Αγαπητοί φίλοι, Μπορείτε να στέλνετε τα κείμενά σας στο palmografos@gmail.com - Δωρεάν δημοσίευση Αγγελιών στο palmografos@gmail.com

Σκέψεις και συναισθήματα… - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*

Αρχική | Απόψεις | Σκέψεις και συναισθήματα… - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*

Κόντευε να νυχτώσει, όταν επέστρεφα από τη Φιλοσοφική Σχολή στο σπίτι μου. Ένοιωθα την κούραση να μ’ εξουθενώνει – κούραση όχι μόνο σωματική, αλλά κυρίως ψυχική, ύστερ’ απ’ όσα είχα δει, ακούσει και ζήσει, γι’ άλλη μια μέρα, μέσα στο «δεύτερο σπίτι μου», όπως αποκαλώ συνειδητά τον χώρο της εργασίας μου…


 

 

 

Είχα πάει από νωρίς το πρωί στη Σχολή. Μπαινόβγαινα στις Γραμματείες των Τμημάτων, πήγα στο γραφείο της Κοσμητείας, να κανονίσω τις ώρες και τις αίθουσες διδασκαλίας μου για το εαρινό εξάμηνο, ανέβηκα στο Σπουδαστήριο, να ενημερωθώ σχετικά με τα θέματα του Τομέα μας, κατέληξα για κάμποση ώρα στο γραφείο μου, όπου είχα συνάντηση με κάποιους φοιτητές, και το απομεσήμερο κατέβηκα για επιτήρηση σ’ ένα μεγάλο αμφιθέατρο, όπου έδιναν γραπτές εξετάσεις κάποιοι από τους φοιτητές του Τμήματος Φιλολογίας…

Κατευθυνόμενη προς το αμφιθέατρο, πέρασα από το κυλικείο, ένα χώρο που άλλοτε έσφυζε από ζωή· που δεν άκουγες παρά τις ζωηρές φωνές των φοιτητών, τα χαρούμενα τραγούδια τους, τα παρατεταμένα γέλια τους· που δεν υπήρχαν άδεια τραπεζάκια, άδειες καρέκλες, άδειοι πάγκοι… Για μια φορά ακόμη, διαπίστωσα πως ο χώρος αυτός ήταν απελπιστικά κενός και ανυπόφορα ήσυχος· μόνο δυο – τρία παιδιά μπροστά στο ταμείο κι άλλα τόσα να περιμένουν, λίγο πιο πέρα, να πάρουν τον καφέ ή την τυρόπιτα… Τα στέκια των φοιτητικών παρατάξεων έρημα· οι αφίσες με τα συνθήματα σκισμένες· οι μικροπωλητές με τα CD, τα κοσμήματα και τα διάφορα μικροαντικείμενα εξαφανισμένοι· ούτε μια ανακοίνωση για κάποια προγραμματισμένη εκδρομή ή για κάποιο αποκριάτικο γλέντι, όπως παλιότερα – τέτοιον καιρό… «Μπορεί και να υπήρχαν και να μην τις πρόσεξα…» σκεφτόμουν, καθώς επιτάχυνα τα βήματά μου μέσα στην ερημιά του παγωμένου διαδρόμου…

Μπήκα στο αμφιθέατρο. Μόλις είχαν δοθεί τα θέματα από την εξετάστρια του μαθήματος. Μέσα στην απόλυτη σιωπή που επικρατούσε, μελετούσα με προσοχή τα πρόσωπα των φοιτητών και προσπαθούσα ν’ αφουγκραστώ… τους ήχους της ψυχής τους… Τα περισσότερα παιδιά έμοιαζαν κουρασμένα. Τα παρακολουθούσα, καθώς – κάποιες στιγμές – σταματούσαν να γράφουν και κοίταζαν το κενό ή, έξω από τις τζαμαρίες, τους θάμνους που λικνίζονταν από τον άνεμο. Βλέμματα θλιμμένα, πρόσωπα χλωμά, χείλη με το χαμόγελο ξεχασμένο… Ήμουν σχεδόν σίγουρη πως δεν σκέφτονταν μόνον τις ζητούμενες απαντήσεις των ερωτήσεων, αλλά πως η σκέψη τους έτρεχε ακόμη πιο μακριά… Αρκετά νωρίς, κάποια παιδιά παρέδωσαν τις κόλλες τους, σχεδόν άγραφες. Στην ερώτησή μου γιατί δεν έμεναν λίγο ακόμη, γιατί δεν προσπαθούσαν να θυμηθούν και να γράψουν κάτι, η απάντηση που έπαιρνα ήταν πάντα η ίδια: «Δεν μπορούσα να διαβάσω…». Κάποια στιγμή, κατέβηκε βιαστικά μια φοιτήτρια και, καθώς μου παρέδιδε το γραπτό της, μου είπε κλαίγοντας «Κυρία, δεν μπορώ να συνεχίσω να γράφω…» κι έφυγε τρέχοντας… «Κάποια αδιαθεσία; κάποιο προσωπικό ή οικογενειακό πρόβλημα; ή η απόγνωση από την ζοφερή κι αδιέξοδη  πραγματικότητα των καιρών μας;» διερωτήθηκα με θλίψη… Όποια κι αν ήταν η αιτία, το αποτέλεσμα είχε σημασία. Ένα νεαρό κορίτσι, που ήρθε να δώσει εξετάσεις και ξαφνικά το ’βαλε στα πόδια, με πόνο στην ψυχή και δάκρυα στα μάτια…

Οι εξετάσεις κράτησαν δυο ώρες, δυο ώρες που μου φάνηκαν ατελείωτες… Με βαθιά λύπη διαπίστωσα πως ακόμη κι εκείνα τα παιδιά, που εξάντλησαν το δίωρο και παρέδωσαν γραπτά – τα οποία με μια πρόχειρη ματιά φαίνονταν άριστα –, έβγαιναν από το αμφιθέατρο με βήματα αργά και κουρασμένα. Όταν έφυγαν όλοι οι φοιτητές και οι συνάδελφοι επιτηρητές, έμεινα για λίγη ώρα μόνη κι άναψα ένα τσιγάρο. Κοιτάζοντας αυτά τα τριακόσια καθίσματα του αμφιθεάτρου, που εκείνη την ώρα ήταν κενά, σκεπτόμουν πως σε λίγες μέρες η εξεταστική περίοδος θα τελειώσει και θ’ αρχίσουν τα μαθήματα του εαρινού εξαμήνου. Αναλογιζόμουν πόσο βαρύ είναι το φορτίο που θα πρέπει να επωμισθούμε όλοι οι διδάσκοντες, τις μέρες που θα ’ρθουν, τις ώρες που θα ανεβούμε στην έδρα και θα βρεθούμε μπροστά σ’ ένα πλήθος φοιτητών που – πέρα και πάνω από τη μόρφωση, τα «γράμματα» – έχουν περισσότερη από ποτέ την  ανάγκη «στήριξης», την ανάγκη αναπτέρωσης του ηθικού τους, την ανάγκη ενός εποικοδομητικού διαλόγου, την ανάγκη μιας κατά το δυνατόν μεγαλύτερης εμψύχωσης! Κύριος στόχος μας δεν θα πρέπει να είναι μόνον η μετάδοση γνώσεων, αλλά κυρίως η παρότρυνση για Αγωνιστικότητα, προκειμένου να ανασυγκροτηθούν το Ήθος, η Αξιοπρέπεια και ο Σεβασμός για τον Άνθρωπο… Μόνον όταν βρεθούμε πολύ κοντά στα παιδιά αυτά, συζητήσουμε και προσπαθήσουμε να επιλύσουμε τα προβλήματά τους, αγκαλιάσουμε με ζεστασιά την ψυχή τους, ξανακολλήσουμε στους ώμους τους τα πεσμένα φτερά της ελπίδας, της δύναμης και της αισιοδοξίας για ένα καλύτερο αύριο, μόνον τότε θα τα ωθήσουμε στη μάθηση και θα τους ανοίξουμε διάπλατα τους ορίζοντες για την επιστήμη και τη γνώση του «του ωραίου, του μεγάλου και του αληθινού»…

Είχε πια νυχτώσει, όταν πέρασα το κατώφλι του σπιτιού μου… Η θλίψη μου με είχε ατσαλώσει… Ένοιωθα επιβεβλημένη την ανάγκη να είμαι δυνατή. Σκεπτόμουν τις επικείμενες παραδόσεις μου, τα κατάμεστα αμφιθέατρα, το – πρωτίστως ηθικό και ψυχικό – χρέος μου απέναντι στους φοιτητές μου. Κι ένοιωθα έτοιμη να τους αντιμετωπίσω και να σταθώ δίπλα τους, κυρίως σαν μια δεύτερη μάνα, σαν μια μεγάλη αδελφή, σαν μια καλή φίλη κι έπειτα σαν μια όσο γίνεται, στα μέτρα των δυνατοτήτων μου, καλύτερη «διδάσκουσα», στο μάθημα της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας…

Στο τέλος αυτής της τόσο έντονα φορτισμένης μέρας, κατέφυγα γι’ άλλη μια φορά στη μουσική… Θυμήθηκα εκείνο το παλιό, υπέροχο τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου, «Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», που το λάτρευα και το σιγοτραγουδούσα, στα φοιτητικά μου χρόνια… Το άκουσα ξανά κι ένοιωσα την ίδια εκείνη αναλλοίωτη συγκίνηση… Λες και δεν έχει περάσει ούτε μια στιγμή από τότε…

Η πλατεία ήταν γεμάτη με το νόημα που ’χει κάτι απ' τις φωτιές,

στις γωνίες και τους δρόμους από συντρόφους οικοδόμους, φοιτητές,

και συ έφεγγες στη μέση όλου του κόσμου,

κι ήσουν, φως μου, κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή,

σε γιορτή που δεν ξανάδα στη ζωή μου τη σκυφτή.

 

Η πλατεία ήτανε άδεια και τρελός απ' τα σημάδια, σαν σκυλί,

με συνθήματα σκισμένα, σ' έναν έρωτα για σένα έχω χυθεί,

στ' αμφιθέατρο σε ψάχνω, στους διαδρόμους και τους δρόμους,

και ζητώ πληροφορίες και υλικό,

να φωτίσω τις αιτίες που μ’ αφήνουνε μισό.

 

Η πλατεία είναι γεμάτη κι απ' το πρόσωπό σου κάτι έχει σωθεί,

 

στον αγώνα του συντρόφου, στην αγωνία αυτού του τόπου για ζωή

στα παιδιά και τους εργάτες , στους πολίτες, στους οπλίτες ,

στα πλακάτ και τη σκανδάλη που χτυπά,

 

η συγκέντρωση ανάβει κι όλα είναι συνειδητά.

*Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 





Πρόσθεσέτο στο Facebook Πρόσθεσέτο στο Twitter

Παύλος Πολάκης: Γκαζόζα - Του Μιχάλη Τσιντσίνη

19 Ιουλίου 2024, 14:42
2' 4" χρόνος ανάγνωσης   Γελούσε λίγο με τον εαυτό του. Εκφέροντας εκείνη τη φράση, που ...

Οι κουκούλες και οι σακούλες - Της Ιωάννας Μάνδρου

17 Ιουλίου 2024, 15:04
1' 54" χρόνος ανάγνωσης   Φωτό: Βικιπαίδεια Πριν από λίγες ημέρες, επανήλθε μετ’ επιτάσεως το αίτημα πολλών ...

Παλεύοντας με τη Λερναία Υδρα - Του Τάκη Θεοδωρόπουλου

11 Ιουλίου 2024, 23:15
1' 54" χρόνος ανάγνωσης   Τον Μάιο, μας απασχόλησε η προϊσταμένη στην εφορία της Χαλκίδας. Hταν ...


Σχολιάστε το άρθρο:



συνολικά: | προβολή:

Newsletter
Email:
Λέξεις κλειδιά
Αξιολογήστε αυτο το άρθρο
4.00