Ο φόβος του Θεού - Του Λευτέρη Τσίλογλου
Η θρησκευτικότητα στην εποχή των παιδικών μας χρόνων ήταν διάχυτη κι έντονη σ’ όλες της δραστηριότητες της μικρής μας κοινωνίας. Ο φόβος για την τιμωρία που μας επιφυλάσσεται, αν εκτραπούμε από το δρόμο της εκκλησίας, ήταν κυρίαρχος και μόνιμος σύντροφος στη σκέψη μας. Καθημερινό βάσανο, αλλά και προστατευτικό πέπλο. Μέτρο σύγκρισης και σημείο αναφοράς της κάθε πράξης μας.
Κάθε σπίτι, παρά τη στενότητα του χώρου, είχε σε μια γωνιά, ψηλά στον τοίχο, τις εικόνες. Πάντα παρούσα η βρεφοκρατούσα Παναγία, κυρίαρχη σε κάθε επίκληση για βοήθεια, αλλά και απάγκιο λιμάνι ελπίδας. Δίπλα της ο κονταροφόρος Άη Γιώργης, που σκοτώνει τον κακό δράκο. Το καντήλι χωρίς διακοπή ήταν αναμμένο για να υπενθυμίζει, με τ’ ασθενικό του φως, την κυριαρχία πάνω μας της υπάρξεως του Θεού. Αυτός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Μπορεί να παρακολουθεί και να καταγράφει κάθε πράξη και σκέψη μας. Συνεχής υπενθύμιση του γεγονότος ότι οι άνθρωποι είναι φθαρτά κι αδύνατα πλάσματα πάνω στη φύση. Ότι η ζωή μας είναι ένα πεπερασμένο πέρασμα προς την αιωνιότητα κι αναλόγως της επίγειας συμπερι-φορά μας θα αμειφθούμε με τα καλά του Παραδείσου ή αντίθετα θα τιμωρηθούμε αιωνίως με τα αποτρόπαια βασανιστήρια της Κόλασης. Στο πυρ το εξώτερον
Όμως μη γίνει καμιά παρεξήγηση. Αυτό δε σήμαινε ότι η ζωή μας ήταν ανθόσπαρτη από αγιοσύνη. Κάθε άλλο. Απλώς σε κάθε ηθική μας παρεκτροπή εισπράτταμε ατάκα κι επιτόπου την επίγεια τιμωρία των τύψεων και του φόβου των μελλοντικών τιμωριών. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ζητούσαμε, μέσω του μυστηρίου της εξομο-λογήσεως, την άφεση των αμαρτημάτων μας. Εκείνη τη στιγμή στον ιερέα ήμασταν, σχεδόν ειλικρινείς, μα πάντα φοβισμένοι.
Η εκκλησία ήταν το κέντρο της ζωής μας. Τόπος κι ευκαιρία συγκεντρώσεως των ανθρώπων. Περιλάμβανε επιβλητικές για τα παιδικά μας μάτια τελετουργίες. όμορ-φους ψαλμούς, το θέαμα της εποχής. Ένα μεγάλο δέλεαρ για τα παιδικά μας μάτια ήταν οι χρυσοποίκιλτες στολές για τα παπαδάκια, οι δευτεραγωνιστικοί ρόλοι τους στη λειτουργία, τα εξαπτέρυγα και όλα τα σχετικά της ορθόδοξης τελετουργίας. Προσωπικά για άγνωστο λόγο ο ρόλος αυτός δεν προσέλκυσε ποτέ την προσοχή μου. Αντίθετα μου άρεσε να στριμώχνομαι δίπλα στον αριστερό ψάλτη και να σιγομουρ-μουρίζω μαζί του τις ψαλμωδίες. Τι όμορφοι ύμνοι!
Ο εκκλησιασμός πολλές φορές ήταν εμμέσως υποχρεωτικός, αφού αρκετές Κυριακές πηγαίναμε συντεταγμένοι όλοι μαζί με το σχολείο. Προσωπικά πήγαινα κι αυθορμή-τως μόνος μου γιατί το ένιωθα και σαν μια κοινωνική εκδήλωση, όπου έχεις την ευ-καιρία να συναντάς και να βλέπεις ανθρώπους ντυμένους με τα «καλά» τους κι όχι με την καθημερινή εργατική φορεσιά τους. Ακόμα πρέπει ν’ ομολογήσω ότι στην εκ-κλησία, έστω λίγο μακριά στον απέναντι γυναικωνίτη, σου δινόταν η σπάνια ευκαιρία να δεις όμορφες υπάρξεις που οι γονείς τους σε άλλες στιγμές τις κράταγαν απόμα-κρες κρυμμένες στο στενό οικογενειακό τους περιβάλλον.
Ήταν οι περίοδοι των νηστειών, η σαρακοστή, οι τελετουργίες της μεγάλης εβδο-μάδας του Πάσχα που, στα παιδικά μου χρόνια, ήταν κι η κυρίαρχη χριστιανική γιορ-τή. Το κατηχητικό που διδασκόμασταν γνώσεις, τραγούδια και συμπεριφορές. Με κάποιο, όχι ρητά διατυπωμένο, τρόπο ήταν κι αυτό υποχρεωτικό. Δεν ήταν αυτά μό-νο. Σε πάμπολλες άλλες ευκαιρίες ο νους κι ο χρόνος μας ήταν προσηλωμένος σε θρησκευτικού χαρακτήρα απασχολήσεις. Ας αναφέρω μερικές τέτοιες περιπτώσεις.
Πρώτον, τα θαύματα ή για να είμαι πιο ακριβής κυρίως τα κατασκευασμένα θαύμα-τα. Έχει σχεδόν ξεχαστεί στη σημερινή πραγματικότητα η συχνή εμφάνιση της Πα-ναγίας, του Χριστού και διαφόρων αγίων στα τζαμλίκια σπιτιών και καταστημάτων. Τότε η είδηση κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα με ζηλευτή ταχύτητα και το πυ-κνό πλήθος συνέρρεε αυθορμήτως να δει το θαύμα και να δοξάσει τ’ όνομα του Κυ-ρίου. Σήμερα βεβαίως γνωρίζω, από εθελούσια ομολογία ενός εκ των δραστών, τον τρόπο που συχνά γινόντανε αυτές οι εικονικές εμφανίσεις. Λίγο χάραγμα του επιθυ-μητού πλαισίου εν είδει πατικούρας πάνω στο τζάμι και στη συνέχεια ενστάλαξη α-μελητέας ποσότητας πετρελαίου ή λαδιού. Η διαφορά θερμοκρασίας ανάμεσα στο εσωτερικό του σπιτιού και το εξωτερικό περιβάλλον έκανε το «θαύμα» του.
Τις περισσότερες φορές αυτές οι εμφανίσεις ερμηνεύονταν από γνώστες και ερμη-νευτές των θεϊκών εντολών σαν οι ύστατες προειδοποιήσεις του Θεού ότι έχουμε ξε-στρατίσει από τον ίσιο δρόμο. Είναι σημάδι ότι πλησιάζει η στιγμή της κρίσης. Οπότε εγγίζει η αμοιβή ή τιμωρία ενώπιον του φοβερού βήματος. Την ίδια ερμηνεία έδωσε ένας γλυκύτατος γέρος θεολόγος στο σεισμό της Αθήνας το 1980. Τότε βιαστικός κι αθυρόστομος τον «έβαλα στη θέση του» λέγοντάς του το «έξυπνο»:
«Καλά, Θεός είναι αυτός ή ο εκδικητής Ζορό;»
Αμέσως δαγκώθηκα γιατί είδα πόσο πληγώθηκε ο καημένος, αλλά η ζημιά είχε γί-νει, και τα λόγια δε γυρίζουν πίσω. Δεν το είπε με κακία ο σεμνός κι αθόρυβος άν-θρωπος, ούτε από υστεροβουλία. Αυτό ήταν το πιστεύω του κι η κυρίαρχη συνήθεια κι έπρεπε να σεβαστώ τα χρόνια του. Ποτέ ο άνθρωπος δεν αποχωρίζεται οριστικά τα ελαττώματά του. Ενδεχομένως, στη πορεία να χάσει τα προτερήματα, αν κάποτε είχε.
Στη συνέχεια αναφέρω τις «ολονυχτίες» που γίνονταν συχνά σε ένα από τα σπίτια της γειτονιάς. Παραμονή μιας γιορτής ή μιας οικογενειακής επετείου. Κανονικά η ολονυχτία έπρεπε να είναι ξαγρύπνια γεμάτη κατάνυξη, αφιερωμένη στον Άγιο με προσευχές κι ανάγνωση σχετικών κειμένων. Στην πράξη όμως ήταν μια ακόμα ευκαι-ρία για κουτσομπολιό κι ανταλλαγή πληροφοριών. Στην ξαγρύπνια υπήρχε προσφορά κάποιου φαγώσιμου κι αυτό αποτελούσε, εκείνα τα χρόνια της στέρησης, κίνητρο συμμετοχής. Αν η επόμενη μέρα ήταν εργάσιμη αυτός που είχε να κάνει μεροκάματο πήγαινε νωρίς και κοιμόταν. Ο περίεργος ή αργόσχολος καθόταν μέχρι το πρωί.
Μια άλλη συχνή θρησκευτική ενασχόληση ήταν τα σημειώματα που έβρισκες συχνά πυκνά κάτω απ’ την πόρτα σου. Τι ήταν αυτά; Χειρόγραφα, τις περισσότερες φορές κακογραμμένα αποσπάσματα από θρησκευτικά κείμενα. Απειλητικού κι εκφοβιστι-κού κυρίως περιεχομένου. Ήταν η εποχή; Ποιος, αλήθεια ήταν ο εμπνευστής αυτής της φάμπρικας;
Πάντως όλα λειτουργούσαν πάνω στο εξής μοτίβο: Φόβισε τον άλλο και θα παρα-μείνει στο μαντρί. Αποσπάσματα από την Αποκάλυψη ή άλλο άγιο βιβλίο, πάντα ό-μως με το υστερόγραφο. «Κάνε δέκα αντίγραφα του κειμένου και μοίρασε τα σε άλλα σπίτια. Αν δεν το κάνεις θα καείς στο πυρ το εξώτερον της κολάσεως»
Στην αρχή από τον αυθόρμητο φόβο που σου προκαλεί η απειλή του άγνωστου ακο-λούθησα τη συμβουλή. Όμως μη νομίζετε ότι ήταν εύκολο να κάνεις δέκα αντίγραφα με το χέρι. Έτσι στη συνέχεια, όταν έπεφταν εγκαίρως στα χέρια μου, τα έτρωγε ο σκουπιδοτενεκές. Έλα όμως που τις περισσότερες φορές έπεφτε στα χέρια της θρη-σκόληπτης γιαγιάς μου, της κόνα- Μαριγώς κι άντε να φέρεις αντίρρηση σε φανατικό όταν επιπλέον αναμένεις από αυτόν κάποιο χαρτζιλίκι. Με το πέρασμα του χρόνου κόπασε αυτή η κοπιαστική κι ενοχλητική συνήθεια.
Μια άλλη ενασχόληση μας που είχε σχέση με τις θρησκευτικές συνήθειες της εποχής ήταν και τούτη. Το Ψυχοσάββατο την αράζαμε στην πόρτα του νεκροταφείου ή σερ-γιανούσαμε στα μονοπάτια του νεκροταφείου, ανάμεσα στους τάφους όπου τότε οι περισσότεροι συγγενείς, που είχαν δικούς τους θαμμένους σ’ αυτό, κάνανε τρισάγιο στον τάφο του ζητώντας συγχώρεση για τα αμαρτήματα του αποθανόντος. Ο παπάς του νεκροταφείου δεν προλάβαινε να πάει από τάφο σε τάφο για να πει την παράκλη-ση και την ευχή, παίρνοντας το αναγκαίο και σχεδόν αναπόφευκτο ρεγάλο. Κάθε οι-κογένεια που είχε νεκρό ετοίμαζε το στολισμένο δίσκο με τα κόλλυβα, ένα νόστιμο και δυσεύρετο σε άλλες περιπτώσεις γλυκό. Πλησίαζες την πενθούσα χήρα κι έλεγες σεμνά
« Να σχωρεθούν τα πεθαμένα σας, κυρία!»
Εκείνη μ’ ένα κουτάλι σου έδινε στη χούφτα μια κουταλιά. Τις πρώτες τις τρώγαμε κατευθείαν, αλλά μετά από πέντε έξη τις αποθηκεύαμε σε πρόχειρα χωνάκια από ε-φημερίδα ή οποιοδήποτε άλλο χαρτί για αργότερα. Στον περίγυρο μας, ευτυχώς, δε υπήρξαν περιπτώσεις δηλητηριάσεων, που σε άλλους χώρους συχνά αναφέρθηκαν.
Μεταξύ μας δεν ανταλλάσαμε κακίες. Η ατμόσφαιρα του νεκροταφείου, τα κλάματα των συγγενών, δεν άφηναν χώρο για τρέλες ή άλλες ακατάλληλες συμπεριφορές. Το μόνο που αποτολμούσαμε ήταν ο μεταξύ μας σχολιασμός για το ποιας χήρας είναι πιο νόστιμα τα κόλλυβα και ποιας τα χειρότερα. Ήτανε μια καλή ευκαιρία να γλυκα-θεί το στοματάκι μας. Κάτι που σήμερα δε το συναντάς. Η σημερινή αφθονία έχει καταργήσει τέτοιου είδους ελλείψεις, αλλά και χαρές!
Άφησα τελευταίο την συμμετοχή μου για δυο σχεδόν χρόνια στη θρησκευτική οργά-νωση της Χριστιανικής αγωγής. Δυο χρόνια στην κρίσιμη εφηβική μου περίοδο, συμ-μετείχα με όλη την απαιτούμενη αφοσίωση στη ζωή των «Χριστιανικών Μαθητικών Ομάδων». Κανείς δεν με υποχρέωσε να κάνω κάτι τέτοιο, ούτε ακόμα μου το πρότει-νε. Πήγα αποκλειστικά με δική μου θέληση και πρωτοβουλία να καταναλώσω το πε-ρίσσευμα της ενεργητικότητας που ένιωθα μέσα μου. Έχω καλές αναμνήσεις και κα-λούς φίλους από αυτή την περίοδο. Την περιπέτεια αυτή της ζωής μου την έχω ιστο-ρίσει σε μια άλλη ευκαιρία κι εδώ δεν θα επανέλθω. Απλώς, μόνο, θέλω να προσθέ-σω δυο παρατηρήσεις.
Πρώτον, εκεί έμαθα να σέβομαι το θρησκευτικό αίσθημα των ανθρώπων και δεύτε-ρον εκεί πρωτοβίωσα την ευτυχία και τον εφησυχασμό που γεύεσαι με την απόλυτη πίστη σε κάτι. Δυστυχώς αυτήν την ευτυχία δεν θα την ξανανιώσω. Μέσα μου επι-κράτησε ο ορθολογισμός και η ανάγκη γι απαντήσεις στο γιατί και το διότι.
Αλλά να σας πω την καθαρή αλήθεια; Από λογική χόρτασα. Χωρίς κιόλας να συνα-ντήσω τις απαντήσεις στα ερωτήματα που με πύκνωναν. Μήπως, λοιπόν, η ανυστε-ρόβουλη πίστη είναι και το μοναδικό μονοπάτι για να συναντήσεις την πολυπόθητη ευτυχία;
Εφιαλτικό, ασφαλώς, ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα