Ο μαγικός κόσμος της Ποίησης. Όμηρος, ο «Ποιητής των Ποιητών» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*
Με αφορμή την καθιέρωση της 21ης Μαρτίου ως «Παγκόσμιας Ημέρας της Ποίησης» σκέπτομαι πως, αν μου ζητούσε κάποιος να παραστήσω εικονικά την Ημέρα αυτή, θα ζωγράφιζα έναν μεγάλο ήλιο, που θα συμβόλιζε την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, και δίπλα σ’ αυτό τον ήλιο πολλά, μικρότερα αστέρια, που θα συμβόλιζαν τις ποιητικές δημιουργίες των άλλων λαών…
Αναλογίζομαι πόσα θα μπορούσε, στ’ αλήθεια, να γράψει κανείς για τη σημερινή Μεγάλη Ημέρα… Εκτενέστατα άρθρα, πολυσέλιδα βιβλία, αφιερώματα στην ποιητική παραγωγή ενός και μόνο λαού ή ενός συγκεκριμένου – περισσότερο ή λιγότερο γνωστού – ποιητή. Το βέβαιο είναι πως, ό,τι κι αν έγραφε κάποιος, σίγουρα θα παρέλειπε κάτι, σημαντικό ή ασήμαντο...
Λαμβάνοντας υπόψη τα περιορισμένα όρια που επιβάλλονται για τη συγγραφή ενός άρθρου, θα επιχειρήσω μία σύντομη αναφορά στο ξεκίνημα της Αρχαίας Ελληνικής Ποίησης και συγκεκριμένα στον Όμηρο, τον Μέγιστο Ποιητή της Ελληνικής Αρχαιότητας, τον «Ποιητή των Ποιητών», τα Έπη του οποίου έχουν χαρακτηρισθεί ως «έργα ώριμης τελειότητας» τόσο για τη μορφή όσο και για το περιεχόμενό τους.
Η πρώτη Περίοδος της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, η «Αρχαϊκή Περίοδος», η οποία χρονικά εκτείνεται από τον 8ο μέχρι και τον 6ο αιώνα π.Χ., διαιρείται σε 2 υποπεριόδους, την «Ομηρική Εποχή» (8ος αι. π.Χ.) και την «Περίοδο του «Αρχαϊκού Λυρισμού» (7ος και 6ος αι. π.Χ.). Η Ελληνική Λογοτεχνία αρχίζει με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, τα 2 μεγάλα έπη, τα οποία μας παραδόθηκαν με το όνομα του Ομήρου.
Από την ετυμολογία του ονόματος Ὅμηρος (< ὁ μὴ ὁρῶν = αυτός που δεν βλέπει) φαίνεται πως ο μέγιστος αυτός Ποιητής της αρχαιότητας ήταν τυφλός. Όμως, αυτό αποτελούσε ίσως μία παράδοση που συνδέεται άμεσα με τις αντιλήψεις σχετικά με την έμπνευση. Ας μη ξεχνάμε πως οι μάντεις (π.χ. ο Τειρεσίας) ήταν τυφλοί. Όπως είναι ήδη γνωστό, έχει γίνει λόγος για διάφορες πόλεις που η καθεμία απ’ αυτές διεκδικούσε την τιμή να είναι γενέτειρά του. Το πιο πιθανό βέβαια είναι να συνδέεται ο Όμηρος με τον χώρο της Μικράς Ασίας και να έχει ζήσει ένα μέρος της ζωής του στη Χίο. Το βέβαιο είναι ότι ο Όμηρος αποτέλεσε υπόδειγμα για όλους τους μεταγενέστερους ποιητές και ότι οι Έλληνες τον θεώρησαν ως βάση της εκπαίδευσής τους και ως αφετηρία όλων των στοχασμών τους.
Στην μεν Ιλιάδα, η οποία αριθμεί περίπου 15.000 στίχους, αφηγείται μέρος του πολέμου των Αχαιών εναντίον των Τρώων, με τη μῆνιν, δηλαδή τη μεγάλη οργή του Αχιλλέα [Α1 Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος], την άρνησή του να συνεχίσει τον αγώνα, την επιστροφή του κατόπιν για να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του φίλου του Πατρόκλου και, τέλος, τον φόνο του Έκτορα και την απόδοση του σώματός του στους δικούς του, στην δε Οδύσσεια, η οποία αριθμεί περίπου 12.000 στίχους, αφηγείται την επιστροφή (τον νόστον) του Οδυσσέα, ύστερ’ από απίστευτες ταλαιπωρίες, στην πατρίδα του, την Ιθάκη, αμέσως μετά την κατάληψη της Τροίας.
Η γλώσσα, που χρησιμοποιεί ο Όμηρος, επιτρέπει να διαφαίνεται ο συνδυασμός ποικίλων χρόνων και τόπων. Πρόκειται για ένα μοναδικό μείγμα διαλεκτικών τύπων που εκπροσωπούν διάφορες εποχές στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας (ιωνική, αιολική και αττική διάλεκτος). Η ομηρική γλώσσα, που αναμφίβολα καθρεφτίζει μια ολόκληρη ιστορία, είναι μια γλώσσα πολύ πλούσια και ιδιαίτερα εύκαμπτη, η οποία στα χέρια αυτού του χαρισματικού Ποιητή έγινε ένα ασύγκριτο «εργαλείο» ποιητικής έκφρασης, που πολλοί μεταγενέστεροι ποιητές μιμήθηκαν ή εμπνεύσθηκαν απ’ αυτό.
Ο «ομηρικός κόσμος» παρουσιάζεται στην μεν Ιλιάδα σε καιρό πολέμου, στη δε Οδύσσεια σε καιρό ειρήνης. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό αυτού του ομηρικού κόσμου είναι το ότι ο Ποιητής αναμειγνύει και προσεγγίζει, μ’ έναν τρόπο μοναδικό, τους θεούς και τους ανθρώπους. Οι θεοί, μέσα στους ομηρικούς στίχους, ζουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ζουν οι άνθρωποι. Έχουν τον βασιλιά τους (τον ύψιστο Δία), πραγματοποιούν τις συνελεύσεις τους, έχουν τους φίλους τους αλλά και τους εχθρούς τους, και βέβαια παρασύρονται από τα πάθη τους, τα οποία μάλιστα κάποιες φορές είναι παράνομα. Για παράδειγμα, στην ραψωδία θ της Οδύσσειας, ο αοιδός Δημόδοκος αφηγείται την εξωσυζυγική σχέση του Άρη με την Αφροδίτη. Επομένως, οι ομηρικοί θεοί δεν εμφανίζονται μόνον ανθρωπομορφικοί, αλλά «ανθρώπινοι» στο έπακρο. Βέβαια, διαφέρουν από τους ανθρώπους, και επειδή είναι αθάνατοι και επειδή διαθέτουν υπεράνθρωπες δυνάμεις, όπως – για παράδειγμα – ο Δίας εξαπολύει την αστραπή, ο δε Ποσειδώνας την καταιγίδα. Γενικότερα μπορούν να μετακινούνται στο άπειρο και να μεταμορφώνουν τους ανθρώπους, άλλους να τους γερνούν κι άλλους να τους διατηρούν σε μία διαρκή νεότητα και αναλλοίωτη ομορφιά. Επίσης, έχουν μια ικανότητα ακόμη πιο παράξενη: μπορούν, επεμβαίνοντας, να εμπνεύσουν σ’ έναν άνθρωπο μία ιδέα, μία επιθυμία, μία ξαφνική κι απρόβλεπτη αντίδραση, μπορούν να του εμβάλουν το θάρρος ή τη δειλία. Γενικά, οι θεοί αναμειγνύονται σε όλα τα ανθρώπινα γεγονότα. Γι’ αυτό ο «ομηρικός άνθρωπος» φοβάται πάντοτε μήπως κάποιος θεός – είτε ένας συγκεκριμένος θεός είτε γενικότερα ο δαίμων [η ιδέα του θεού] – είναι παρών και παρέμβει εναντίον του. Έτσι, λοιπόν, οι άνθρωποι συναισθάνονται και πιστεύουν, μέσα σ’ έναν κόσμο όπου η επέμβαση του θεϊκού στοιχείου είναι αδιαμφισβήτητη, ότι οι θεοί επωμίζονται το ανεξήγητο.
Το σίγουρο είναι ότι δεν είναι δυνατόν να αναφερθούμε στον «επικό κόσμο», χωρίς να λάβουμε υπόψη αυτούς τους θεούς, οι οποίοι διαδραματίζουν σταθερά ένα ρόλο μέσα σ’ αυτό τον κόσμο. Το συναίσθημα της ύπαρξης των θεών εμπνέει στον άνθρωπο, εκτός από τον φόβο, και την εμπιστοσύνη, κι αυτό δίνει στην ανθρώπινη ζωή μια χαρακτηριστική διάσταση, ένα αδιάλειπτο και αναλλοίωτο φως. Κι αυτή ακριβώς η ιδιάζουσα εγγύτητα, που υπάρχει ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους, εξευγενίζει τον άνθρωπο σε σημείο εξαιρετικό, σ’ έναν βαθμό που πολύ σπάνια επιτυγχάνεται στη μεταγενέστερη ποίηση. Για παράδειγμα, ο τραγικός θάνατος του Έκτορα, ύστερ’ από θεϊκή απόφαση, προσλαμβάνει μία αξιοσημείωτη ευγένεια από το γεγονός ότι ο ήρωας αποδέχεται αυτό τον θάνατο και ότι, ενώ ανακαλύπτει ότι είναι δέσμιος της μοίρας, δηλώνει [στον στίχο 304 της ραψωδίας Χ]: μή μαν ἀσπουδί γε καὶ ἀκλειῶς ἀπολοίμην (κι όμως ας μη χαθώ χωρίς ν’ αγωνιστώ και χωρίς να δοξαστώ). Έτσι λοιπόν, ο ρόλος των θεών, μέσα στους ομηρικούς στίχους, είναι αυτός που κάποιες φορές αναδεικνύει το πραγματικό μεγαλείο των ανθρώπων…
Το έπος, τα πρόσωπα του οποίου είναι ήρωες και σχεδόν πάντοτε βασιλιάδες, αντανακλά έναν κόσμο αριστοκρατικό. Η αρετή του ήρωα συνίσταται κυρίως στην ανδρεία. Στην Ιλιάδα η ανδρεία φαίνεται στον πόλεμο, όπου παρακολουθούμε ανδραγαθήματα, επιδόσεις στη δύναμη, στην ταχύτητα και στη γενναιότητα. Ο ομηρικός ήρωας επιδιώκει τη δόξα (το κλέος) και αποφεύγει τη ντροπή που συνδέεται με τη δειλία. Παράλληλα με την πολεμική αρετή, ο Όμηρος υμνεί την αρετή των ορθών αποφάσεων που λαμβάνονται στα πολεμικά συμβούλια. Επίσης, υμνεί τη φιλοξενία, ο θεσμός της οποίας παραμένει ακατάλυτος και μεταβιβάζεται από πατέρα σε γιο. Επομένως, ο πολιτισμός του έπους δεν αγνοούσε τις λεπτότητες μεταξύ των ανθρώπων. Οι ομηρικοί ήρωες, ενώ στο πεδίο της μάχης εκτοξεύουν ύβρεις όχι μόνον στους εχθρούς αλλά και στους συμμάχους, έξω από το πεδίο της μάχης κρατούν πάντοτε τους τύπους, προσφωνούνται με κολακευτικά επίθετα, ακολουθούν τους κανόνες του φαγητού και των θυσιών και δεν κακομεταχειρίζονται τις σκλάβες.
Στην Ιλιάδα συχνά συναντάμε στίχους που υπογραμμίζουν την ευγένεια, την τρυφερότητα και τη γενναιοφροσύνη των κεντρικών ηρώων. Αξιοσημείωτη είναι η περίφημη εκείνη σκηνή της οικογενειακής τρυφερότητας, στη ραψωδία Ζ της Ιλιάδας, όταν ο Έκτωρ αποχαιρετά για πάντα τη γυναίκα του και τον γιο τους. Η Ανδρομάχη κλαίει και ικετεύει τον άντρα της, που είναι το παν για κείνη, να μη ριψοκινδυνεύσει. Ο Έκτωρ απλώνει τρυφερά το χέρι του προς τον μικρό Αστυάνακτα, ο οποίος τον αποστρέφεται κλαίγοντας, επειδή τον φοβίζει η περικεφαλαία του. Ο ήρωας αναγκάζεται να την βγάλει, για ν’ αγκαλιάσει τον γιο του και να τον φιλήσει, παρακαλώντας τους θεούς γι’ αυτόν. Τέλος, τον δίνει και πάλι στη μητέρα του, η οποία τον δέχεται μ’ ένα γέλιο ανάμικτο με κλάμα, γεγονός που κάνει τον οίκτο αυτού που φεύγει να ξεσπάσει. Πραγματικά, δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε κάποια σκηνή πιο απλή, πιο οικεία, πιο τρυφερή και πιο συγκινησιακά φορτισμένη…
Ο κόσμος, λοιπόν, του έπους δίνει την εικόνα ενός πολιτισμού που δεν έχει τίποτα το πρωτόγονο και όπου τα ήθη, τα έθιμα και το ανθρώπινο ιδεώδες φθάνουν σ’ ένα κορυφαίο σημείο. Έτσι, υποδηλώνεται ήδη η αγάπη για την ίδια τη ζωή…
Τα πάντα στους ομηρικούς στίχους παρουσιάζονται όμορφα. Όλα τα αντικείμενα αστράφτουν από μία ξεχωριστή ομορφιά που εκφράζεται με μία ιδιαίτερα δυνατή ποιητική έκφραση. Περιγράφονται θαυμάσια ποτήρια, καλοσφυρηλατημένα όπλα, αριστουργηματικές ασπίδες, λαμπρές περικεφαλαίες, αστραφτερά υφάσματα, επιβλητικά ανάκτορα και πλούσιες κατοικίες με ευρύχωρες αποθήκες, όπου οι προμήθειες του λαδιού μοσχοβολούν, άψογα κατασκευασμένα καράβια που διασχίζουν τις θάλασσες… Αλλά και τα πρόσωπα, θεϊκά ή ανθρώπινα, διακρίνονται για την ξεχωριστή ομορφιά τους. Όλοι οι πολεμιστές είναι ψηλοί, δυνατοί και ωραίοι. Όλες οι γυναίκες πανέμορφες, εντυπωσιακές, με απαλό και λευκό δέρμα. Επομένως, δεν πρέπει να εκπλήσσονται οι αναγνώστες του Ομήρου, όταν διαβάζοντας το έργο του συναντούν συχνά τη χαρακτηριστική φράση ἰσόθεος φὼς (άνδρας όμοιος με θεό). Επίσης, το περιβάλλον, μέσα στο οποίο ζουν αυτοί οι άνθρωποι, είναι υπέροχο, γεμάτο από σπάνιες ομορφιές. Για παράδειγμα, η Ιθάκη περιγράφεται από τον Ποιητή ως ένας χώρος ιδανικός, γεμάτος από σκιερά δάση, τρεχούμενα νερά, μεθυστικές ευωδιές, όπως επίσης πλούσιος σε παραγωγή κρασιού και σιταριού. Αλλά και πέρα από την Ιθάκη, ολόκληρη η φύση, οι στεριές, οι θάλασσες κι ο ουρανός, το σύμπαν δεν είναι υπέροχα; Πόσες φορές, μέσα στους ομηρικούς στίχους, δεν συναντάμε την Αυγή προσωποποιημένη, άλλοτε με ρόδινα δάχτυλα, άλλοτε να φοράει πορφυρό χιτώνα ή να κάθεται σε χρυσό θρόνο (ῥοδοδάκτυλος Ἠώς...). Κανένας άλλος ποιητής δεν έγραψε καλύτερα από τον Όμηρο για τον θόρυβο της καταιγίδας μέσα στο δάσος ή για τα σκιρτήματα των άγριων ζώων πάνω στα βουνά…
Χαρακτηριστικό δείγμα της εκπληκτικής ποιητικής δεινότητας του Ομήρου αποτελεί και ένα απόσπασμα (ραψωδία ε της Οδύσσειας, στίχοι 61 – 75), όπου ο Ποιητής περιγράφει μοναδικά την ομορφιά της φύσης γύρω από τη σπηλιά της Καλυψούς. Το φυσιολατρικό στοιχείο και εδώ είναι ιδιαίτερα έντονο. Παραθέτω το υπέροχο αυτό απόσπασμα σε μετάφραση του Ζησίμου Σιδέρη:
… Κι η Καλυψώ, μ’ ολόχρυση σαΐτα,
στον αργαλειό της ύφαινε και γλυκοτραγουδούσε.
Φούντωνε γύρω στη σπηλιά δροσολουσμένο δάσος
με κυπαρίσσια ευωδιαστά, με πεύκες και με σκλήθρα,
όπου πλατύφτερα πουλιά φωλιάζανε εκεί πάντα,
γεράκια κι ανοιχτόφωνες κουρούνες, βαρδολούπες,
θαλασσοπούλια που αγαπούν τα πέλαγα να σχίζουν.
Κι ολόγυρα στην κουφωτή σπηλιά ήταν απλωμένη
κληματαριά πολύβλαστη, σταφύλια φορτωμένη.
Τέσσερες βρύσες στη σειρά γλυκό νερό αναβρύζαν,
κοντά – κοντά, κι άλλη απ’ αλλού κυλούσε τα νερά της.
Κι ανθούσαν γύρω στη σειρά λιβάδια με γιοφύλλια
και σέλινα, που αν τα ’βλεπε κι αθάνατος ακόμα
θα σάστιζε και μέσα του θα ξάνοιγε η καρδιά του.
Εκεί στεκότανε ο Ερμής και θάμαζε θωρώντας.
Ακόμη, κανένας άλλος ποιητής – σε ολόκληρη την Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας – δεν κατάφερε να μας συναρπάσει όσο ο Όμηρος, με τις μοναδικές παρομοιώσεις που χρησιμοποιεί, προκειμένου να επεκτείνει την αφήγησή του, να την εμπλουτίσει και να της προσδώσει περισσότερη σαφήνεια και μεγαλύτερη ποικιλία. Παρούσα στις περίφημες αυτές παρομοιώσεις (περίπου 200) είναι η φύση, συνήθως αγριεμένη, με θύελλες, τρικυμίες, καταιγίδες και άγρια, επιθετικά ζώα (λιοντάρια και ταύρους), ενώ οι άνθρωποι των παρομοιώσεων δεν είναι βασιλιάδες και ήρωες, αλλά απλοί άνθρωποι στις καθημερινές ασχολίες τους. Παραθέτω μερικά παραδείγματα παρομοιώσεων: 1) Η θεά Αθηνά αλλάζει με μία μόνον κίνηση του χεριού της την πορεία του βέλους που έριξε ο φημισμένος τοξότης Πάνδαρος εναντίον του Μενελάου, όπως μια μητέρα διώχνει με ευκολία μια μύγα μακριά από το παιδί της που κοιμάται. 2) Ο Εύφορβος, ένας από τους πιο γενναίους Τρώες, χτυπημένος από το ακόντιο του Μενελάου πέφτει στο έδαφος, όπως χτυπημένο από μία θύελλα πέφτει ένα δεντράκι ελιάς, που το φρόντιζε όσο μπορούσε ο γεωργός. 3) Ο Διομήδης διαλύει τις φάλαγγες των Τρώων, όπως ο χείμαρρος διαλύει τους φράχτες των χωραφιών και καταστρέφει τις καλλιέργειες. 4) Η λάμψη των όπλων των Αχαιών πολεμιστών που προελαύνουν στην πεδιάδα μοιάζει με πυρκαγιά πάνω στο βουνό, η δε θορυβώδης πορεία τους με το πέταγμα των πουλιών…
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι ο Όμηρος προτιμά να παραθέτει αυτούσια τα λόγια των ηρώων του, παρά να μεταφέρει σε τρίτο πρόσωπο το περιεχόμενό τους. Ας σημειωθεί, λοιπόν, ότι το 44% των στίχων της Ιλιάδας και το 56% των στίχων της Οδύσσειας είναι ευθείς λόγοι. Έτσι, και τα δύο αυτά έπη αποκτούν μεγαλύτερη ζωντάνια και επιτυγχάνεται ο πληρέστερος χαρακτηρισμός των ηρώων. Οι λόγοι, μέσα στους ομηρικούς στίχους, είναι προσευχές, μονόλογοι, απειλές, παραινέσεις, έπαινοι, επιπλήξεις, θρήνοι, ικεσίες και αγγελίες. Και το εκπληκτικό είναι ότι ούτε οι λόγοι ούτε γενικότερα η ομηρική αφήγηση χαρακτηρίζονται από μονοτονία…
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ένα από τα πιο γνωστά αποσπάσματα της Ιλιάδας είναι ο λόγος της Ανδρομάχης προς τον Έκτορα (ραψωδία Ζ, στίχοι 407 - 439). Εδώ η Ανδρομάχη, σύμβολο της συζυγικής Αγάπης, προσπαθεί να πείσει τον αγαπημένο της σύζυγο να μην πολεμήσει, προαισθανόμενη τον θάνατό του… Παραθέτω μερικούς από τους θαυμάσιους αυτούς στίχους σε μετάφραση των Ν. Καζαντζάκη και Ι. Θ. Κακριδή:
Απ’ την ορμή την ίδια σου, άμοιρε, θα βρεις το θάνατό σου
και το μωρό σου δε σπλαχνίζεσαι κι ουδέ τη μαύρη εμένα,
που γρήγορα θα μείνω χήρα σου·…
… Μ’ αν είναι να σε χάσω,
ν’ ανοίξει η γη να μπω καλύτερα χίλιες φορές, τι πια άλλη
δε θα ’χω ζεστασιά, αν μου πέθαινες, τρανούς μονάχα θα ’χω
καημούς· κι ουδέ καν ζουν ο κύρης μου κι η σεβαστή μου η μάνα.
Τον κύρη μου ο Αχιλλέας τον σκότωσεν ο αρχοντογεννημένος, …
… Κι είχα κι εφτά αδερφούς που χαίρομουν στ’ αρχοντικό μας μέσα,
κι όλοι την ίδια μέρα εδιάβηκαν στον Άδη κάτω, τι όλους
τους σκότωσε ο Αχιλλέας…
… Έχτορα, τώρα εσύ πατέρας μου και σεβαστή μου μάνα
κι αδέρφι, εσύ, και λεβεντόκορμος στην κλίνη σύντροφός μου.
Αχ έλα τώρα πια, σπλαχνίσου μας και μείνε εδώ στον πύργο,
μην κάνεις ορφανό το σπλάχνο σου, μην κάνεις χήρα εμένα…
Η πασίγνωστη ρήση Αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων (Πρέπει να είσαι άριστος και να ξεχωρίζεις από τους άλλους) αποτελεί συμβουλή του πατέρα στον γιο του· μια παραίνεση που σχετίζεται άμεσα με το ιδεώδες, προς το οποίο οφείλουν να τείνουν όλοι οι ήρωες… Την περίφημη αυτή ρήση τη συναντάμε 2 φορές στην Ιλιάδα· συγκεκριμένα είναι ο στίχος 208 της ραψωδίας Ζ, όπου ο Τρώας Ιππόλοχος απευθύνεται στον γιο του Γλαύκο, και ο στίχος 784 της ραψωδίας Λ, όπου η ίδια αυτή συμβουλή δίδεται στον Αχιλλέα από τον πατέρα του Πηλέα. Επομένως, στο ύψιστο αυτό ιδεώδες οφείλουν να αποσκοπούν – όπως γίνεται αντιληπτό – οι ήρωες και των δύο αντιπάλων στρατοπέδων, δηλαδή και οι Αχαιοί και οι Τρώες… Αυτή η επιθυμία κι αυτός ο σκοπός για διάκριση διέπουν και τη σκέψη και τη δράση των ηρώων, οι οποίοι ξεκινούν για τη μάχη με την προοπτική ή να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν. Είναι φυσικό, λοιπόν, μέσα σ’ αυτή την επικίνδυνη και κατά τεκμήριο σύντομη ζωή, να ενδιαφέρονται για την τιμή τους, δηλαδή για την υπόληψη που έχουν οι άλλοι γι’ αυτούς. Αυτό το ενδιαφέρον, σε γενικές γραμμές, αποτελεί το περιεχόμενο της εννοίας της αἰδοῦς. Και, βέβαια, αυτό το μεγάλο ενδιαφέρον τους για το τι τελικά θα πει ο κόσμος γι’ αυτούς, δηλαδή για την νέμεσιν, η οποία ακολουθεί κάθε επιλήψιμη πράξη, ρυθμίζει σε μεγάλο βαθμό τις πράξεις τους. Μπορούμε δε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι η αἰδώς και η νέμεσις υποκαθιστούν – σε σημαντικό βαθμό – στη σκέψη των ομηρικών ηρώων την ηθική συνείδηση των νεωτέρων χρόνων…
Οι ομηρικοί στίχοι έχουν γραφεί σε δακτυλικό εξάμετρο μέτρο [«δάκτυλος» ονομάζεται ο μετρικός πόδας που αποτελείται από μία μακρά (-) και δύο βραχείες συλλαβές (υ υ)]. Επομένως, ο κάθε στίχος έχει την μορφή: -υυ/ -υυ/ -υυ/ -υυ/ -υυ/ -υ. Μόνον ο τελευταίος δάκτυλος είναι ελλιπής κατά την τελευταία συλλαβή, γι’ αυτό και ονομάζεται «κολοβός». Συχνά, οι δύο βραχείες συλλαβές αντικαθίστανται από μία μακρά συλλαβή, οπότε έχουμε τον λεγόμενο «σπονδείο» (- -). Γι’ αυτή ακριβώς τη δέσμευση του Ομήρου να γράφει τον κάθε στίχο του σε δακτυλικό εξάμετρο, ο κορυφαίος Γερμανός Φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε έχει γράψει το εξής: «Ο Όμηρος χορεύει δεμένος με αλυσίδες». Μια πραγματικά θαυμάσια ρήση, αφού αυτός ο «χορός» του Ομήρου, αν και εμποδισμένος από πλήθος συμβάσεων, ήταν και θα εξακολουθεί, ες αεί, να είναι μαγευτικός…
Αν αναλογισθεί κανείς και μόνο τη βαθύτατη επίδραση, που δέχθηκαν από τον Όμηρο οι μεταγενέστεροι ποιητές, δεν μπορεί παρά να νοιώσει ένα πραγματικό δέος. Κατά την περίφημη Κλασική Περίοδο της Ελληνικής Αρχαιότητας [5ος αι. π.Χ. – «χρυσούς αιώνας του Περικλέους» –, όπου άκμασαν σε υπέρτατο βαθμό η Ιστοριογραφία (Ηρόδοτος) και η Ποίηση (Τραγωδία και Κωμωδία) και 4ος αι. π.Χ. – «αιώνας του Φιλοσοφικού Στοχασμού» – (Πλάτωνας και Αριστοτέλης), η ομηρική επίδραση, κυρίως στα μεγαλόπνοα έργα των τριών μεγάλων Τραγικών Ποιητών (Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη), υπήρξε τεράστια. Πλείστα ομηρικά πρόσωπα, όπως ο Αγαμέμνων, ο Φιλοκτήτης, ο Αίας, ο Ορέστης, η Εκάβη, η Ελένη, η Ανδρομάχη, η Ιφιγένεια, κ.ά., αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης των Τραγικών Ποιητών για τη συγγραφή των αθάνατων τραγωδιών τους. Αλλά και κατά την μετέπειτα, την τελευταία Περίοδο της Αρχαιοελληνικής Λογοτεχνίας, την Ελληνιστική ή Αλεξανδρινή Εποχή (323 π.Χ. – 30 π.Χ.), όπου παρατηρείται μία «αναγέννηση» της ποίησης, ιδιαίτερα αισθητή ήταν και πάλι η ομηρική επίδραση. Οι σημαντικότατοι εκπρόσωποι της Ελληνιστικής Περιόδου (Καλλίμαχος, Θεόκριτος, Απολλώνιος Ρόδιος) ανάτρεχαν στους παλιούς «δασκάλους» – και κυρίως στον Όμηρο – όχι βέβαια για να τους μιμηθούν τυφλά, αλλά για να βασισθούν στην ποιητική τεχνική τους, προκειμένου να θεμελιώσουν τη δική τους…
Η αξία των 2 ομηρικών επών, τόσο της Ιλιάδας όσο και της Οδύσσειας, είναι κυριολεκτικά ανεκτίμητη. Ο θαυμασμός για τον Όμηρο έχει διατηρηθεί αμείωτος, από την Ελληνική Αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Ο κορυφαίος αυτός Ποιητής όλων των αιώνων εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο έρευνας όχι μόνον των Ελλήνων φιλολόγων αλλά και των απανταχού της γης μελετητών του. Τα Έργο του δεν έπαψε και δεν θα πάψει ποτέ να συγκινεί, να συναρπάζει και να αποτελεί το υπόδειγμα της «Υψίστης Ποιητικής Τέχνης». Και, βέβαια, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα Ομηρικά Έπη έχουν μεταφρασθεί σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, ότι διδάσκονται σε όλα τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια της Ελλάδας – και όχι μόνο – και ότι συγκεντρώνουν την εκτενέστερη βιβλιογραφία συγκριτικά με οποιονδήποτε άλλο ποιητή…
Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια θα μπορούσαν εντελώς επιγραμματικά, με μία μόνο λέξη, να χαρακτηρισθούν ως «Θησαυρός». Κι ένας τέτοιος Θησαυρός, που προσφέρθηκε ως Μέγιστο Δώρο όχι μόνο στους Έλληνες, αλλά σε ολόκληρη την Ανθρωπότητα, δεν πρόκειται ποτέ να χαθεί, όσο υπάρχουν Άνθρωποι, όσο υπάρχει Ανθρώπινος Πολιτισμός!
«Πώς θα ήταν ο κόσμος αν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είχαν εντελώς καταστραφεί, ή είχαν διατηρηθεί μόνο σε αποσπάσματα; Είναι δύσκολο να φανταστούμε μια πιθανή απάντηση στο ερώτημα αυτό…» γράφουν οι P. E. Easterling και B. M. W. Knox στο περίφημο έργο τους «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας» (Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 2006, σ. 70).
Θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτό το κείμενό μου για τον Όμηρο, τον «Ποιητή των Ποιητών», με μία ακόμη άποψη που έχει εκφράσει ο Φρειδερίκος Νίτσε για τον Κορυφαίο Έλληνα Ποιητή: «Μπροστά στον Όμηρο, όλοι θα φαινόμαστε πάντα φτωχοί και μικρότεροι… Κάθε σύγκριση μαζί του θα καταλήγει πάντα υπέρ αυτού… Υπερασπισθείτε την Ελλάδα, διότι σ’ αυτή οφείλομε τα φώτα μας, τις επιστήμες, τις τέχνες και όλες τις αρετές μας…».
Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου.
Βιβλιογραφία:
- Jacqueline de Romilly, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία. Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1988.
- P. E. Easterling – B. M. W. Knox, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 2006.
- Από τις παραδόσεις μου στο μάθημα «Εισαγωγή στην Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας» στους φοιτητές των Τμημάτων Αγγλικής και Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
* Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα