Αγαπητοί φίλοι, Μπορείτε να στέλνετε τα κείμενά σας στο palmografos@gmail.com - Δωρεάν δημοσίευση Αγγελιών στο palmografos@gmail.com

Κατάθεση ψυχής... - Της Γιόλας Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου*

Αρχική | Τέχνες - Επιστήμες | Πεζογραφία | Κατάθεση ψυχής... - Της Γιόλας Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου*

…Λόγια – ανάσες, που δεν μπορούσε να κρατά πια μέσα της, γιατί την έπνιγαν, γιατί θα πέθαινε… Πόσο μπορεί να κρατηθεί κάποιος στη ζωή, κρατώντας την αναπνοή του; Ανάσα ζωής κι εκείνος ο ασυγκράτητος μονόλογός της… Ένας μονόλογος σαν καταρράχτης ορμητικός… Λόγια, που έρεαν από τα χείλη της, σαν τα καθάρια νερά ενός ορμητικού χείμαρρου…

«Συγχώρεσέ με που κλαίω, μα δεν μπορώ να συγκρατήσω πια τα δάκρυά μου… Άλλωστε, πίστεψέ με, είναι δάκρυα Χαράς, Ευτυχίας, Ευγνωμοσύνης… Συγχώρεσέ με, που δεν έπαψα ούτε για μια στιγμή να Σ’ Αγαπώ… Συγχώρεσέ με, που Σ’ Αγαπάω ακόμη και που Σου το λέω, εδώ, τώρα, αυτή την ιερή Στιγμή, μη μπορώντας να το κρατήσω πια μέσα μου…

Όλ’ αυτά τα ατελείωτα χρόνια, που μεσολάβησαν από κείνο το μοιραίο βράδυ του Μάη μέχρι τώρα, που Σ’ έχω εδώ, δίπλα μου, βασανίζομαι αβάσταχτα, όχι τόσο επειδή χωρίσαμε – αν τελικά χωρίσαμε – , όσο γιατί δεν μπορώ να Σου εκφράζω πια αυτή την Αγάπη, που στη δική μου ψυχή δεν έσβησε και δεν χάθηκε ούτε για μια στιγμή… Αντίθετα, μεγάλωνε, δυνάμωνε, κάθε ώρα, κάθε μέρα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο, ολοένα και περισσότερο… Κι όσο αυτή η Αγάπη μεγάλωνε, τόσο Εσύ χανόσουν… Κι όσο Εσύ χανόσουν και η βεβαιότητα γι’ αυτόν τον παράλογο, παράξενο κι ανεξήγητο χωρισμό μ’ έκανε κομμάτια…, τόσο αυτή η Αγάπη θέριευε μέσα μου… Θύελλα η απελπισία μου, καταιγίδα ο Έρωτάς μου, μια κοσμοχαλασιά δίχως τέλος, μέσα σ’ ολόκληρο το είναι μου… Και η ψυχή μου, ένα τόσο δα πούπουλο, που δεν το παρέσυρε τελικά ο άνεμος… Ένα μικρό κλαράκι, που δεν το λύγισε η θεομηνία… Ένα λουλουδάκι που δεν μαράθηκε, κι ας μην το πότιζε πια το καθάριο νεράκι της δικής Σου Αγάπης… Πέρασα νύχτες αξημέρωτες, ατελείωτες, βασανιστικές, προσπαθώντας, με όλες τις δυνάμεις του νου μου, να ερμηνεύσω την ανερμήνευτη αιτία της απομάκρυνσής Σου, αποζητώντας ν’ απαντήσω στο πιο καυτό, το πιο μεγάλο και το πιο βασανιστικό ερώτημα ολόκληρης της ζωής μου: “Γιατί έφυγες;”…

Αλλά πέρα και πάνω απ’ ο,τιδήποτε άλλο, ζούσα για να Σ’ Αγαπάω, για να περιμένω ν’ ακούσω, κάποια μέρα, τη φωνή Σου, τα λόγια Σου, το γέλιο Σου… Ζούσα λαχταρώντας να έρθει αυτή η Μεγάλη Στιγμή που θα Σε ξανάβλεπα…Έτσι επέζησα, περιμένοντας να Σε ξαναδώ… Και Σε ξαναείδα, Ψυχή μου, Σήμερα…Και τώρα, αυτή την άγια ώρα, είμαι εδώ, δίπλα Σου, και Σου μιλάω και Σε κοιτάζω, κι αυτή η γλυκύτατη αύρα, που έρχεται μέσ’ από τις χρυσές θάλασσες του βλέμματός Σου, δροσίζει την πυρακτωμένη μου ύπαρξη… Συγχώρεσέ με που κλαίω… Στο ξαναλέω πως είναι από Χαρά, από Λατρεία, από Ευτυχία, από Ευγνωμοσύνη…, κυρίως από Ευγνωμοσύνη…

Σ’ Ευγνωμονώ για όλα όσα μ’ έκανες να νοιώσω… Για το Πάθος, τον Έρωτα, τη Συγκίνηση, την Τρυφερότητα και για τόσα άλλα αισθήματα, που το πραγματικό και το βαθύτερο νόημά τους μόνον Εσύ μου έμαθες… Σ’ Ευγνωμονώ, επειδή Εσύ – και μόνον Εσύ – με ταξίδεψες σ’ εκείνες τις χώρες, που δεν υπάρχουν στους χάρτες, σ’ εκείνα τα μέρη που ούτε στα όνειρά μου είχα ποτέ γνωρίσει, σ’ εκείνα τα μονοπάτια, που κανένας άλλος δεν έχει κι ούτε πρόκειται ποτέ να διαβεί… Σ’ Ευγνωμονώ για το μεγάλο, το μοναδικό, το δικό Σου “Σ’ Αγαπώ”, που μ’ έστεψε βασίλισσα του Κόσμου, που μ’ ανέβασε στην απάτητη κορυφή του αστραφτερού μας Ολύμπου, που μ’ έκανε να αισθάνομαι πως έγινα Θεά Κυρίαρχη, Γυναίκα Τρισευτυχισμένη… Σ’ Ευγνωμονώ που Εσύ ήσουν η αιτία να κατεβούν τα αστέρια από τον Ουρανό και να συνωστισθούν έξω από το παράθυρό μου, εκείνο το μαγικό βράδυ, στη Μεγαλόνησο, όταν Σε πρωτογνώρισα… Έκλαιγα και τότε, όπως τώρα, από Έρωτα, από Μαγεία, από Έκσταση… Ήμουν σίγουρη πως, αν άνοιγα εκείνο το παράθυρο του πούλμαν που μας έφερνε στο ξενοδοχείο μας, στα Χανιά, ύστερ’ από μιαν απογευματινή μας εκδρομή, σίγουρα θα μπορούσα να πάρω στις χούφτες μερικά αστέρια, κι έπειτα να τρέξω, να Σε βρω και να Σου τα χαρίσω… Σ’ Ευγνωμονώ που, και πάλι Εσύ, έφερες την Πανσέληνο του Αυγούστου δίπλα μου, εκείνη τη Νύχτα, στην Ύδρα, όταν – στη βεράντα της Βασιλικής – Σου έγραφα σελίδες αμέτρητες, περιμένοντας τον επικείμενο ερχομό Σου… Ποτέ, μέχρι τότε, δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα ήταν δυνατόν να πλησιάσω τόσο πολύ το φεγγάρι… Αν εκείνη την Αυγουστιάτικη Νύχτα είχα σηκωθεί από το κάθισμά μου κι είχα ανεβεί στο λόφο, δίπλα στο σπίτι της φίλης μου, είμαι απόλυτα βέβαιη πως θα το άγγιζα εκείνο το ολόγιομο φεγγάρι και μετά θα μάζευα απ’ αυτό όσο περισσότερο χρυσάφι θα μπορούσαν να χωρέσουν οι παλάμες μου, για να Σου το δώριζα, όταν σε λίγες μέρες θα ερχόσουν…

Εσύ μ’ έκανες να τα βιώσω όλ’ αυτά… Εσύ μου πρόσφερες απλόχερα το Σύμπαν, τα Αστέρια, το Φεγγάρι και τον Ήλιο, ακόμα κι όταν ήσουν μακριά μου… Έτσι απλά, έστω και μ’ ένα τηλεφώνημά Σου, με μια Σου λέξη, με μια Σου ανάσα, μ’ έναν Σου ψιθυρισμό… Κι όταν συναντιόμασταν και ήμουν πλάι Σου, τότε ανατρέπονταν τα πάντα, ο ουρανός χαμήλωνε κι εμείς τον περπατούσαμε, και η λάμψη του ονείρου έμοιαζε με σκοτεινιά μπροστά στον εκτυφλωτικό Ήλιο της δικής μας πραγματικότητας… Εσύ μου τα πρόσφερες όλ’ αυτά… Μόνον Εσύ… Γι’ αυτό Σ’ Ευγνωμονώ… Και θα Σ’ Ευγνωμονώ, όσο θα ζω… Γι’ αυτό θα Σ’ Ευγνωμονεί η ψυχή μου και πέρα απ’ αυτή τη ζωή κι ακόμα πιο πέρα από τα έσχατα όρια της Αιωνιότητας…».

 

Ο μονόλογος αυτός τελείωνε εδώ, μ’ αυτά τα λόγια, όχι επειδή η Άλντα είχε πια εξαντλήσει όλα εκείνα που ήθελε να του πει – λόγια που δεν θα τελείωναν, ακόμη κι αν είχε στη διάθεσή της ώρες ατελείωτες – , αλλά επειδή αυτό το τέλος τής το επέβαλε ο χρόνος, που εκείνη την ημέρα κυλούσε τόσο γρήγορα… Μόνον τα δάκρυά της δεν κατάφερε να σταματήσει…

Ο Στάθης, ωχρός, αμήχανος, αμίλητος, την κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα που της κραύγαζε, με τον πιο άμεσο, όμορφο και τρυφερό τρόπο, και τη δική του Αγάπη και τη δική του Συγκίνηση και τη δική του Ευγνωμοσύνη… Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του, αναστέναξε, έσφιξε ακόμα περισσότερο το παγωμένο χεράκι της μέσα στη ζεστή παλάμη του και της ψιθύρισε: «Τα μάτια Σου…».

Και η Άλντα, μέσ’ απ’ αυτές τις τρεις λέξεις, και κυρίως από τον τρόπο, με τον οποίο τις εξέφρασε, άκουσε αυτό που ήθελε, που διψούσε, που ποθούσε, όλ’ αυτά τα χρόνια… Ο Στάθης τής ψιθύρισε: «Τα μάτια Σου…», κι εκείνη άκουσε το «Σ’ Αγαπώ…» του κι έσβησε από Ευτυχία…

Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου (απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Δεν είναι δυνατόν» [Βιβλιοπωλείο Καρδαμίτσα, Αθήνα 2005]).

* Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 





Πρόσθεσέτο στο Facebook Πρόσθεσέτο στο Twitter

"Ο Πόλεμος": Μία αναφορά στο έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου - Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη*

11 Οκτωβρίου 2019, 23:43
Έχοντας ακόμη καλά κλεισμένο στο δισάκι της μνήμης το νόημα και τις μορφές των ...

Λογοτεχνία: Γιώργου Θεοτοκά, "Ελεύθερο Πνεύμα"

01 Οκτωβρίου 2019, 22:47
Αποσπάσματα από ένα πολύτιμο βιβλίο που γράφτηκε 90 χρόνια πριν -ακόμα ψάχνουμε να βρούμε ...

Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας στον Νίκο Χρυσό

23 Μαϊου 2019, 23:18
Στον Νίκο Χρυσό και το μυθιστόρημά του «Καινούργια μέρα» (Καστανιώτης, 2018) απονεμήθηκε το Βραβείο ...


Σχολιάστε το άρθρο:



συνολικά: | προβολή:

Newsletter
Email:
Λέξεις κλειδιά
Αξιολογήστε αυτο το άρθρο
0