Αγαπητοί φίλοι, Μπορείτε να στέλνετε τα κείμενά σας στο palmografos@gmail.com - Δωρεάν δημοσίευση Αγγελιών στο palmografos@gmail.com

Ο ερχομός της Άνοιξης… - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*

Αρχική | Τέχνες - Επιστήμες | Ποίηση | Ο ερχομός της Άνοιξης… - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*

Ήταν νωρίς, σήμερα το πρωί, όταν ανοίγοντας τα παράθυρα αντίκρυσα έναν καταγάλανο ουρανό, δίχως κανένα σύννεφο… Οι δυο ανθισμένες αμυγδαλιές, ανάμεσα στα κυπαρίσσια του αντικρινού άλσους, τα ακατάπαυστα τιτιβίσματα των αμέτρητων, αθέατων πουλιών, τα δυο ερωτευμένα, ασπρόμαυρα περιστέρια, που φιλιόντουσαν αδιάκοπα στην κορυφή κάποιου κυπαρισσιού, κι ένα απαλό, δροσερό αεράκι, που κινούσε ανεπαίσθητα τα κλαδιά, όλα, όλα, όλα…, λες και συνωμοτούσαν – μ’ έναν τρόπο μαγικό –, μου ψιθύριζαν πως η Άνοιξη πλησιάζει, έρχεται, ήρθε, με βήματα αργά κι αθόρυβα, σαν νεράιδα του παραμυθιού, ντυμένη με χιτώνα αραχνοΰφαντο και κρατώντας μέσα στα χέρια της λουλούδια πολύχρωμα μ’ ευωδιές παραδείσου…

 

…Πάμε στους αγρούς

να φορέσουμε στα δάχτυλα

τις παπαρούνες και τον ήλιο

και την καινούργια χλόη.

Στα μάτια σου δε λιμνάζει

μήτ’ ένας κόκκος ίσκιου.

Να ο ήλιος που τρέχει

μέσα στα δάση.

Δεν έχουμε αργήσει…

(Απόσπασμα από την «Εαρινή συμφωνία» του Γιάννη Ρίτσου).

 

Απομεσήμερο… Οι μελωδικές νότες της παραμυθένιας «Άνοιξης» του Antonio Vivaldi ανακατεύτηκαν μέσα στη σκέψη μου με τους περίφημους στίχους από την «Εαρινή Συμφωνία» του Γιάννη Ρίτσου και πλημμύρισαν την ψυχή μου με μιαν απέραντη θάλασσα τρυφερότητας… Άνοιξα την μπαλκονόπορτα και βγήκα στη βεράντα… Ο ουρανός εξακολουθούσε να είναι ζωγραφισμένος με το ίδιο υπέροχο κι αδιάσπαστο γαλάζιο… Ούτε ένα σύννεφο ακόμη… Το φως του ήλιου μ’ αγκάλιασε ηδονικά και με ζέστανε με μια ζεστασιά γλυκιά, τρυφερή κι επίμονη… Ανατρίχιασα… Ύψωσα το ευτυχισμένο μου βλέμμα στην κορυφή του κυπαρισσιού, εκεί όπου, λίγες ώρες πριν, φιλιόντουσαν τα δυο ερωτευμένα περιστέρια… Δεν υπήρχαν πια… Ποιος ξέρει σε ποιο κλαδί ήταν τώρα κρυμμένα… Η ανάμνηση του φιλιού τους ζέστανε την ψυχή μου ακόμη περισσότερο κι από το φως του ήλιου που εξακολουθούσε να με χαϊδεύει… Ξανακοίταξα τα κλαδιά των δυο ανθισμένων αμυγδαλιών… Μου φάνηκε πως είχαν γείρει πιο πολύ, λες κι αποζητούσαν να φθάσουν μέχρι το γρασίδι του άλσους, για να ενωθούν με τα αμέτρητα χρυσοκίτρινα λουλουδάκια που ο ερχομός της Άνοιξης είχε αποθέσει επάνω στην καταπράσινη χλόη… Θυμήθηκα ένα ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου, με τίτλο «Μια μυγδαλιά και δίπλα της…», και δάκρυσα από χαρά…

 

Μια μυγδαλιά και δίπλα της,

εσύ. Μα πότε ανθίσατε;

Στέκομαι στο παράθυρο

και σας κοιτώ και κλαίω.

Τόση χαρά δεν την μπορούν

τα μάτια.

Δος μου, Θεέ μου,

όλες τις στέρνες τ’ ουρανού

να τις γιομίσω.

Οι ώρες της ημέρας κυλούσαν αργά, λουσμένες στο φως του ήλιου που κυριαρχούσε σ’ έναν ουρανό, ο οποίος εξακολουθούσε να παραμένει επίμονα γαλανός, δίχως σύννεφα… Λες και ο ερχομός της Άνοιξης, με τον αραχνοΰφαντο χιτώνα γύρω από το πάλλευκο κορμί της και τα πολύχρωμα λουλούδια μέσα στ’ απαλά της χέρια, ποθούσε να παρατείνει αυτό το θεϊκό φως, μέχρι να το εναποθέσει ως τα βάθη της σκέψης και της ψυχής μου… Αυτό το φως, που τώρα ασήμωνε τα φύλλα από τις ελιές, τις πευκοβελόνες και τα κλαδιά των κυπαρισσιών, εισχώρησε ξαφνικά και μέσα στο σπίτι, που άλλοτε – τέτοιαν ώρα – είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει… Εισχώρησε μέσα στον χώρο του γραφείου κι απόθεσε λάμψεις μαγικές στα ράφια της βιβλιοθήκης, στα εξώφυλλα των βιβλίων, ακόμη και μέσα στις άψυχες σελίδες τους… Λεξικά, εγκυκλοπαίδειες, επιστημονικά συγγράμματα, μυθιστορήματα και ποιητικές συλλογές άρχισαν να ανασαίνουν, να αποκτούν ζωή, να λάμπουν, να μοιάζουν με αντικείμενα παράξενα, παραμυθένια, φερμένα από έναν κόσμο μακρινό, καμωμένο από φως μαγικό, από αχτίνες ονείρου… Όποιο βιβλίο κι αν άνοιγα, όσες σελίδες κι αν διάβαζα, δεν έβλεπα παρά την Άνοιξη, δεν διάβαζα παρά για την Άνοιξη, για τον Έρωτα, για την Αναγέννηση της Φύσης και της ίδιας της Ζωής…

 

Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου,

σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη,

έσταζες όλη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας

τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια

απ’ όπου θα περνούσαν οι αιώνες – α, για να γεννηθείς εσύ,

κι εγώ για να σε συναντήσω

γι’ αυτό έγινε ο κόσμος. Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη

σκάλα που ανέβαινα

πάνω απ’ το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα

ως τ’ ασύγκριτα, θνητά σου χείλη…

(Απόσπασμα από το ποίημα «Μια γυναίκα» του Τάσου Λειβαδίτη).

Απόγευμα… Η ώρα κόντευε 6.00… Έγειρα για λίγο στον καναπέ του σαλονιού… Από τις μισόκλειστες γρίλιες της μπαλκονόπορτας έμπαιναν κάποιες ηλιαχτίδες και μου φώτιζαν το πρόσωπο… Έκλεισα τα μάτια κι άρχισα να σκέπτομαι πόσες μελωδίες και πόσα τραγούδια έχουν γραφτεί για την Άνοιξη… Βυθίστηκα σ’ έναν απύθμενο ωκεανό μουσικής και στίχων… Αμέτρητες μελωδίες, αμέτρητα τραγούδια… Κι όλα κατακλυσμένα από τα χρώματα, τα αρώματα και τους ήχους της Άνοιξης… Τί να πρωτοθυμηθώ; Τί να πρωτογράψω; Είναι ποτέ δυνατόν να καταγράψει κανείς χιλιάδες τίτλους, να σιγοτραγουδήσει άλλες τόσες μελωδίες; Είναι ποτέ δυνατόν να ζωγραφίσει κανείς όλα τ’ ανοιξιάτικα λουλούδια, να απαριθμήσει όλα εκείνα τα ρινίσματα του ήλιου που κατακλύζουν το πέλαγος, όλα τα ηλιοβασιλέματα της άνοιξης; Η σκέψη μου επικεντρώθηκε στη θύμηση ενός παλιού, λατρεμένου τραγουδιού… «Ήρθες σαν την Άνοιξη»… Κι αυτή ακριβώς η μελωδία με νανούρισε, σαν να ’μουν ένα ξέγνοιαστο κι ευτυχισμένο κοριτσάκι…

Γύρω στις 6.30΄, παρακολουθούσα τη δύση του ήλιου, που χανόταν αργά – αργά πίσω από τις σκοτεινές φιγούρες των δένδρων του γειτονικού πευκοδάσους… Ήταν από τις ελάχιστες φορές στη ζωή μου, που δεν ένοιωθα μελαγχολία, αυτές τις παράξενες στιγμές, όπου δεν είναι πια μέρα ούτε ακόμη σκοτάδι… Κατά τις 7.00, είχε πλέον σκοτεινιάσει. Πήγα στο γραφείο μου κι άναψα το φως. Στάθηκα μπροστά στη βιβλιοθήκη μου κι άρχισα να περιεργάζομαι τα βιβλία. Πήρα στα χέρια μου ένα από τα πιο αγαπημένα μου: «Σαπφώ. Ανασύνθεση και απόδοση Οδυσσέας Ελύτης». Διάβασα μερικούς από τους πιο γνωστούς στίχους της σημαντικότερης εκπροσώπου της αρχαιοελληνικής ποίησης, μεταφρασμένους από τον μέγιστο νεοέλληνα ποιητή μας… Στίχοι κατακλυσμένοι από τα άνθη, τα χρώματα και τις ευωδιές της Άνοιξης…

 

…Άσε με μια στιγμή να σου θυμίσω κείνα

που μοιάζει να ’χεις λησμονήσει·

τις όμορφες και τις γλυκές στιγμές που ζήσαμε μαζί·

πόσα στεφάνια κρόκους ρόδα μενεξέδες

καθισμένη στο πλάι μου δεν δοκίμαζες·

και πόσες αρμαθιές ολόγυρα στον τρυφερό λαιμό σου

από λουλούδια υπέροχα πλεγμένες δεν περνούσες…

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, βγήκα ξανά στη βεράντα… Η φύση είχε αποκοιμηθεί… Το δροσερό αεράκι του πρωινού είχε ξεψυχήσει… Ακίνητες οι σκοτεινές φιγούρες των δέντρων, τα φύλλα της ελιάς που τ’ ασήμωνε ανεπαίσθητα το διακριτικό φως του δρόμου, τα κλαδιά της αμυγδαλιάς με τα ολόλευκα άνθη… Τα πουλιά, κρυμμένα μέσα στις πυκνές φυλλωσιές, σώπαιναν… Τίποτα δεν ακουγόταν… Μόνον ο ήχος κάποιων περαστικών αυτοκινήτων διέκοπτε, πού και πού, αυτή την κατανυκτική, θεσπέσια σιωπή… Στον απέραντο θόλο του ουρανού ζωγραφισμένα αστέρια κι ένα φεγγάρι μισόγιομο κι ολόχρυσο… «Μυρίζει η νύχτα απόψε γιασεμί» ψιθύρισα, ανακαλώντας ξαφνικά στη μνήμη μου αυτό το στίχο, από κάποιο τραγούδι που λατρεύω, το «Πάρε με» με την Ελένη Δήμου… «Μα τί λέω;» σκέφθηκα, βλέποντας σε μια γωνιά του κήπου μας το πιο αγαπημένο μου αναρριχώμενο φυτό, το γιασεμί, να μην έχει ακόμη ανθίσει… «Κι όμως, μυρίζει η νύχτα απόψε γιασεμί», επέμεναν και η σκέψη και η ψυχή μου, κι ας μην είχαν ακόμη ανθίσει τα γιασεμιά… Το μύριζα αυτό το λατρεμένο άρωμα· με τύλιγε, με χάιδευε και με μεθούσε… Ήταν το άρωμα της Άνοιξης που, σήμερα, ένοιωσα πως ήρθε… Ήταν το άρωμα που ανέδυε ο αραχνοΰφαντος χιτώνας της, οι ευωδιές των λουλουδιών που φορούσε στα μαλλιά της και κρατούσε στα χέρια της… Ήταν το άρωμα ολάκερης της παρουσίας της, οι ευωδιές των δώρων που σκόρπισε απλόχερα ο ερχομός της… Ναι, η Άνοιξη ήρθε κι απόθεσε στην ψυχή μου ό,τι πιο ποθητό, πιο όμορφο, πιο μεγάλο, πιο ακριβό… Το Φως, τη Χαρά, την Ελπίδα, την Αναγέννηση…

* Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

 





Πρόσθεσέτο στο Facebook Πρόσθεσέτο στο Twitter

Τάσος Λειβαδίτης: ο ποιητής που νήστεψε την αμαρτία

31 Οκτωβρίου 2023, 21:46
Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος Σαν σήμερα 30 Οκτωβρίου πέθανε ο ποιητής που νήστεψε την αμαρτία   Ο ήλιος ...

Η γυναίκα ως πηγή έμπνευσης των Ελλήνων ποιητών - της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου

08 Μαρτίου 2023, 13:19
(από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα)     «Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι Μουσκέψανε τα ...

Γιάννη Ρίτσου, "Γράμματα από το Μέτωπο"

28 Οκτωβρίου 2022, 19:13
1. Μάνα, τὸν ἥλιο ἐδῶ σκεπάζουν ἴσκιοικι ἀναπαμὸ ποτὲ ἡ καρδιὰ δὲ βρίσκει ἕνα:οἱ αὐγὲς ...


Σχολιάστε το άρθρο:



συνολικά: | προβολή:

Newsletter
Email:
Λέξεις κλειδιά
Αξιολογήστε αυτο το άρθρο
0