Τελετή έναρξης - Της Δανάης Λεάνη
Θα ήθελα να ήμουν βασιλιάς στα παραμύθια της γιαγιάς ο μαχητής και ο γενναίος…
Και η πένα βουτηγμένη σε μια παράξενη μελάνη λύγισε στην περιγραφή των εξελίξεων, καμπυλώθηκε περίεργα, πεισματάρικα, η άκρη της και αρνήθηκε να σχολιάσει τα γεγονότα…
Εα Εα Ε!!!!!! η γιαγιά μας πέθανε!!!
Έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε………. κάτω οι σημαίες στις λεωφόρους που παρελάσαμε …………..Μας κάναν χάρη που μας ανέχονται …Είμαστε λάθος μέσα στο κεφάλαιο του σάπιου λήμματος…
Όχι, όχι δεν το δέχομαι, δεν είναι αλήθεια και μια σουβλιά διαπερνάει την καρδιά μου.
Ποτισμένη η καλοκαιρινή γη από έναν νοτισμένο καύσωνα, σφαδάζει από την αλήθεια της προδοσίας. Προδότες αυτοί, προδότες και εμείς με τη σιωπή μας και την απαράδεκτη ανοχή μας!!!!!!!!! Οι φόβοι του μεσημεριού, παίρνουν τους δρόμους μεθυσμένοι, για να κρυφτούν στις κλειστές γρίλιες των σφραγισμένων παραθύρων.
Ανάκατα όλα στο μυαλό μου, στο μυαλό του νεοέλληνα, που χειροκροτούσε όλο έπαρση, το 2004,στην τελετή έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων. Για ποιους αγώνες, για ποια Ελλάδα και σκουπίζω τα δάκρυα.
Αν αποσυνδέσεις την Ελλάδα στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι και ένα καράβι.
Ατέλειωτο καυτό καλοκαίρι, βαρύ, καταθλιπτικό σε παραπέμπει στο μίζερο Αμερικάνικο νότο του Τένεσι Ουίλιαμς. Οι ηρωίδες ιδρωμένες δέχονται αγόγγυστα τη μοίρα τους, την καταδίκη τους και αρκούνται σε αναπολήσεις ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Κάτι μου κόβει την αναπνοή ενώ η σκέψη και η καρδιά όπως πάντα ανυπάκουες, πάνε και κάθονται πάνω σε μια στοίβα από τραγούδια και ποιήματα. Κλείνω τα μάτια και βλέπω όμορφες εικόνες, γελαστά πρόσωπα, το γαλάζιο αυτής της μαγευτικής πλανεύτρας θάλασσας, που βρέχει τις ακτές μας και όμοια της δεν υπάρχει πουθενά.
Αγγίζω νοερά λουλούδια, αραδιασμένα σε παρτέρια άσπρα, με πολύχρωμα παντζούρια και ακούω το κάλεσμα της ζωής. Δεν μπορεί να΄ναι αλήθεια, σκέφτομαι και κρατάω τα βλέφαρα κλειστά συνεχίζοντας το ταξίδι μου και ακούω σειρήνες με γνώριμες μουσικές…
Βγαίνει η βαρκούλα, βγαίνει η βαρκούλα του ψαρά. Άκου τι θα πω, ψηλά τα χέρια γιατί τόσο σ’αγαπώ …Τι με κοιτάζεις με αυτά τα μάτια, αυτό που ζήσαμε σκοτάδι και μας πνίγει.
Μας πνίγει και κατευθύνομαι στο παράθυρο. Δυσφορία έντονη σκοτεινιάζει την οπτική μου στο παρόν.
Πρέπει να πάρω ανάσα!
Ένα δάκρυ κύλησε στα χλωμά μάγουλα του κοριτσιού. Και εκείνο ασυναίσθητα έσκυψε, να βρει στο πάτωμα το αστέρι της ευτυχίας που της χάρισε τη νύχτα που πέρασε κάποιος άγγελος.
Όμως χάθηκε σε γκρι φωτογραφίες και τρόμαξε. Είδε πρόσωπα ξύλινα, αγέλαστα, να της κουνούν απειλητικά το δάκτυλο.
Είδε την βίαιη αρπαγή της ελπίδας, τη θάλασσα θολή και άχρωμη να αφρίζει γιομάτη οργή, τους φίλους της να ξεμακραίνουν σε πορεία σκοτεινή.
Τρόμαξε και έψαξε την αγκαλιά της γιαγιάς της για να χωθεί και να της πει το παραμύθι, το παραμύθι της Ελλάδας που είναι λουσμένη με φως μετά το παιχνίδι της με τον ήλιο και μετά να κοιμηθεί αγκαλιά με το όνειρο.
«Μια φορά και έναν καιρό, όταν οι Θεοί είχαν κέφια έφτιαξαν μια χώρα μαγική για να στεγάσουν μελωδίες γιομάτες αξίες και ιδανικά, νότες παιχνιδιάρες που κρύβουν πίσω τους το αβίαστο γέλιο.
Έναν τόπο, όπου το όνειρο αγκαλιάζει την όποια αδυναμία και δε τη μαλώνει, παρά μόνο τη χαϊδεύει απαλά στα μαλλιά. Τη γιγαντώνει σιγά σιγά , τη μεταλλάσσει σε δύναμη απαλά μην τη τρομάξει και της δίνει φτερά να πετάξει»
Για ποια Ελλάδα, για ποια ζωή, για ποια όνειρα. Εγώ το μόνο που βλέπω και ακούω είναι τεράστιες αλυσίδες που βαραίνουν βασανιστικά το σώμα και αφήνουν στο πέρασμά τους έναν ανατριχιαστικό ήχο.
«Σηκωθείτε μωρέ να πολεμήσετε», έλεγε ο Κολοκοτρώνης στους στρατιώτες, μια σταλιά άνθρωπος με λιονταρίσια καρδιά.
«Είστε Έλληνες και στους Έλληνες ακόμα και οι Θεοί ζητούσαν άδεια για να μιλήσουν»
Ξεχάστηκε και αυτός τον έριξαν στον Καιάδα της παγκοσμιοποίησης μαζί με τους υπόλοιπους ήρωες τους’ 40 και κάθε ’40 που αφάνισε τούτον τον τόπο, που πάντα σηκωνόταν και μάλιστα πιο δυνατός.
Και τώρα υποταγή, φωνές πνιγμένες που βγάζουν άχαρες φράσεις, εκνευριστικές δικαιολογίες.
Κλείνω με δύναμη την πόρτα πίσω μου και με χτυπάει εδώ στο νησί ο καυτός λίβας. Το Αιγαίο παραδομένο στη φωτιά της άρνησης και της υποταγής. Πρέπει να βρω τη γιαγιά μου. Είναι δροσερή η αγκαλιά της και γλυκά τα λόγια της. Τα μάτια της γαλάζια με μια αδιόρατη θλίψη αλλά τόση, μα τόση αγάπη. Και ύστερα το μυαλό διαολίζεται.
Λες να’πε και αλλού τα παραμύθια της και να πρόδωσε το μυστικό μας; Πονάει το κεφάλι μου, σφυροκοπήματα πυρώνουν τη σκέψη και την κρίση, θυμός ανταριάζει το σώμα και ένα τραγούδι σφηνώνεται σε συνειδητό και ασυνείδητο!
Να την, την βλέπω να έρχεται από μακριά. Και γίνομαι ξανά το μικρό της κοριτσάκι.
Κάνω άλμα σωτηρίας στην αγκαλιά της και εκείνη αγγίζει τρυφερά το πρόσωπο μου και με αγκαλιάζει σφιχτά.
Βυθίζομαι στη ζεστασιά της ψυχής της. Δεν χρειάζεται να ρωτήσω τίποτα. Δεν πρόδωσε το μυστικό μας. Αυτό το γαλάζιο των ματιών της, θάλασσα ήρεμη, ταξιδιάρικη, γαλήνια, φιλόξενη.
Νοιώθω το πέταγμα των αγγέλων δίπλα μου και ετοιμάζομαι για το ταξίδι στο όνειρο.
Είμαι ευτυχισμένη. Χτίζω το δικό μου παραμύθι.
«Δεν έπρεπε να μ’αφήσεις» της λέω με παράπονο και κλείνω αβίαστα τα μάτια για να με οδηγήσει στη μαγεία.
Σκύβει από πάνω και μου ψιθυρίζει λόγια σιγουριάς και λατρείας και εγώ λογχίζω όλους μου τους εφιάλτες.
Όλα είναι όπως πριν. Και αν νοιώσω απειλή, εκείνη θα με αγγίξει και θα γυρίσω πλευρό. Δύναμη και αισιοδοξία τα παραμύθια της γιαγιάς.
Τι θα γίνει μετά δεν ξέρω, αλλά εγώ βρήκα τον τρόπο να αντλώ δύναμη και ας το θεωρήσουν κάποιοι γελοίο.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα