Άντε και καλή Σαρακοστή, παιδιά! - Της Χριστιάννας Λούπα
Μπουχτίσαμε πια! Μαύρισε η ψυχή μας! Έχει ο καθένας τα προσωπικά του προβλήματα, έχει και τη γενική μαυρίλα που έχει σκεπάσει ολόκληρη τη χώρα. Πού να στραφείς να πάρεις λίγο αέρα; Πού ν’ ανοίξεις ένα παράθυρο – έστω μια χαραμάδα - να μπει λίγο φως;
Αναζητώντας λοιπόν λίγο οξυγόνο, το τελευταίο Σάββατο της Αποκριάς, μια μικρή παρέα πέντε φίλων, είπαμε να ξεσκάσουμε λιγάκι, ακούγοντας κανένα τραγουδάκι και πίνοντας λίγη καλή και περιφρονημένη, τα τελευταία χλιδάτα χρόνια, ρετσίνα. Είχαμε όλοι νοσταλγήσει μία (δι)έξοδο αλά ελληνικά, σαν εκείνες τις λησμονημένες, που με βαριά κι ασήκωτη καρδιά πας, τραγουδάς τον καημό σου – όπως μόνο εμείς οι Έλληνες ξέρουμε να κάνουμε – ακούγοντας το ταξιμάκι ή το μινοράκι του μπουζουκιού και του μπαγλαμά, (αλήθεια υπάρχουν σε καμιά άλλη χώρα του κόσμου αυτά τα όργανα;), ρίχνεις και καμιά ζεϊμπεκιά εκεί, στριμωχτά, ανάμεσα στα τραπέζια – (μεγάλες πίστες, λουλούδια και μεγάφωνα; Όχι ευχαριστώ, δεν θα πάρω) και φεύγεις με δέκα κιλά λιγότερα, λες και κάποια μαγική δύναμη πήρε όλο το βάρος από μέσα σου.
Μικρό και ταπεινό το κουτουκάκι που διαλέξαμε, σε παλιά και ιστορική γειτονιά της Αθήνας. Πέντε – έξι σκαλιά κάτω από τη γη κι ο κυρ–Κώστας με την άσπρη ποδιά του, φορτωμένος με πιάτα και το μολύβι πίσω από τ’ αυτί (!), μας υποδέχτηκε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο κάτω από το μουστάκι του: «Καλώς τα παιδιά!».
Καμιά δεκαριά τραπέζια όλα κι όλα και στριμωχτά, η σχετική κάπνα, κάποιες πενιές που αιωρούνταν στον αέρα καθώς η τριμελής κομπανιούλα κούρντιζε τα όργανα, καρέκλες ξύλινες με ψάθα, καρό τραπεζομάντιλα με τρύπες από καύτρες πού και πού, κόκκινες μεταλλικές κανάτες για τη «σαμπάνια των φτωχών», οι πρώτοι μεζέδες κι όλοι αρχίζουμε να νοιώθουμε καλύτερα.
Δίπλα μας καθισμένοι μια Μέρκελ, ένας ΓΑΠ κι ένας Σαρκοζί, στεφανωμένοι με σερπαντίνες, παραδίπλα μια παρεούλα που τραγουδά φάλτσα, κάποιοι άλλοι γελούν δυνατά, ποτήρια που τσουγκρίζουν και δώσ’ του τα κατρούτσα και δώσ’ του τα γιοματάρια και δώσ’ του ο Τσιτσάνης και δώσ’ του ο Βαμβακάρης κι ακολουθεί και ο Μητσάκης. «Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις», τραγουδά η Μέρκελ στο Σαρκοζί κι εκείνος με τη σειρά του της απαντά «Θα κάνω ντου, βρε πονηρή». Το γλέντι είχε ανάψει για καλά. Όλο το μαγαζί είχαμε γίνει πια μια παρέα. Αστεία εκτοξεύονταν από το ένα τραπέζι στο άλλο. Κάποιος σηκώθηκε να χορέψει κι ένας άλλος φώναξε μεταξύ χειλέων και κύλικος «Να πεθάνουν οι εχθροί μας!». Κι όλοι μαζί τσουγκρίσαμε τα ποτήρια. «Πού είσαι Μέρκελ να μας δεις!», ακούστηκε ανάμεσα σε γέλια και τραγούδια και το μπουζούκι έγινε πιο γρήγορο κι οι φωνές μας ενώθηκαν και δυνάμωσαν, παλεύοντας να ξορκίσουν το κακό.
Οι μουσικοί έπαιζαν και τραγουδούσαν πια ό,τι ζητούσε η ευωχούμενη ομήγυρις και σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, βρεθήκαμε σύσσωμοι να τραγουδάμε Θεοδωράκη, Ξαρχάκο και Χατζιδάκι. Όσα χρόνια κι αν περάσουν τελικά τα τραγούδια αυτών των ανθρώπων δεν θα βγουν ποτέ απ’ την ψυχή μας, από την ελληνική ψυχή. Αρχίσαμε απ’ τα πιο light, όπως, τον «Καημό», το «Τι έχει ο φτωχός να φοβηθεί», την «Άπονη ζωή» για να καταλήξουμε σε Heavy metal, δηλαδή το «Όταν σφίγγουν το χέρι» και το «Σώπα όπου να’ ναι θα σημάνουν οι καμπάνες». Έ, στο σημείο αυτό, ό,τι και να πω λίγο θα είναι. Αδειάσαμε από μέσα μας ποτάμια οργής και αγανάκτησης. Για ποιόν; Μα φυσικά για τον κακό εαυτό μας, γι αυτούς που βρήκαν την κερκόπορτα ανοιχτή και μπήκαν, για την πατρίδα που χαροπαλεύει.
«Άντε και καλή Σαρακοστή, παιδιά!», μας ξεπροβόδισε ο κυρ-Κώστας. Ξημερώματα βγήκαμε στο δρόμο σιγοτραγουδώντας. Το ελληνικό γλέντι και η θεϊκή ρετσίνα είχαν πράγματι κάνει το θαύμα τους. Γιατί ο Έλληνας ξέρει να γλεντά και στη χαρά και στη λύπη και στο θάνατο ακόμα. Γιατί ξέρει καλά να «κάνει το δάκρυ του χαρά και τον καημό του τού γιαλού μαργαριτάρι».
Παιδιά του Βορρά, μην κουράζεστε να καταλάβετε, δεν μπορείτε. Το γλέντι στην Ελλάδα είναι μια αυστηρά προσωπική υπόθεση του λαού μας. Βρίσκεται στα γονίδιά μας και πάει από γενιά σε γενιά. Ούτε εξηγείται, ούτε διδάσκεται. Απλώς ρέει σε ελληνικό αίμα μονάχα και σ’ οποιοδήποτε μέρος της Γης κι αν συναντήσετε Έλληνα, να ξέρετε ότι το κουβαλά μαζί του. Εμείς, οι προβληματικοί Νότιοι, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να σας στείλουμε την αγάπη μας και να σας ευχηθούμε Καλή Σαρακοστή. Πού θα πάει; Θα έρθει και η Ανά(σ)ταση! Σας αφιερώνουμε δε, το παρακάτω τραγούδι.
Πολλά φιλιά.
Χριστιάννα Λούπα
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα