Η προδοσία - Της Χριστιάννας Λούπα
Στεκόμουν και την κοίταζα ώρα πολλή. Ήταν μόνη, παραπονεμένη και θλιβερή στο μπαλκόνι, σα να πονούσε, σα να υπέφερε. Κατέβηκα στο δρόμο. Την είδα και πάλι, στα χέρια Πακιστανών: 5 ευρώ η μικρή, 10 η μεγάλη. Ανεβαίνοντας τη Σταδίου, βλέπω μικρά παιδάκια να την κυματίζουν περήφανα στον αέρα κι ύστερα τους μαθητές, προβληματισμένους, σαν να προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα σε δύο κόσμους, έτοιμους για την παρέλαση κι εκείνη πρώτη και μεγαλόπρεπη μπροστά από κάθε σχολείο. Ύστερα το βλέμμα μου στράφηκε ψηλά και την είδα και πάλι υψωμένη πάνω από το αέτωμα της Βουλής – σχήμα οξύμωρο - και παραδίπλα, στην ταράτσα, ακροβολισμένοι ελεύθεροι σκοπευτές με μαύρες κουκούλες. Ανατρίχιασα! Μα πού βρίσκομαι; Στην Αθήνα, στην Ελλάδα; Όχι, όχι! Μάλλον ζω μέσα σ’ έναν οργουελικό εφιάλτη κι ελπίζω σύντομα να ξυπνήσω.
«Εδώ αρχαία μου θάλασσα
που ξέρεις τι βάσανα τράβηξα
Εδώ θα μου στείλει τ' αγέρι
ένα γράμμα απ' τ' αόρατα μέρη
ο χαμένος ο λόγος, ο πιο ζεστός:
Σεφέρης, Κάλβος, Εμπειρίκος, Σολωμός.»*
Δεν είναι τόσο το κατάντημα της πατρίδας μου που με πονά. Στο κάτω – κάτω όλοι σπρώξαμε την Ελλάδα στον κατήφορο, ο καθένας με τον τρόπο του. Μια χώρα διεφθαρμένη απ’ άκρη σ’ άκρη: πολιτικοί - μαυρογιαλούροι με καταθέσεις στην Ελβετία, επίορκοι δημόσιοι υπάλληλοι, τυφλοί οδηγοί, ανάπηροι που χαίρουν άκρας υγείας, πολύτεκνοι χωρίς παιδιά, εφοριακοί με βίλλες, γιατροί που καταπάτησαν τον όρκο του Ιπποκράτη, δικαστικοί -παραδικαστικοί, αγρότες που «έφαγαν» επιδοτήσεις, πεθαμένοι που παίρνουν συντάξεις και τέλος δεν έχει ο κατάλογος της ντροπής.
Είναι το πλατύ χαμόγελο αυτού του μικρού παιδιού, που προχωρά μπροστά μου και ανεμίζει ρυθμικά τη χάρτινη σημαιούλα του, κοιτάζοντάς την με αγάπη. Είναι αυτό το χαμόγελο που με πληγώνει βαθιά. Τι συμβολίζει άραγε αυτή η μικρή χάρτινη σημαία για το παιδί; Ασφαλώς την Ελλάδα του Φωτός. Την Ελλάδα του Κολοκοτρώνη, του Μακρυγιάννη και των Φιλικών. Την Ελλάδα που ξέρει να παλεύει και να τα βάζει με τα θεριά. Την Ελλάδα που διδάσκεται στο σχολείο. Βουρκώνω. Τι θα γίνει άραγε, όταν αρχίσει να βλέπει και την «άλλη» Ελλάδα; Εκείνη την άθλια και ευτελή, την προδομένη και ρημαγμένη; Θα αρχίσει να απορεί. Και να ρωτά. Και τότε ποιος θα του απαντήσει; Ποιος θα λύσει τις απορίες του; Και ποιος θα είναι αυτός που θα απαιτήσει σεβασμό για την πατρίδα, για τους μεγαλύτερους, για τους θεσμούς;
Ανεβαίνω την Πανεπιστημίου. Προσπερνώ την Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο, τη Βιβλιοθήκη. Τι όμορφα κτίρια! Κρίμα που στέκουν κενά από ιδέες και σοφούς, στοιχειωμένα από την αραχνιασμένη ιστορία του πάλαι ποτέ, κουβαλώντας τα φαντάσματα του Κάλβου, του Κοραή, του Παλαμά, του Σικελιανού, που αναμφίβολα ανάπαυση πουθενά δεν μπορούν να βρουν. Το μάτι μου πέφτει σε μια μικρή χάρτινη σημαία, σκισμένη και χιλιοπατημένη. Σκύβω και τη μαζεύω. Δεν πειράζει. Θα την καθαρίσω, θα την κολλήσω, σαν καινούργια θα γίνει. Θα την αναστήσω και πάλι θα κυματίζει περήφανη.
Και τα λόγια του μεγάλου Σεφέρη, ούτε στιγμή δεν φεύγουν απ’ το μυαλό μου:
«Είμαστε ένας λαός, με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων.
Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη;
Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι;
Δε γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω, γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός.»
Χριστιάννα Λούπα
* Στίχοι του Τάσου Σαμαρτζή από το τραγούδι "Θα βρεθούμε ξανά"
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα