείς, αυνάνες, παπατζήδες, μικροαστοί, πρώην προλετάριοι, πρώην ιδεολόγοι και νυν “επιτυχημένοι” καριερίστες, κάλπηδες, ξεφτίλες, άνθρωποι που ερωτεύονται πρόσωπα μέσ’ από καθρέπτες και όχι τα ίδια τα πρόσωπα, μια τοιχογραφία εποχής και ανθρώπων, διηγημένα ασθματικά, παράφορα, ωμά μ’ ένα φρενήρη ρεαλισμό που τα κάνει όλα να διαστέλλονται, να μεγεθύνονται και να γίνονται ωκεανός, θάλασσα, χρώμα, μουσική, αλμύρα, έρωτας.
Η ιστορία ενός θέσει διανοούμενου που εκ των υστέρων διαπιστώνει πως “λάθος ζήσαμε, λάθος πόρτες χτυπήσαμε, σε λάθος κρεβάτια κοιμηθήκαμε, λάθος πρόσωπα αγαπήσαμε, λάθος επιλογές κάναμε” και ενός άλλου – φύσει διανοούμενου – που αποδεικνύει, με τη ζωή του, την πράξη πως όλα θα μπορούσαν να είχαν συμβεί και αλλιώς και πως κρίμα για το “μεγάλο λάθος” μας, μια και κανείς μας δε γλιτώνει από την τελική κρίση, από τον τελικό και μοιραίο απολογισμό. Ακόμα η ιστορία μιας γυναίκας που όσο βυθίζεται στους συμβιβασμούς της, όσο αδειάζει, τόσο πλησιάζει στην πληρότητα, όσο απομακρύνεται από τον έρωτα, τόσο τον ανακαλύπτει».
Ο φιλόλογος και μεταφραστής Μπάμπης Δερμιτζάκης, ο οποίος μάλιστα έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή με θέμα τις αφηγηματικές τεχνικές στο θέατρο και στην πεζογραφία (όπου υπάρχουν εκτενείς και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες αναφορές στα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά»), παρατηρεί μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: «Ο Μουρσελάς είναι συγγραφέας κατά βάση θεατρικός. Γι’ αυτό και βρίθουν οι διάλογοι στο έργο του… Το απέριττο ύφος του συγγραφέα κάνει την ανάγνωση ανάλαφρη, ελκυστική, καθόλου κουραστική… Μου έτυχε να διαβάσω ωραία βιβλία, που όμως όταν ήμουν κουρασμένος με νύσταζαν. Το βιβλίο αυτό του Μουρσελά, κάποιες φορές που το πήρα κουρασμένος και νυσταγμένος, με ξενύσταζε. Φοβερό προσόν και απαραίτητο για ένα βιβλίο… Υπάρχουν δύο σημεία σασπένς που διατρέχουν όλο το χείμαρρο της αφήγησης. Το ένα αφορά τον Λούη και το άλλο τον συγγραφέα, και θα απαντηθούν στο τέλος του έργου. Το ένα είναι αν θα σκοτώσουν τα δύο αδέλφια τον Λούη, που παράτησε την αδελφή τους με το νυφικό στην εκκλησία και έγινε «Λούης». Το άλλο είναι πού θα καταλήξει η ιστορία του συγγραφέα με τη Μάρθα. Υπάρχει μια έλξη ανάμεσα τους, δύο φορές ο συγγραφέας αποφεύγει το μοιραίο βήμα. Όμως ξέρουμε ότι θα υπάρξει το μεγάλο βήμα, το διαισθανόμαστε. Θα το δούμε να πραγματοποιείται στο τέλος του έργου...».
Από τα 62 συνολικά πρόσωπα, στα οποία αναφέρεται ο Κώστας Μουρσελάς στο βιβλίο του, τρία είναι εκείνα που διαδραματίζουν τον σημαντικότερο ρόλο και αποτελούν τα θεμέλια της αριστουργηματικής πλοκής του έργου: ο Κωσταντής Μανολόπουλος (αφηγητής), η Μάρθα (ο μεγάλος έρωτας του αφηγητή, γυναίκα του Λιακόπουλου) και ο Λούης (Εμμανουήλ Ρετσίνας).
Τον Εμμανουήλ Ρετσίνα, τον επονομαζόμενο Λούη, μία λέξη τον χαρακτηρίζει, ένα επίρρημα, το σχεδόν. Σχεδόν κοντός, σχεδόν άσχημος, σχεδόν ωραίος, σχεδόν τεμπέλης, σχεδόν αγράμματος, σχεδόν άθεος. Τι εννοώ με το σχεδόν άθεος; Ότι ενώ σχεδόν ποτέ δεν πατά το πόδι του σ’ εκκλησία, εντούτοις πάει σε κηδείες, βαφτίσια και γάμους, μέχρι και στους δικούς του. Δύο. Και παραλίγο τρεις.
Γενικά δεν είναι και πολύ καθαρό πρόσωπο. Σχεδόν καθαρό, σχεδόν ηθικό, σχεδόν ανήθικο. Με μια λέξη, πολύ αντιφατικό άτομο, πολύ σύνθετο. Σχεδόν εμπιστοσύνης. Σχεδόν εντάξει…
Ο «Λούης» του μυθιστορήματος ήταν ένα πρόσωπο υπαρκτό, ο Μανώλης Αυτιάς, ο οποίος γεννήθηκε στο Αϊβαλί και από το 1928 ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στο Πέραμα. Κατάφερε να βγάλει μόνο το δημοτικό, η αγάπη του όμως για τα βιβλία τού εξασφάλισε πολλές γνώσεις, που γίνονταν αμέσως κατανοητές από τον κάθε συνομιλητή του. Ο ίδιος μάλιστα είχε χαρακτηριστικά δηλώσει: «…Όπου σε πάει το βιβλίο, δεν δε πάει ούτε το όνειρο ούτε το κύμα…».
Ο Κώστας Μουρσελάς, περιγράφοντάς μας την πρώτη του συνάντηση με τον Μανώλη Αυτιά, αναφέρει: «Τον γνώρισα, όταν ήμουν μαθητής στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου, στην Αγιά Σοφιά, στον Πειραιά. Ερχόταν εκεί και μας πουλούσε βιβλία με δόσεις. Μου έκανε εντύπωση η εξυπνάδα του, αλλά και οι γνώσεις του σε όλα τα επίπεδα. Μου φαινόταν πραγματικά περίεργο πώς ένας άνθρωπος του δημοτικού γνώριζε τόσα πολλά πράγματα. Ήταν αντικομφορμιστής και διέθετε μια ποιητική αναρχικότητα, μια ποιητική τρέλα. Ήταν ιδιαίτερα γοητευτικός και βαθιά ερωτεύσιμος. Η κύρια εντύπωση που μου έδινε είναι πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που ξεπερνά την εποχή του...».
Η τελευταία συνάντηση του Κώστα Μουρσελά με τον Μανώλη Αυτιά έγινε πριν από λίγα χρόνια, σε κάποια τιμητική εκδήλωση προς τιμήν του συγγραφέα, στον Πειραιά. «Ξαφνικά, εκεί που μιλούσα, βλέπω έναν τύπο, με ένα γλυπτό καϊκάκι στα χέρια, να με πλησιάζει. Άφησε το καΐκι στο τραπέζι κι έφυγε. Τον γνώρισα. Ήταν ο Λούης...» αναφέρει ο Κώστας Μουρσελάς. Το ίδιο μάλιστα βράδυ έφαγαν μαζί σε μια ταβέρνα, και ο Λούης επιβεβαίωσε, γι’ άλλη μια φορά, τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του: «Μπαίνει στην ταβέρνα μια κοπέλα που πούλαγε λουλούδια. Εκείνος παίρνει από ένα λουλούδι και το προσφέρει σε κάθε κυρία της παρέας μας. Λεφτά να πληρώσει δεν είχε. Απλά ήθελε να προσφέρει λουλούδια στις κυρίες και το έκανε...».
Μετά το βιβλίο, η δεύτερη μεγάλη αγάπη του Μανώλη Αυτιά ήταν η θάλασσα, και η τρίτη – ίσως η πιο μεγάλη – οι γυναίκες. Ο «Λούης» αγάπησε με πάθος τις γυναίκες, τις πλήγωσε και τον πλήγωσαν, όμως μέχρι το τέλος της ζωής του η «γυναίκα» αποτέλεσε για κείνον μια ολόκληρη «θρησκεία»…
Ο Μανώλης Αυτιάς έφυγε από κοντά μας πρόσφατα, τη νύχτα του Σαββάτου 28/1/2012, και οι φίλοι του τον αποχαιρέτησαν, το απόγευμα της Δευτέρας 30/1/2012, στο Νεκροταφείο του Σχιστού.
Βαθιά λυπημένος για τον θάνατο του «Λούη» είναι και ο σκηνοθέτης Κώστας Κουτσομύτης, ο οποίος τον είχε συναντήσει, λίγο καιρό πριν βγει στον αέρα η συγκλονιστική τηλεοπτική σειρά «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα.
«Σήμερα το έμαθα κι εγώ και λυπήθηκα πολύ. Θυμάμαι κάποια μέρα, πριν από χρόνια, που μου τηλεφώνησε. Μου λέει στο τηλέφωνο “Εγώ είμαι ο Λούης. Και θέλω να συναντηθούμε”. Στην αρχή νόμιζα ότι μου έκαναν πλάκα, όμως μου ανέφερε τον Κώστα (Μουρσελά) και έτσι κατάλαβα ότι όντως ήταν εκείνος. Και συναντηθήκαμε, τα ήπιαμε και τα είπαμε. Έχω στεναχωρηθεί πολύ» δήλωσε ο Κώστας Κουτσομύτης…
«Ο “Λούης” ήταν ένας άνθρωπος λαϊκός, συγκλονιστικός χαρακτήρας που διάβαζε πάρα πολύ και αγαπούσε τις ιστορίες και τις γυναίκες. Ο Μουρσελάς είχε πάρει πάρα πολλά στοιχεία για να χτίσει τον Λούη από τον Μανώλη Αυτιά. Είχαμε μιλήσει με τον Κώστα για τον Μανώλη και μου είχε πει ότι είχε γνωρίσει αυτόν τον χαρακτήρα. Εγώ είχα διαβάσει το βιβλίο και πραγματικά ενθουσιάστηκα όταν τον γνώρισα… Όταν διάβαζα γι' αυτόν τον ήρωα, έψαχνα επί οκτώ μήνες ποιος θα τον παίξει κι έτσι κατέληξα στον Νινιό. Οταν τον βρήκα πήγα κατευθείαν στον Μουρσελά να του πω ότι βρήκα ποιος θα παίξει τον Λούη…».
Έτος 1992. Σταθμός στην ιστορία της Ελληνικής Τηλεόρασης. Τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» μεταφέρονται στην μικρή οθόνη, σε 37 συνολικά επεισόδια – στο κανάλι ΑΝΤ1 – με σκηνοθεσία του Κώστα Κουτσομύτη, σενάριο του Βαγγέλη Γκούφα και μουσική του Βασίλη Δημητρίου. Βασικοί πρωταγωνιστές: ο Κώστας Αρζόγλου (Κωσταντής Μανολόπουλος), η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Μάρθα) και ο Γιώργος Νινιός (Εμμανουήλ Ρετσίνας, «Λούης»).
Ο «μέγιστος» Κώστας Κουτσομύτης καταφέρνει, με την ασυναγώνιστη σκηνοθετική του δεινότητα, να «ζωντανέψει» στην οθόνη τις ζωές των ηρώων του μυθιστορήματος, τα πάθη, τους έρωτες και τις αδυναμίες τους, τα όνειρά τους για τη ζωή, τα τραγικά τους αδιέξοδα και τις απογοητεύσεις τους, και να ξεδιπλώσει – με τον καλύτερο δυνατό τρόπο – το πολυποίκιλο και πολύχρωμο ψηφιδωτό μιας ολόκληρης εποχής, από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα…
Οι βασικοί πρωταγωνιστές, ο Κωσταντής και ο Λούης, είναι δυο άνδρες με εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες. Μοιράζονται τα πάντα, και ο καθένας – ανάλογα με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τις καταστάσεις – παρουσιάζει την ψυχοσύνθεσή του. Ο Κωσταντής, δειλός, ταπεινός και αναποφάσιστος, δέχεται τη ζωή του ακριβώς όπως έρχεται, μέχρι τη στιγμή της δικής του «επανάστασης», τότε που θα θελήσει κι εκείνος ν’ ακολουθήσει το όνειρο, που αρνιόταν μια ολόκληρη ζωή… Ακριβώς αντίθετος είναι ο Λούης, μια φιγούρα «φευγάτη», τυχοδιώκτης εκ γενετής, αυτός που ξέρει να τολμά, που δεν διστάζει να ρισκάρει το καθετί, που γεύεται ως το μεδούλι όλες τις καταστάσεις… Και τέλος η Μάρθα, ο παράφορος και ατελεύτητος έρωτας του Κωσταντή, η πηγή της έμπνευσής του, το αναλλοίωτο όνειρό του, η δύναμη και η αδυναμία του· μια γυναίκα ριψοκίνδυνη και αποφασιστική, που αρνείται τις συμβάσεις, που δεν ζει με βάση τους νόμους, που αποδέχεται τις έμφυτες ανάγκες για τη ζωή και, τελικά, τα παρατά όλα και πορεύεται στα μονοπάτια που επιθυμεί…
Ο Κώστας Κουτσομύτης είχε δηλώσει μεταξύ άλλων: «Τίποτα δεν θα μπορούσε να με κάνει να σταματήσω τα γυρίσματα αυτής της σειράς παρά μόνον ο φυσικός μου θάνατος…». Όσο για τον Λούη, είχε αναφέρει τα ακόλουθα: «Ο Λούης είναι ένα μεγάλο, ένα μυθικό πρόσωπο… Έχει δύναμη, αγάπη για τον άνθρωπο, τη φιλία και – πάνω απ’ όλα – είναι ερωτικός! Τον ζήλεψα, τον αγάπησα, μου έγινε φάντασμα… Όταν βρήκα τον Νινιό, ηρέμησα, δεν είχα πια πρόβλημα…».
Στο 17ο κεφάλαιο, με τίτλο «Έτσι… Έτσι… Έτσι…», του μυθιστορήματος, ο Κώστας Μουρσελάς καταγράφει την ερωτική συνεύρεση του Κωσταντή με τη Μάρθα, στο ξενοδοχείο «Μυκήνες», στον Πειραιά…
…
- Μάρθα! Πάντα ονειρευόμουν το σώμα σου. Το ονειρευόμουν αισχρά, χυδαία, όπως θες πες το.
- Το ήξερα.
Και τότε, σιγά σιγά, γυρίζει προς το μέρος μου. Τώρα το ένα σώμα απέναντι στο άλλο. Μάτια με μάτια.
- Όχι, Μανολόπουλε, δεν το πιστεύω, για το χυδαίο, που είπες. Όχι. Κι αυτό είναι που αγαπώ σε σένα. Αυτό ακριβώς είναι που με κυνηγά μια ζωή, που με φέρνει κοντά σου, το βλέπω στα μάτια σου. Ξέρω καλά πώς κοιτάζεις το σώμα μου. Εσύ το λες χυδαίο, αλλά εγώ όχι, γιατί ταυτόχρονα, ασυνείδητα ίσως, το ταυτίζεις, το περνάς και μέσα από τη σκέψη μου, μέσα από τα μάτια μου, μέσα από το γέλιο μου, μέσ’ απ’ αυτό που είμαι ολόκληρη εγώ, η ιστορία μου. Με κοιτάς και από μέσα εσύ. Είσαι από τους λίγους που βλέπεις έτσι τη γυναίκα. Από τη μια, μοιάζεις να είσαι γήινος, άμεσος, και από την άλλη, τίποτα δε λειτουργεί μέσα σου, τίποτα δεν εισπράττεις, αν πρώτα δεν του βάλεις και ψυχή και φαντασία και σκέψη…
…Την κοίταξα. Η Μάρθα! Αυτό το όνειρο που με κυνηγούσε μια ζωή, τώρα εδώ, γυμνή, εκτεθειμένη στα μάτια μου, λεπτή, εύθραυστη. Το ίδιο κι εγώ βέβαια. Γυμνός, εκτεθειμένος, εύθραυστος μπροστά της…
- Α, ρε Μανολόπουλε, κάθαρμα. Αστεία πρόσωπα καταντήσαμε. Τα σκατώσαμε… Ένα εκατομμύριο συμβιβασμούς έκανες, αλλά πάντα παρέμενες ένας άλλος, διαφορετικός. Δε βρώμισες την ψυχούλα σου. Κατάφερες και την κράτησες αμόλυντη. Το κακό όμως είναι ότι αυτό το ξέρω μόνον εγώ. Κι ο Λούης…
…Δεν άκουγα. Μιλούσε, κι εγώ συνέχιζα να κοιτάζω τη ρώγα της. Και ξαφνικά άρχισε ν’ ακούγεται η «Πρώτη» του Μάλερ. Όχι. Πρώτα άρχισε να βρέχει. Χτυπούσε στα τζάμια. Δυνατές χοντρές ψιχάλες. Με τη βροχή, μαζί με τον ήχο της, μπήκε στο δωμάτιο και η «Πρώτη» του Μάλερ. Σαν επισκέπτης. Και δεν μπήκε. Μπούκαρε, για την ακρίβεια, ορμητική…
…Η βροχή είχε μεταβληθεί σε χαλάζι και χτυπούσε τα τζάμια, κι εγώ την έσφιγγα.
- Αν ήξερες, Μάρθα.
- Ξέρω.
Δάκρυσε.
- Αν, της λέω πάλι.
- Μη μιλάς. Μη!...
Την έσφιγγα. Η υγρασία, από τα δάκρυα, είχε κάνει τα μάτια της να λάμπουν. Άρχισα να τα ρουφάω, τα δάκρυα, στα μάγουλα, καθώς κατρακυλούσαν, αλμυρά, νόστιμα. Μου θύμισαν θάλασσα, κύματα, Λούη.
Και ξαφνικά άρχισε ένα μονόλογο, τρυφερό, άγριο. Να λέει πως την έλιωσα που ήρθα, που σκέφτηκα που θα είναι και ήρθα, που θυμήθηκα τις «Μυκήνες»…
Ένιωθα να μετακινούνται μέσα μου σπλάχνα, καρδιές, να φουσκώνουν, να φουσκώνουν σαν να υψώνονται πανιά, να μη με χωράει ο κόσμος, το σώμα μου, επιτέλους, επιτέλους δεν πέθαναν όλα ακόμα, δεν τέλειωσαν όλα ακόμα!... Ένιωθα – το πιστεύεις; – να υψώνονται πανιά, ν’ ανοίγουν πόρτες, παράθυρα, να μπαίνει ο άνεμος, να τα φουσκώνει και να μας παίρνει, να φεύγουμε, να ταξιδεύουμε πάνω στο κρεβάτι, ενώ άκουγα παφλασμούς από θάλασσα, που κι αυτή είχε μπουκάρει στο δωμάτιο. Οι «Μυκήνες» ταξίδευαν…
Σιγά σιγά ηρέμησε, με κοίταξε, άνοιξαν τα μάτια της, έγιναν τεράστια, και έφερε γύρω μου τα χέρια της και με τράβηξε πάνω της…
- Έτσι, έτσι, έτσι!... ψιθύριζε, ενώ μου φιλούσε χείλια, λαιμό, μάγουλα…
Το «έτσι» της τα ’λεγε όλα. Συγκεντρωμένα όλα τα ερωτόλογα του κόσμου στο «έτσι» της.
Έμενα ακίνητος. Και κείνη, ακίνητη.
- Είμαι έτοιμη.
- Κι εγώ.
Σχεδόν χωρίς καμιά κίνηση, μ’ ένα μικρό ταυτόχρονο σπασμό, τελειώσαμε.
Μόνο την έσφιγγα, την έσφιγγα. Κι εκείνη.
- Αγάπη μου, είπε.
- Αγάπη μου, της είπα, και άρχισαν όλα να επανέρχονται στη θέση τους.
Όλα ξεφούσκωσαν. Έφυγε ο άνεμος, χάθηκαν οι παφλασμοί και η γεύση της αλμυρής θάλασσας, στο στόμα, πάει, έφυγε κι αυτή.
Άρχισε ν’ ακούγεται πάλι η «Πρώτη» του Μάλερ, η βροχή και η ανάσα της.
Ο σκηνοθέτης Κώστας Κουτσομύτης είχε σχετικά αναφέρει το εξής: «Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια του βιβλίου είναι η συνάντηση, στο φινάλε, της Μάρθας και του Κωσταντή Μανολόπουλου… Εάν πετύχω αυτή τη σκηνή, νομίζω πως θα έχω πετύχει ένα μεγάλο μέρος του έργου…». Και η αλήθεια είναι ότι την πέτυχε. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα έντονη και τολμηρή ερωτική σκηνή, η οποία σόκαρε, συζητήθηκε και προκάλεσε πλήθος αντικρουόμενων απόψεων ανάμεσα στους τηλεθεατές… Γι’ αυτή τη σκηνή ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, ο Κώστας Αρζόγλου, είχε δηλώσει: «Όταν τέλειωσε αυτή η συνεύρεση με τη Μάρθα – με την Καρυοφυλλιά – , δεν ήξερα, κι ακόμα δεν ξέρω, πώς θα το πάρει ο κόσμος… Δεν έχω ξαναδεί τέτοια πράγματα στην τηλεόραση… Είναι κάτι περισσότερο κι από πραγματικός έρωτας…».
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, μετά τα γυρίσματα της σειράς είχε με συγκίνηση αναφέρει τα ακόλουθα: «Εννέα ολόκληρους μήνες κράτησαν τα γυρίσματα… Μεταφερθήκαμε στη δεκαετία του ’50… Έζησα μια ζωή, τη ζωή της Μάρθας… Άλλοτε παιδούλα, να τρέχει στο σπίτι του Μανολόπουλου να της κάνει μάθημα, σιγά – σιγά να μεγαλώνει, η ίδια η ζωή να της δίνει μαθήματα, να καταλαβαίνει ότι μερικά πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα ονειρευόμαστε… Συχνά, μέσα στην ίδια μέρα, έπρεπε να μεγαλώσω δέκα ή είκοσι χρόνια, για να παίξω τη Μάρθα – φοιτήτρια, τη Μάρθα – αλκοολική, τη Μάρθα στην κόψη της απελπισίας. Άλλη διάθεση, άλλα συναισθήματα, άλλο περπάτημα, άλλη εμφάνιση. Είναι, τελικά, πολύ παράξενο αυτό το παιχνίδι με τον χρόνο, σ’ ένα γύρισμα, και πολύ αποκαλυπτικό… Ζήσαμε πολλά αυτούς τους εννέα μήνες, παρέα με τους ήρωές μας… Είδαμε την Ελλάδα να αλλάζει, να προσπαθεί να ελιχθεί, να “πιάσει την καλή”, να ξεχνάει τα όνειρά της, να προδίνει τους έρωτές της… Τους ζήσαμε αυτούς τους προδομένους έρωτες… Ευτυχώς που υπήρχε και ο Λούης…».
«Μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες αυτού του σήριαλ είναι η μουσική, η μουσική του μόνιμου συνεργάτη μου, του Βασίλη Δημητρίου…» είχε πει ο Κώστας Κουτσομύτης…
«Ο Δημητρίου, όταν γράφει μουσική για κινηματογράφο ή τηλεόραση, γνωρίζει πότε να δημιουργεί σιωπές. Η σιωπή γι’ αυτόν είναι ένα σημαντικό μέσον έκφρασης, είναι κάτι σαν το κράτημα της αναπνοής σε στιγμές και εικόνες μεγάλης έντασης… Μια σκηνή σε ακινησία δύο ηθοποιών – ηρώων θα ήταν ανυπόφορα κενή αν έλειπε η μουσική του Δημητρίου, για να εκφράσει το πάθος που μαίνεται στις καρδιές αυτών των δύο σιωπηλών προσώπων…».
Το 1992, ο Κώστας Κουτσομύτης κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Τηλεοπτικών Παραγωγών για τη σειρά «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», την τηλεοπτική αυτή σειρά που απέσπασε οκτώ συνολικά βραβεία…
Ξεκινώντας το γράψιμο αυτού του άρθρου μου για τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» του Κώστα Μουρσελά και την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά του Κώστα Κουτσομύτη, ένοιωσα πως αρχίζω ένα μεγάλο ταξίδι σε μιαν απέραντη θάλασσα… Ένα ταξίδι, για το οποίο έχεις τόσα πολλά να γράψεις… Ταυτόχρονα με κυρίευσε ένα πρωτόγνωρο δέος αν θα μπορέσω να γράψω όλα εκείνα που πρέπει να γραφούν για ένα τέτοιο μυθιστόρημα και για ένα τέτοιο σήριαλ… Ηρέμησα, σκεπτόμενη πως δεν είναι ποτέ δυνατόν να καταγράψει κανείς όλη αυτή τη μαγεία που αποπνέει τόσο το βιβλίο όσο και η μεταφορά του στην μικρή οθόνη… Εξάλλου, θυμήθηκα με συγκίνηση κάποια λόγια του Κώστα Μουρσελά από το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματός του, τα οποία και παραθέτω ως την πιο κατάλληλη κατακλείδα αυτού του άρθρου…
«Τελείωνε, Μανολόπουλε, δώσε φινάλε, μην προσπαθείς να τα πεις όλα, δε λέγονται όλα, δεν τα ξέρεις όλα. Θες δε θες, φινάλε ζωής αυτό θα είναι, τελείωνε»…
* Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα