Η εκδίκηση - Του Λευτέρη Τσίλογλου
Έχει πολλαπλώς ειπωθεί ότι «η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο». Η δική μου άποψη είναι ότι η εκδίκηση, με την έννοια της ανταπόδοσης μιας άδικης πράξης, τις περισσότερες φορές εκδηλώνεται πάνω στη βράση των γεγονότων, όταν η λογική και η ψυχραιμία είναι στην μπάντα. Στη περίπτωση αυτή κυρίαρχα είναι τα ένστικτα, η απουσία της λογικής Το αίμα ανεβαίνει στο κεφάλι και η μανία για αντα-πόδοση σβήνει όλα τις άλλες συμπεριφορές.
Όμως υπάρχουν και οι περιπτώσεις που για διάφορους λόγους, η διάθεση για εκ-δίκηση παραμένει ανεκδήλωτη. Είτε για λόγους αδυναμίας πάνω στην εξέλιξη και συγκυρία των γεγονότων, είτε γιατί η άποψη που τελικά κυριαρχεί είναι να υπάρξει η κατάλληλη προετοιμασία ώστε το χτύπημα, που θα γίνει, να είναι καίριο και πολλα-πλάσιο της αφετηριακής αδικίας. Υπερκαλύπτοντας την Ευαγγελική ρήση. Όχι οδό-ντα, αλλά μασέλα αντί οδόντος! Η τελευταία περίπτωση είναι και η πιο ενδιαφέρου-σα γιατί ότι γίνεται σ’ αυτήν πιστεύεται- αλλά μάλλον λαθεμένα- ότι είναι με βάση μόνο την ψυχρή λογική, πάνω σε ένα κατάλληλα προετοιμασμένο σχέδιο. Όμως όπως παντού υπάρχουν και οι αστάθμητοι παράγοντες.
Μια τέτοια περίπτωση θέλω να ανασύρω από μνήμη μου, που συνέβη στα παιδικά μου χρόνια – δεκαετία του ’50 - στην περιοχή του Οξυγόνου στο Βόλο. Δεν ξέρω πως λέγεται τώρα το μέρος, ήταν σε μικρή απόσταση από το θερινό σινεμά Ηλύσια. Στην περιοχή αυτή ζούσε μια οικογένεια χαμηλών τόνων, τυπικά μικροαστική. Ο πατέρας είχε ένα μικρό μαγαζί κι έβγαζε τίμια το ψωμί του, η μάνα ήταν η νοικοκυρά του σπι-τιού, που μεγάλωνε τα δυο παιδιά της και ήταν υπεύθυνη για όλο το νοικοκυριό. Τα παιδιά ήταν στην εφηβική ηλικία, πήγαιναν στο τότε γυμνάσιο και θα ακολουθούσαν την πορεία που διέγραφαν οι συνθήκες της εποχής και οι οικονομικές τους δυνατότη-τες. Το αγόρι, μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών θα μπει στο μα-γαζί να μάθει τη δουλειά και σιγά- σιγά να αντικαταστήσει τον πατέρα, όταν τον πά-ρουν και τα χρόνια. Το κορίτσι να νοικοκυρευτεί δίπλα σ’ ένα τίμιο παιδί του κύκλου τους και να τους δώσει τα εγγόνια που κάθε γονέας περιμένει κι ελπίζει από τα παιδιά του.. Δεν είχαν ακουστεί ποτέ μέχρι τώρα, αφού με την ήρεμη καθημερινή ζωή τους δεν είχαν δώσει ποτέ καμιά αφορμή.
Όμως αλλιώς τα σχεδιάζεις κι αλλιώς οι συγκυρίες φέρνουν τα πράγματα. Το αγόρι στα 15 και το κορίτσι στα 14 χρόνια τους, όταν οι ανησυχίες αρχίζουν να παιδεύουν τους νέους, όταν μέσα στον καθένα γίνεται μια ορμονική επανάσταση, χωρίς ακόμα να ξέρουν το αίτιο αυτής της ανησυχίας που τους κυριεύει. Η ενημέρωση των νέων στα θέματα της σεξουαλικής ζωής ήταν την εποχή εκείνη αρκετά περιορισμένη, με κυρίαρχο το αίσθημα του φόβου για το άγνωστο και συγχρόνως η συνεχής πίεση από τους γονείς για προσοχή κι αυτοσυγκράτηση. Το κορίτσι πρέπει να πάει ανέγγιχτο στον άντρα της γιατί αλλιώς το πήρε κι το σήκωσε. Είμαι σίγουρος ότι οι παλαιότεροι θα έχουν τέτοιες μνήμες και δε θα τις έσβησε το παλιρροϊκό κύμα των αλλαγών που έφεραν τα τελευταία χρόνια κυρίως η τηλεόραση, ισοπεδώνοντας όλες τις ιδιομορφί-ες, τα ήθη και τις ντοπιολαλιές του κάθε τόπου.
Είχαν τις παρέες τους από το σχολείο και τη γειτονιά, όμως σπάνιες υπήρχαν οι ευ-καιρίες για μικτές παρέες, εκτός αν η παρουσία του αδελφού νομιμοποιούσε τη σύγ-χρονη παρουσία του κοριτσιού με τα αγόρια.
Παρά τους κοινωνικούς περιορισμούς, παρά τις αναστολές που επέβαλαν τα ήθη της εποχής, παρά την επιτήρηση της μάνας, μια μέρα το «κακό» έγινε. Το κορίτσι βρέθη-κε μόνο του με το δεκαοκτάρικο γειτονόπουλο και λειτούργησε η ενστικτώδης φύση. Δεν ήταν βιασμός. Θα έλεγα ότι αυτό που έγινε, έγινε με κοινή συναίνεση ή καλύτε-ρα με κοινή άγνοια. Λαμβάνοντας υπόψη την παντελή έλλειψη γνώσης εκ μέρους της κοπέλας θα μπορούσες να πεις ότι ο νεαρός βιάστηκε, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και για πρώτη συνάντηση οδήγησε τα πράγματα στα άκρα. Αυτή δεν είχε προλάβει να καταλάβει τι γίνεται κι αυτός βρέθηκε μέσα της. Μήπως άλλωστε ένιωσε τίποτε από τα θρυλούμενα πάθη που συνοδεύουν αυτές τις πράξεις; Τζίφος ! Μόνο λίγα δευτε-ρόλεπτα πρόλαβε να μπει μέσα της κι αισθάνθηκε αμέσως κάποια υγρά ανάμεσα στα πόδια της. Το μόνο που της είπε ήταν.
- Πρόσεξε κακομοίρα μου μη πεις πουθενά τίποτα ! Εμείς, να ξέρεις, θα τα ξανα-πούμε!
Το κορίτσι όμως, φοβισμένο και γεμάτο ερωτηματικά τα ξέρασε αμέσως όλα στη μάνα της. Εκείνη άρχισε αμέσως να κλαίει και να οδύρεται σπαρακτικά, να τραβάει απελπισμένη τα μαλλιά της και να λέει ανάμεσα στα κλάματα
- Θεέ μου τι να κάνω τώρα ; Εγώ φταίω, εγώ φταίω! Θα με σκοτώσει ο πατέρας σου!
Όλη τη μέρα σκεφτόταν πώς θα το πει στους δικούς της. Δε γινόταν και διαφορετικά. Δεν άντεχε να κρατήσει μόνη το βάρος μιας τέτοιας «ανίερης πράξης». Το απόγευμα έστειλε για καλό και για κακό τη κόρη στην αδελφή της, κάτι που είχε γίνει κι άλλες φορές, εφευρίσκοντας μια ψεύτικη δικαιολογία. Κάθισε στο σαλόνι και τους περίμενε Δεν είχε ούτε το κουράγιο να ετοιμάσει φαγητό. Όταν έκλεισε το μαγαζί και γύρισαν οι άντρες στο σπίτι ανάμεσα στα σπαρακτικά κλάματα της, τους είπε με το νι και με το σίγμα τι είχε συμβεί.
Δεν υπήρξαν υστερίες, ούτε άμεσο κυνηγητό του ενόχου. Μόνο μια απέραντη πίκρα, μια βαθειά στεναχώρια, ένα δυσβάστακτο βάρος που θα το κουβαλούσε η οικογένεια από εδώ και πέρα συνεχώς μέσα της. Ήταν η εποχή με τα ήθη της! Με μια δυσεξήγη-τη ψυχραιμία, άρχισαν να συζητούν και οι τρεις μαζί την απάντησή τους. Εκείνη τη νύχτα κανένας τους δεν έκλεισε μάτι. Στο τέλος ο πατέρας έκλεισε το θέμα με τα ε-ξής λόγια.
- Δε θα πούμε τίποτα στη μικρή. Θα την στείλω στον αδελφό μου στη Θεσσαλονίκη να μάθει ραφτική. Αυτό θα πούμε σε όλους. Στον εγκληματία κουβέντα! Σαν να μην ξέρουμε τίποτα. Άσε να περάσει κάποιος χρόνος και τότε θα έρθει η δική του η ώρα.
Πράγματι την άλλη μέρα ο ρυθμός της ζωής τους δε φάνηκε να αλλάζει καθόλου. Σε όλη τη γειτονιά ανακοινώθηκε το σχέδιο της οικογένειας να κάνουν τη μικρή μο-δίστρα. Η μάνα με μια ανεξήγητη και για την ίδια ψυχραιμία έλεγε αριστερά- δεξιά.
- Τι να το κάνει το σχολείο το κορίτσι; Για γράμματα είμαστε τώρα; Ας μάθει μια τέχνη, να γίνει καλή νοικοκυρά. Να της βρούμε κι ένα καλό παιδί να τελειώνουμε με αυτή την υποχρέωση.
Μετά από λίγες μέρες, γεμάτος αγωνία, εμφανίστηκε στις παρυφές του σπιτιού ο νεα-ρός ζητώντας πληροφορίες. Η μάνα ψύχραιμη του έδωσε την ίδια πληροφορία. Πέ-ρασαν αρκετές μέρες και οι αρχικοί του φόβοι καταλάγιασαν. Η μικρή ήδη από τις πρώτες μέρες είχε αναχωρήσει για τη Θεσσαλονίκη.
- Την πήδηξα είπε από μέσα του. Η μικρή δεν άνοιξε το στόμα της. Ωραία!
Έτσι οι σχέσεις ομαλοποιήθηκαν. Τόσο που κάποια στιγμή, που έλειπαν οι άντρες από το σπίτι, μπήκε μέσα, όπως έκανε παλαιότερα, και έφαγε το κουταλάκι γλυκού με νεραντζάκι, που του πρόσφερε η μάνα. Χαρούλες και χαμόγελα, συζήτηση περί ανέμων και υδάτων καθησύχασαν οριστικά τον νεαρό. Εντάξει!
Ήταν Κυριακή, ένα καλοκαιρινό μεσημέρι. Όλη η οικογένεια στο στρωμένο τραπέζι, έτρωγε το φαγητό της Να σου κι ο νεαρός να περνάει μπροστά από την αυλή Η μάνα τον είδε και χωρίς να χάσει χρόνο τον φωνάζει.
- Έλα μέσα για έναν μεζέ.
- Μα πάω στο δικό μου σπίτι, θα με περιμένουν
-Ένα μεζέ παιδάκι μου. Τόσο ακατάδεκτος είσαι;
Η επιμονή της τον έκανε να ντραπεί. Δε μπορούσε να κάνει το βαρύ πεπόνι. Μπήκε μέσα και με κάποιο δισταγμό κάθισε στην καρέκλα. Αμέσως του προσφέρθηκε ένα ποτήρι κρασί και ένας καλοψημένος κεφτές. Λίγα συνηθισμένα αθώα λόγια έσπασαν λίγο- λίγο τον αρχικό πάγο.
Το αγόρι του είπε κάποια στιγμή.
- Πάμε λίγο μέσα. Αγόρασα κάτι και θέλω και τη γνώμη σου.
Αυτός δίστασε.
-Πρέπει να πάω σπίτι, θα με περιμένουν. Είδε τη διάχυτη αμηχανία, που προκαλού-σε η άρνηση του και ντράπηκε. Μαζί με το αγόρι πέρασε την πόρτα και προχώρησε μέσα στο δωμάτιο.
Αμέσως ένιωσε ότι κάτι δεν πάει καλά. Με αστραπιαίες κινήσεις πίσω του η πόρτα έκλεισε και άκουσε τον ήχο του κλειδιού που γυρνώντας κλείδωνε την πόρτα. Στο δωμάτιο ήταν ξαφνικά όλοι. Δεν πρόλαβε να πει πολλά. Τα στιβαρά χέρια των α-ντρών, κυρίως του πατέρα, τον ακινητοποίησαν και η μάνα με μια πετσέτα, που άρ-παξε από δίπλα, του έκλεισε το στόμα. Λόγια δεν ειπώθηκαν καθόλου, ούτε εξηγή-σεις. Μόνο τα απεγνωσμένα μουγκρητά του και η απέλπιδη προσπάθεια του νέου να ελευθερωθεί. Με συντονισμένες κινήσεις, λες κι είχαν κάνει αμέτρητες προηγούμενες πρόβες, προχώρησαν παρακάτω.
Η μάνα άνοιξε την παγωνιέρα – ακόμη τα σπίτια δεν είχαν ψυγεία – και έβγαλε ένα αγγούρι από μέσα. Χωρίς καμιά κουβέντα, αμίλητη, λες και έκανε κάτι καθημερινό, κάτι το συνηθισμένο, του κατέβασε το παντελόνι. Οι άντρες τον ανάγκασαν να σκύ-ψει, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές του Τότε με μια παθιασμένη δύναμη άρχισε να σπρώχνει το αγγούρι από πίσω του. Τα μουγκρητά του πόνου έφτασαν στο όριο, αλλά αυτοί ασυγκίνητοι συνέχιζαν για να ολοκληρώσουν το έργο τους.
Αλλά δεν υπολόγισαν το αναπάντεχο. Από πίσω άρχισε μια ακατάσχετη αιμορραγία. Το συνειδητοποίησαν όταν τα πράγματα είχαν προχωρήσει. Τότε κατάλαβαν τον κίν-δυνο, ιδιαίτερα όταν ο νεαρός άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του. Δε γινόταν διαφορε-τικά, ο πατέρας είπε να τον πάμε στο νοσοκομείο. Από μια στιγμή και πέρα τα πράγ-ματα τους πήραν από κάτω. Ήρθε η αστυνομία, το σκάνδαλο ξέσπασε σε όλη την έ-κταση του. Οι τοπικές εφημερίδες, μέσα στην ανθρωποφαγική αντίληψη που τις δια-κρίνει, βρήκαν για μέρες πρωτοσέλιδα. Ευτυχώς ακόμα τηλεόραση δεν υπήρχε και οι αθηναϊκές εφημερίδες είχαν περιορισμένο τοπικό αναγνωστικό κοινό. Μια οικογένεια που ποτέ δεν είχε ακουστεί, βρέθηκε, από τη μια στιγμή στην άλλη, ολόκληρη στα κρατητήρια της αστυνομίας και στο στόμα ολόκληρης της πόλης, που στάθηκε διχα-σμένη για το δίκαιο ή άδικο της πράξης τους. Όλες οι λεπτομέρειες της υπόθεσης βγήκαν στη φόρα. Μετά κάποιο χρόνο στη δίκη που έγινε καταδικάστηκαν οι γονείς σε κάποια χρόνια και κλείστηκαν στη φυλακή. Το αγόρι με κοινή συναίνεση όλων προστατεύτηκε και αθωώθηκε.
Ο νεαρός ξεπέρασε το πρόβλημα υγείας, αλλά δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τη γενική θυμηδία της κοινωνίας. Το πραγματικό του όνομα χάθηκε. Όλοι τον αποκαλούσαν:
Ο αγγούρας ! Η πόλη δεν τον σήκωνε πια. Πήρε των ομματιών του και άλλαξε πε-ριβάλλον και πόλη. Χάθηκε μέσα στην ανωνυμία της Αθήνας. Ο πατέρας, με κλονι-σμένη ήδη την υγεία του δεν σήκωσε για πολύ το σκάνδαλο, τον πήρε σύντομα στο τάφο. Το κορίτσι έμεινε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Η μάνα και το αγόρι προσπάθη-σαν να συνεχίσουν εκεί τη ζωή τους, ανοίγοντας το μαγαζί αλλά το τζάμι είχε πια ρα-γίσει.
Δυο οικογένειες καταστράφηκαν, από μια πράξη ενός νέου. Ο θυμός δεν εκδηλώ-θηκε την κατάλληλη στιγμή, καταπιέστηκε, υπόγεια μεγάλωσε, κι όταν ξέσπασε κα-θυστερημένα έγινε ανεξέλεγκτος με τραγικές συνέπειες για τόσους ανθρώπους.
Δεν υπάρχει χώρος για εύκολα συμπεράσματα. Τα ήθη της εποχής! Θυμηθείτε τα εγκλήματα τιμής, που ταλαιπωρούσαν τα παλαιότερα χρόνια τη χώρα μας. Έτσι είναι η ζωή, έχει τις τραγικές της στιγμές και καμιά ευχή ή κατάρα δεν μπορεί να τις καταργήσει.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα