Η ζωή είναι σκληρή - Διήγημα του Λευτέρη Τσίλογλου
1. Το κουσέλι
Οι άνδρες και τα μεγάλα παιδιά έφευγαν νωρίς για το μεροκάματο. Η γειτονιά ά-δειαζε σχεδόν. Τα μικρά παίρνανε τις θέσεις τους στην αλάνα για το πρωινό διπλό. Ήταν καλοκαίρι και τα σχολεία κλειστά. Τότε και μόνο τότε οι γυναίκες είχαν τη δική τους ευκαιρία για ένα σύντομο διάλλειμα.
Να πούνε τα δικά τους, ν’ ανταλλάξουν πληροφορίες, να κουτσομπολέψουν τους απόντες, να κάνουν λίγο κουσέλι. Ήταν το «καφενείο των γυναικών». Το καφενείο δίπλα ήταν ακόμα για τους άνδρες και ζωντάνευε μόνο κατά το σούρουπο όταν αυτοί γύριζαν από τις δουλειές τους. Για τις γυναίκες ήταν εκ των πραγμάτων ακόμα ένα άβατο.
Λίγες φερτές καρέκλες ή τα βολικά χαμηλά σκαμνάκια, πάντα καφές φρεσκοαλε-σμένος με το σπιτικό χειροκίνητο μύλο. Μικρά φλιτζάνια με το απαραίτητο πιατάκι τους, μόνο τούρκικος, αυτός που σήμερα, από τη διαφήμιση του ‘69 λέμε ελληνικό. Μετά, όταν τον ρουφήξουν ηχηρά και γουλιά- γουλιά, να τα γυρίσουν ανάποδα. Τα φλιτζάνια πάνω στα πιατάκια τους να τ’ αφήσουν να «στεγνώσει» ο ντελβές. Κάποια στιγμή η κυρά Χρυσούλα θα διάβαζε κάποια τυχερά από αυτά. Όποια αυτή - με δική της αυθαίρετη επιλογή - είχε επιλέξει.
Στην πρώτη απόπειρα γκρίνιας ο αποκλεισμός θα ήταν σίγουρος. Κι η κυρά Χρυσούλα ήταν μαστόρισσα στις προβλέψεις. Συζητήσεις με υπονοούμενα, με λέξεις δι-φορούμενες και νοήματα κρυμμένα, ένας κώδικας ζυμωμένος μέσα στην πολύχρονη κοινή συμβίωση τους.
« Καλέ, το πήρατε χαμπάρι τι συνέβη χθες αργά την νύχτα; Στης χήρας το σπίτι;»
« Όχι! Πες μαρή, τι έγινε.»
« Έμπασε από το πανάθυρο τον Μαύρο και της τον ήκατσε»
« Ιβί-ιβί λολάδες. Καλά το είδες με τα ίδια σου τα μάτια μαρή αετομάτα; Ή το πετάς έτσι για να κάνεις την ξύπνια. Ξαγρύπνια είχες αλλοπαρμένη ψες;»
«Σας το ορκίζομαι στα ματάκια μου, καλέ. Να μην ξημερώσω αύριο. Δεν είχα ύπνο και τον πήρε το μάτι μου μέσα απ’ την κουρτίνα»
« Στημένη την είχες! Ας τις ψεύτικες δικαιολογίες. Εμένα από την κούραση ψες, λες και με πλάκωσε το πάπλωμα. Δεν πήρα χαμπάρι Χριστό»
- Α! τη σαλή! Αποτρελάθηκε τελείως. Από τότε που έχασε τον άνδρα της, της άνοι-ξε καλά η όρεξη. Ποιος, άραγε, της έδωσε το καλό ορεκτικό πρώτος; Προσέξτε γιατί θα πάρει αμπάριζα όλους τους άνδρες μας.
Πετάχτηκε η τρίτη.
« Μωρέ κορίτσια να σας πω λίγο την αμαρτία μου; Έχει και τα καλά του το ζήτημα. Μην μου πείτε; Τον είδατε τελευταία τον Μαύρο;»
Τον λέγανε Μαύρο γιατί ήταν ηλιοκαμένος και χιλιοδαρμένος στη θάλασσα. Πελώ-ριος, με δασύτριχο στήθος, με ανοιχτό πουκάμισο χειμώνα- καλοκαίρι με δυνατά μπράτσα ικανά να στύψουν ακόμα και το σίδηρο. Καμιά μέχρι τώρα δεν είχε κατορ-θώσει να τον βάλει στο βρακί της. Παρέμεινε λεύτερο πουλί, αλλά δοκίμαζε τον καρπό από πολλά δένδρα, χωρίς συνέπειες και μόνιμες υποχρεώσεις. Τουλάχιστον μέχρι τώρα την είχε βγάλει καθαρή. Όταν ο καιρός το επέτρεπε έβγαινε μόνος στην ανοιχτή θάλασσα κι έριχνε τα δίχτυα του. Τις ψαριές του τις πουλούσε στη γειτονιά κι αυτό ήταν το μόνο του εισόδημα. Δεν είχε άλλωστε ιδιαίτερες καταναλωτικές ανά-γκες. Ζούσε λιτά, όπως και όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της συνοικίας.
Δεν είχε πολλά πάρε-δώσε με τους άλλους άνδρες, ίσως γιατί φοβόταν μη διαβά-σουν στα μάτια τις ενοχές του. Δεν εμφανιζόταν στο καφενείο όπου μαζεύονταν όλοι οι άλλοι. Στο απόμερο καλύβι του ο μοναχικός ψαράς είχε το βαρελάκι με το κοκκινέλι και μόνος κατέβαζε τα ποτηράκια του. Συχνά δεχόταν στο κρυφό κι αμίλητο κάποιες νοικοκυρές που τον φιλεύανε μ’ ένα πιάτο σπιτικό φαγητό. Μερικές φορές το αντίτιμο της αξίας του το πλήρωνε σε είδος. Τις άλλες, ξηρά τροφή, όπως έκανε στο στρατό παλιότερα.
« Αλήθεια ζηλεύω, καλέ, και λίγο. Πώς να ’ναι, αλήθεια, η μαλαπέρδα του. Βρε σεις, τη δοκίμασε καμιά σας να μας πει;»
« Καλά δεν ντρέπεσαι που ρωτάς, κυρά μου; Είναι δυνατόν καλέ γειτόνισσα να πατήσω το στεφάνι μου;»
« Όχι, εσύ δεν το πατάς. Εσύ πηδάς από πάνω του!»
«Τι λόγια είναι αυτά, μωρή Φρόσω; Πώς τολμάς και λες τέτοια λόγια; Ζητάς μου φαίνεται ευκαιρία να σε ξεμαλλιάσω»
«Ναι, γκαβή είμαι νομίζεις. Δεν σ’ είδα, μαρή τις προάλλες να σ’ έχει στριμώξει ο ψιλικατζής, ο Γιακουμής, πίσω απ’ τον πάγκο και να στον φοράει, στα όρθια!»
«Γιατί εσύ, Λούλα μου, πας πίσω με τον παγοπώλη! Έχει ρέψει ο κακομοίρης! Θα τον ρουφήξεις όλον τελικά».
Επενέβη τότε ο φυσικός ηγέτης της παρέας, η Χρύσα η φλιτζανού.
« Βγάλτε το σκασμό όλες σας! Μωρέ συφοριασμένες θα μαλώνουμε και μεταξύ μας; Όλες λίγο- πολύ την έχουμε κάνει κάποτε την κουτσουκέλα μας. Δεν χρειάζεται να το κάνουμε και βούκινο. Να βγάλουμε τ’ άπλυτα μας στο μεϊντάνι. Μόνες μας, βρε ξεμυαλισμένες θα ξορίσουμε τα μάτια μας; Στεφανωμένες γυναίκες είμαστε, έ-χουμε και παιδιά. Θέλετε να μάθουν κι αυτά τι κουμάσια είστε;
Απόλυτη και με αυστηρότητα έκλεισε το θέμα
«Εντάξει καμιά φορά θέλουμε λίγο αλατάκι στο φαγί. Η κάθε μια ας κάνει κουμάντο στο βρακί της κι ό,τι κάνει η δεξιά να μην το μαθαίνει η αριστερά της. Αλλά ως εδώ και μη παρέκει! Τα στόματα κλειστά, ραμμένα και τάφος. Μη σας ξανακούσω ν’ αρ-πάζεστε γι’ αυτά τα θέματα!»
« Έχεις δίκαιο, μαρή Χρύσα, αλλά θα γούσταρα πολύ να με βάλει ο Μαύρος κάτω και να μ’ αναστενάξει. Έτσι για μια μόνο φορά, να μου φύγει και το απωθημένο»
Πετάχτηκε η άλλη
«Τον βλέπω συχνά στο καρνάγιο. Αν τον πετύχεις εκεί όρμα του. Άκου, αυτός είναι τάφος. Δεν τον συμφέρει να βγουν στη φόρα τα ξωκύλια του. Θα τον κυνηγάει τότε ο μισός αρσενικός πληθυσμός της γειτονιάς».
« Κοιτάξτε να δείτε, έκλεισε το θέμα η Χρύσα. Οι άνδρες μας είναι καλοί και ικανοί οικογενειάρχες. Όλη τη μέρα δίνουν τα σκώτια τους να μας φέρουν το ψωμί για τα παιδιά μας. Το βράδι γυρίζουν σπίτι πτώματα και είναι φυσικό να θέλουν να ξεκου-ράσουν το κορμάκι τους, να πάρουν μια ανάσα για το αυριανό μεροκάματο. Εσείς άλλα ονειρεύεστε κι επιθυμείτε, αλλά σκεφτείτε μωρέ τι πετεινάρια ήταν όταν τους στεφανωθήκαμε. Ας ξεκουραστούν λίγες μέρες, ας τους μπουκώσουμε λίγο καρύδι και μέλι και τότε θα μάθετε από μέσα κι απ’ έξω πόσα απίδια έχει ο σάκος».
Όλες σιώπησαν για λίγο, δίνοντας από μέσα τους δίκαιο στη Χρύσα. Άλλωστε αγα-πούσαν τους άνδρες τους. Ήταν οι πατεράδες των παιδιών τους.
Ακολούθησε το διάβασμα στο φλιτζάνι. Σήμερα η Χρύσα ήταν συνοφρυωμένη. Τα έβλεπε όλα μαύρα κι άραχνα.
« Κακομοίρες μου, κακά μαντάτα βλέπω στο δρόμο μας! Όλοι οι δρόμοι είναι κλει-στοί. Σύννεφα κατάμαυρα στον ουρανό. Μαζευτείτε και προσέχετε. Να φωνάξουμε το παπά Εφραίμ να κάνει ένα ευχέλαιο στη γειτονιά. Δε τα βλέπω καλά τα πράματα!»
2. Η ανησυχία
Όταν αργά τ’ απόγευμα γύρισαν στα σπίτια οι άνδρες ήταν αναστατωμένοι. Ρίξανε βιαστικά λίγο νερό στο πρόσωπο και ντουγρού για το καφενείο.
«Έχουμε να συζητήσουμε, κυρά, πράμα. Η δουλειά δε φτουράει πια και μάλλον θ’ έχουμε περιπέτειες. Οδεύουμε για απολύσεις! Έχει να πέσει, τότε, λόρδα, κακομοίρα μου, να φάνε κι οι κότες. Ετοιμάσου, γιατί έρχεται πείνα».
Όλοι, σχεδόν, στη γειτονιά βγάζανε το ψωμί τους από το κοντινό εργοστάσιο. Τού-βλα, κεραμίδια κι όλων των ειδών διακοσμητικά από πηλό. Η απορρόφηση των προ-ϊόντων, εδώ και μήνες, έπεσε σημαντικά και το στοκ των έτοιμων προϊόντων έγινε ένας τεράστιος σωρός. Γέμισε η αποθήκη και τώρα τα στοιβάζουν στην αυλή. Θα χρειαστεί σίγουρα κάμποσος χρόνος να πουληθούν τα έτοιμα προϊόντα και δε χρειά-ζεται νέα παραγωγή για ένα διάστημα.
Οι απολύσεις είναι προ των πυλών. Άρχισαν να μυρίζουν ότι το μέλλον είναι σκο-τεινό. Το ζήτημα σήκωνε συζήτηση κι ο φυσικός χώρος για κάτι τέτοιο ήταν το κα-φενείο. Εκεί που πριν το βραδινό φαγητό κατέβασαν το εικοσπενταράκι τσίπουρο με λίγο μεζεδάκι. Το καφενείο ήταν ο χώρος να ανταλλάξουν καημούς και να μαλώνουν μεταξύ τους, λίγο πριν γυρίσουν σπίτι.
Σήμερα όμως τα πράματα ήταν διαφορετικά. Έπρεπε να ανοίξει το θέμα, να βά-λουν τα πράγματα κάτω, να δούνε τι θα κάνουν. Το εργοστάσιο ήταν η μοναδική σχεδόν πηγή εισοδημάτων που τους εξασφάλιζε τα στοιχειώδη στην μεγάλη πλειο-ψηφία των οικογενειών της γειτονιάς. Το ερώτημα κρεμιόταν, σαν δαμόκλεια σπάθη, πάνω απ’ το κεφάλι τους.
« Τι κάνουμε τώρα, καρντάσηδες;»
Ακουστήκαν όλες οι απόψεις. Ο καθένας σε αυτές τις περιπτώσεις θέλει να μιλήσει, να πει το μακρύ και το κοντό του, να δείξει και την παρουσία του στο χώρο. Ο καθέ-νας νομίζει ότι είναι πιο έξυπνος από τους άλλους και η άποψή του είναι η λύση.
« Να κάνουμε απεργία».
« Να κάνουμε κατάληψη στο εργοστάσιο».
« Μου λες, ρε έξυπνε, και πώς θα ζήσουμε τότε τα παιδιά μας, αν το Σάββατο δε πέ-σει το βδομαδιάτικο;»
«Να κόψει το αφεντικό λαιμό του και να μας πληρώσει απ’ τα έτοιμα που έχει στην τράπεζα. Όλα τα λεφτά του από τον ιδρώτα μας βγήκανε;»
« Και γιατί, μωρέ έξυπνε, δεν ανοίγεις εσύ μια δική σου δουλειά, να μην έχεις κα-νέναν πάνω στο κεφάλι σου;»
« Ας είχα την πρώτη σιρμαγιά εγώ και σου ’λεγα τότε!»
«Ναι! Αυτό μόνο σου έλειπε καημένε. Όλα τ’ άλλα τα ’χεις!»
«Τα πράματά είναι πιο σύνθετα απ’ ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνονται»
Είπε ο λιγομίλητος συνήθως Μήτσος.
«Εντάξει, δε λέω, αρκετές περιουσίες είναι βαμμένες με αίμα. Άλλες είναι προϊόντα αρπαγής και απληστίας στα σκοτεινά χρόνια. Άλλες είναι έτοιμες κληρονομιές από τους πατεράδες τους. Όμως δεν είναι μόνον έτσι τα πράγματα! Κάποιοι- πώς να το κάνουμε- είναι πιο καπάτσοι και πιο έξυπνοι απ’ τους άλλους. Κάποιοι δούλεψαν χρόνια και χρόνια με πείσμα και επιμονή. Άλλοι μπήκαν σε κινδύνους, τόλμησαν, διακινδύνευσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Μερικοί έκαναν για χρόνια το σκατό τους παξιμάδι και εκμεταλλεύτηκαν τις ευκαιρίες που τους δόθηκαν. Τα μεγάλα καράβια είναι που αντέχουν και στις μεγάλες φουρτούνες. Τα λόγια εύκολα λέγονται, αλλά τα λόγια από μόνα τους τα παίρνει το πρώτο αεράκι. Τα λόγια δεν γεμίζουν τ’ άδεια στο-μάχια. Πρέπει να είμαστε προσγειωμένοι, ρεαλιστές και πρακτικοί. Δε θα λύσουμε τώρα εμείς τα μόνιμα προβλήματα της κοινωνίας μας».
Ο Μήτσος πήρε μια ανάσα και συνέχισε:
« Εκείνο που εμάς ενδιαφέρει είναι πως θα εξασφαλίσουμε το ψωμί των οικογενειών μας. Εδώ θέλω ν’ ακούσω απόψεις και προτάσεις απ’ όλους σας. Αφήστε την επανά-σταση σ’ αυτούς που έχουν το χρόνο για τέτοιες πολυτέλειες. Σε μας βασιλιάς κι α-φέντης είναι το καθημερινό μεροκάματο. Δε μας ταιριάζουν ούτε κλάψες, ούτε μεμ-ψιμοιρίες! Αυτές δε λύνουν τα προβλήματα. Εκείνο που χρειάζεται είναι να είμαστε ενωμένοι, προσγειωμένοι και να πατάμε γερά στο χώμα».
«Έχει δίκαιο ο Μήτσος, ρε παιδιά! Έτσι είναι τα πράματα. Εγώ λέω να πάμε στο αφεντικό και να συζητήσουμε, σαν άνθρωποι, το πράμα μαζί του. Να δούμε τι σκέ-φτεται, να του πούμε τους φόβους μας, να μάθουμε τις προθέσεις του. Τόσα χρόνια απ’ αυτόν δεν βγάζουμε το ψωμί μας;»
«Αύριο κιόλας να πάει μια αντιπροσωπεία από μας».
Επενέβη ο άλλος
«Δεν είναι ώρα για παρακαλετά. Η γνώμη μου είναι να του τρίξουμε λίγο τα δόντια. Κι ο άγιος φοβέρα θέλει, παιδιά. Μην νομίζει ότι είμαστε του χεριού του».
« Εντάξει, αλλά αυτά να τα πεις εσύ στ΄ αφεντικό κι εμείς θα σιγοντάρουμε».
3. Η αποκάλυψη
Στις επόμενες δυο μέρες ζήτησαν συνάντηση μαζί του.
« Κι εγώ θέλω να σας πω μερικά πράγματα, παιδιά. Αλλά αυτό θα γίνει μετά το τέ-λος της βάρδιας».
Η απάντηση τους έκοψε τα πόδια. Αυτό δε θα ’ταν για καλό. Φαίνεται θα τους ανα-κοινώσει τις απολύσεις! Στο βραδινό ραντεβού πήγαν με σφιγμένη τη ψυχή.
Όταν βρεθήκαν μπροστά του ήταν γεμάτοι αγωνία. Άρχισε εκείνος να μιλάει
«Τα πράγματα στην επιχείρηση δεν πάνε καθόλου καλά. Φαντάζομαι το έχετε κατα-λάβει. Οι πωλήσεις των προϊόντων μας έχουν μια σημαντική πτώση που φτάνει το 40%. Η παραγωγή των προϊόντων συνεχίστηκε αμείωτη για να μη χάσετε τις δουλειές σας, αλλά ο κόμπος έφτασε πια στο χτένι. Κάτι πρέπει να γίνει γιατί η τράπεζα ήδη μου ’στειλε το μήνυμα. Τα χρέη είναι πολλά κι η βρύση της χρηματοδότησης θα στα-ματήσει. Τότε, να το ξέρετε, δεν θα πάρετε και σεις τα μεροκάματά σας. Πρέπει να πάρω δραστικά μέτρα και θέλω να το συζητήσουμε μαζί».
« Μα αφεντικό μ’ αυτό το μεροκάματο ζουν οι οικογένειές μας. Πώς θα ταΐσουμε τα παιδιά μας;»
«Το ξέρω, παιδί μου, γι’ αυτό μέχρι τώρα έκανα υπομονή και δεν πήρα κανένα μέ-τρο. Αλλά δεν πάει άλλο. Δυο είναι οι λύσεις, που έχω μπροστά μου. Ή το κλείνω τελείως το μαγαζί κι τράπεζα, για να πάρει τα λεφτά της, τα βγάζει όλα στο σφυρί ή κάνω δραστική περικοπή προσωπικού με την ελπίδα ν’ ανοίξουν πάλι οι δουλειές στο μέλλον. Περιμένω ν’ ακούσω κι από σας γνώμες».
Πρώτος μίλησε ο Τάσος:
«Καλά, αφεντικό γιατί πέσανε ξαφνικά τόσο οι δουλειές; Είναι γενικό το φαινόμενο ή μόνο στο δικό μας εργοστάσιο».
« Ακούστε. Υπάρχει εξήγηση. Στην πρωτεύουσα άνοιξε ένα καινούργιο εργοστάσιο, έχει σύγχρονο εξοπλισμό και οργάνωση παραγωγής. Έχει λοιπόν περιθώριο να ρίξει τις τιμές για να μας εξαφανίσει. Ο συναγωνισμός είναι άγριος. Θέλω δεν θέλω πρέπει να τις κατεβάσω κι εγώ. Φωτιά στα μπατζάκια μας. Εσείς, ίσως πιστεύετε ότι κολυ-μπάω στο χρήμα. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Χρεωστάω πολλά στις τράπεζες κι αυτές, όπως το ξέρετε, δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ζητάνε τα λεφτά τους πίσω και δεν υπολογίζουν οικογένειες κι άλλα τέτοια.
«Και τώρα τι γίνεται;»
«Μέχρι τώρα τους συγκρατώ και δεν επενέβησαν. Καλά τη βγάλαμε, αλλά άμα ρίξω τις τιμές όσο χρειάζεται, θα μπαίνω μέσα. Τα περιθώρια του κέρδους είναι περιορι-σμένα και δεν ξέρω πόσο θ’ αντέξω ακόμα. Ας το έχετε όλοι υπόψη σας. Όσοι έχουν εναλλακτική δυνατότητα να βγάλουν το ψωμί τους ας την κυνηγήσουν. Ας κοιτάξουν προσωρινά να βολευτούν, γιατί οι απολύσεις είναι μάλλον αναπόφευκτες».
Αλλιώς είναι να υποψιάζεσαι κάτι κι αλλιώς να το ακούς έτσι στα ίσα. Καθαρά και ξάστερα. Τους έκοψε τα πόδια. Τι απεργία και πράσινα άλογα! Εδώ θα πεινάσουν τα παιδιά τους κι ώρα για παράλογες ενέργειες δεν υπήρχαν. Πρέπει να κάτσουν και να στύψουν το μυαλό τους. Τι άλλες δυνατότητες υπήρχαν; Να σκεφτούν σαν μια οικο-γένεια.
«Μην κοιτάξει ο καθένας την πάρτη του- άμοιροι- γιατί τότε μας πήρε και μας σή-κωσε!»
Είπε ο φυσικός ηγέτης της παρέας, ο Μήτσος.
4. Η συνέλευση
Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός στη γειτονιά. Όχι μόνο στις οικογένειες, αλλά και στους μαγαζάτορες της γειτονιάς. Έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου! Άρα κι αυτοί θα την είχαν βαμμένη. Έπρεπε να γίνει συζήτηση με τη συμμετοχή όλων. Ένα είδος συνέλευσης, να ακουστούν όλες οι γνώμες. Που ξέρεις κάποιος μπορεί να κατεβάσει καμιά ιδέα, να βρει μια διέξοδο στο αδιέξοδο που φτάνουμε.
« Πού θα γίνει η συνέλευση;» ρώτησε με περιέργεια κάποιος.
« Στο καφενείο, ρε! Που αλλού;»
«Χωράμε όλοι;»
« Θα χωρέσουμε».
« Κι αν θέλουν να έρθουν κι οι γυναίκες; Εγώ προτείνω στην εκκλησία που έχει χώρο για όλους».
Επενέβη αγανακτισμένος ο Βαγγέλης
«Αυτές να κάτσουν στ’ αυγά τους και να προσέχουν τα παιδιά. Εδώ έχουμε να συζητήσουμε σοβαρά θέματα. Δεν είναι για γυναίκες. Στην εκκλησία γίνεται η λειτουργία, οι γάμοι και τα βαφτίσια. Τι δουλειά έχουμε εμείς εκεί πέρα; Στο καφενείο! Το ξέ-ρουμε και μας ξέρει».
« Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο! Αύριο, μετά το σχόλασμα».
Όταν γύρισαν απ’ τη δουλειά κι άρχισαν να συγκεντρώνονται στο καφενείο είδαν ότι όλες οι καρέκλες ήταν πιασμένες από τις γυναίκες τους και κάποια παιδιά. Η εί-δηση είχε φυσιολογικά διαρρεύσει. Το θέμα ήταν σημαντικό για όλους κι ανάμεσα στις γυναίκες έπεσε σύρμα. Η Χρύσα τόπε καθαρά
« Να πάμε κι εμείς. Μόνοι τους οι άνδρες θα τα κάνουν μαντάρα»
« Θα μας βάλουν τις φωνές. Άσε που αργότερα στο σπίτι πιθανόν να πέσουν κι ανά-ποδες. Ξέρεις τι στραβόξυλο και μονόχνωτος είναι ο δικός μου».
« Κοίταξε να καθαρίσεις μόνη σου. Αν τόσο τον φοβάσαι και χέζεσαι πάνω σου κά-τσε στο σπιτάκι σου και περίμενε. Κάποια στιγμή τα κεραμίδια θα πέσουν στο κεφάλι σου κακομοίρα μου! Δεν είναι μόνο για μας. Είναι και τα παιδιά μας. Δεν είναι πρό-βλημα να το αφήσουμε, χωρίς τη δική μας βοήθεια, μόνο στους άνδρες. Εκτός αν προτιμάτε να κατέβουμε στην πόλη για πεζοδρόμιο, αν βέβαια πιάνουν παρά ακόμα τα ψωμιά μας».
Όταν ο Βαγγέλης είδε την εικόνα μέσα στο καφενείο του ανέβηκε το αίμα στο κε-φάλι. Με το γνωστό του γαϊδουρινό τρόπο έβαλε τις φωνές
« Ποιος σας κάλεσε κυράδες μου στο καφενείο; Για αδειάστε μας τη γωνιά. Και μην ξεχάσετε να πάρετε μαζί και τα νιάνιαρα σας!»
Του απάντησε στα ίσα η Χρύσα
«Άκου να δεις άνδρα με τη μεγάλη γλώσσα και το μικρό μυαλό. Τα ζοριλίκια σου να τα πουλήσεις αλλού. Εκεί που περνάνε. Όχι σε μας που σας ξέρουμε σαν κάλπικες δεκάρες. Το θέμα ενδιαφέρει όλους και μάλιστα πολύ. Όχι μόνο θα κάτσουμε, αλλά θα πούμε και τη γνώμη μας».
«Τότε δεν έχω εδώ δουλειά. Θα πάω αλλού».
« Στο καλό και να μας γράφεις, κόπανε!»
Τελικά στριμώχτηκαν όλοι μέσα στο καφενείο. Οι άνδρες βρήκαν να κάτσουν, τα παιδιά όρθια ή φύγανε να παίξουν κρυφτό στο δρόμο. Οι γυναίκες οι περισσότερες όρθιες, κάποιες βολεύθηκαν στη ίδια καρέκλα με τον άνδρα τους.
Το λόγο ζήτησε να πάρει ο Μήτσος κι όλοι συμφώνησαν ξέροντας την ωριμότητα και τη σωφροσύνη του που τον χαρακτήριζε πάντα σ’ όλες τις πράξεις του.
« Το έχετε καταλάβει όλοι σας! Τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά. Απολύσεις θα γίνουν, όσο και να χτυπάμε τον κώλο μας κάτω. Πρέπει να αποφύγουμε τα χειρό-τερα. Κι αυτά είναι να κλείσει το εργοστάσιο τελείως κι όλοι να βρεθούμε στο δρόμο. Ας το κρατήσουμε με τα δόντια και τα νύχια ανοιχτό. Τ’ ακούσατε τι είπε τ’ αφεντι-κό. Σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθως ο καθένας κοιτάει την πάρτη του. Εδώ δεν έχου-με τέτοια περιθώρια. Λίγο πολύ η μοίρα είναι κοινή για όλους μας».
Έκανε μια στάση για να αφομοιωθούν κατ’ αρχήν τα λόγια του κι η κυρά Χρύσα πρόλαβε κι είπε το είπε το λογάκι της
« Εσύ τι προτείνεις να κάνουμε; Αυτό έχει τώρα σημασία».
« Έχεις απόλυτο δίκαιο. Προϋπόθεση για κάθε λύση είναι να μείνουμε ενωμένοι, σαν μια γροθιά, χωρίς γκρίνιες και μικρότητες. Τόσα χρόνια συμβιώνουμε όλοι σ’ αυτή τη γειτονιά. Ζήσαμε μαζί χαρές και λύπες. Θάψαμε δικούς μας ανθρώπους κι αναστήσαμε παιδιά. Πολλοί έχουν αδυναμίες κι ελαττώματα, αλλά πρέπει να τα δε-χτούμε και κατά το δυνατόν να τα περιορίσουμε. Όλα τα δάχτυλα του χεριού δεν εί-ναι ίδια. Η πρόταση που έχω σκεφτεί είναι να κάνουμε κοινό ταμείο. Κάποιοι θα δου-λεύουν, κάποιοι θα απολυθούν. Όμως ανάγκες για να ζήσουν έχουν ανεξαιρέτως ό-λοι…»
Μια μικρή ανάσα, μια σκέψη και συνέχισε
«Τίποτα δεν είναι υποχρεωτικό. Όσοι δεν συμφωνούν ας αναζητήσουν άλλη λύση. Υπάρχουν τα χωριά μας, υπάρχει η Αθήνα και τέλος είναι κι η πόρτα της ξενιτιάς. Ο κακούργος μισεμός. Αυτά τα άλματα θέλουν όμως και κότσια. Αν ήταν τόσο εύκολα, όλοι θα είχαμε ήδη φύγει. Αυτοί που θα απολυθούν δεν θα κάτσουν με σταυρωμένα τα χέρια. Θα αναζητήσουν οποιαδήποτε δουλειά. Να μαστορέψουμε κάνα δυο καρο-τσάκια για μικρομεταφορές, να πηγαίνουμε σκαφτιάδες στα κοντινά περβόλια, για μάζεμα στις ελιές, στο θερισμό του Ιούλη, στον τρύγο του Σεπτέμβρη, βοηθοί στα χτισίματα και τις οικοδομές, βαστάζοι στο λιμάνι, ψαράδες στη θάλασσα κι ό,τι άλλο σκεφτούμε όλοι μαζί που θα προσθέτει κάνα φράγκο στο κοινό ταμείο. Κουμάντο στα λεφτά να κάνουν δυο τρεις απ’ τις γυναίκες μας. Ας ορίσουν οι ίδιες τις πιο έμπι-στες και ικανές. Αυτά είχα να πω προς το παρόν. Βλέποντας και κάνοντας θα προχω-ρήσουμε παρακάτω».
Από κάτω οι άλλοι, μουγγοί για αρκετά δευτερόλεπτα κοίταζαν ν’ αφομοιώσουν τα νέα δεδομένα, με πρόσωπα γεμάτα απορίες, φόβους κι ανασφάλειες. Τώρα μόνο με-ρικοί άρχισαν να συνειδητοποιούν τις αλλαγές που θα έρθουν.
Πρώτη μίλησε η κυρά Χρύσα
«Εγώ βρίσκω λογικές τις προτάσεις του Μήτσου. Η ζωή μου το έμαθε. Το αναπό-φευκτο ή το δέχεσαι και δίνεις τη μάχη να περιορίσεις τις συνέπειες του ή αφήνεσαι να σε καπακώσει για τα καλά. Όχι, εμείς πρέπει να δώσουμε τη μάχη μας! Κι οι γυ-ναίκες μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο. Θα πρέπει να σκεφτούμε κι άλλους τρόπους να συνεισφέρουμε στο κοινό ταμείο το δικό μας οβολό. Όμως απ’ την αρχή να είμαστε προετοιμασμένοι. Θα υπάρξουν από νωρίς προβλήματα. Ο παράδεισος δεν κατακτιέται μόνο με καλές προθέσεις. Θέλει επιμονή, υπομονή και συνεχή επι-φυλακή».
Κανονικά θα έπρεπε να γίνει διεξοδική συζήτηση, οι μόνιμοι αντιρρησίες να μιλή-σουν, να αντιπαρατάξουν τα επιχειρήματά τους, αλλά η ωμότητα των δεδομένων τους σφράγισε το στόμα. Η συνέλευση τέλειωσε άδοξα κι όλοι χωρίς εξαίρεση μα-ζεύτηκαν νωρίς στα σπίτια τους.
5. Η κοινή προσπάθεια
Σε λίγες μέρες η καμπάνα της ανεργίας χτύπησε. Και χτύπησε εκκωφαντικά. Οι μισοί απ’ τους εργάτες του εργοστασίου βρέθηκαν εκτός του εργοστασίου. Οι οφειλόμενες αποζημιώσεις παραπέμφθηκαν στο μέλλον. Το αφεντικό τους εξήγησε ότι αυτός εί-ναι όρος για να συνεχίσει το εργοστάσιο τη λειτουργία του με τους υπόλοιπους.
«Η άλλη λύση είναι η φαλίρα, οπότε αναλαμβάνουν οι τράπεζες κι από τους Σκρουτζ, να το ξέρετε, δεν θα πάρετε δεκάρα τσακιστή».
Θέλανε δε θέλανε, το δέχτηκαν. Το κοινό ταμείο λειτούργησε στην αρχή καλά, κάτω από τη δρακόντεια οικονομική επιτήρηση της αδιάφθορης Χρύσας. Ένας νεανικός ενθουσιασμός κυρίευσε τους πάντες και η αισιοδοξία ήταν διάχυτη παντού. Η ατμό-σφαιρα αυτή έδωσε σ’ όλους ελπίδα, δημιουργώντας ένα δίχτυ ασφάλειας για το μέλ-λον. Στο κοινό ταμείο άρχισαν να μπαίνουν κι έσοδα από άλλες πηγές. Κάποιες από τις νοικοκυρές αναζήτησαν μεροκάματα στα πλούσια σπίτια της κάτω πόλης. Την ευθύνη των παιδιών αναλάμβαναν οι άλλες γυναίκες μαζί με την προετοιμασία του καθημερινού φαγητού.
Λίγοι από τους απολυμένους άρχισαν να μετατρέπουν μερικά από τα χέρσα χωρά-φια της περιοχής σε περβόλια οργώνοντάς τα με προσωπική εργασία, φυτεύοντας ό-λους τους χρήσιμους σπόρους. Απλώς έπρεπε να περάσει ο αναγκαίος χρόνος για να δρέψουν την πρώτη σοδειά. Ο χαμένος από την κοινότητα κι εθελοντικά απομονωμέ-νος Μαύρος άρχισε να προσφέρει χωρίς χρηματικό αντάλλαγμα τις ψαριές του, κάτι που εκτιμήθηκε από πολλούς κι ιδιαίτερα από μερικές που τους κυνηγούσε το απω-θημένο να τον γνωρίσουν από κοντά καλύτερα.
Όλα έδειχναν ότι θα ξεπεράσουν αυτήν την κρίση. Για αύριο «έχει ο θεός»
6. Η διάψευση των προσδοκιών
Όμως η ειδυλλιακή ατμόσφαιρα δεν κράτησε πολύ. Δεν κύλισε αρκετό νερό στο πο-τάμι κι άρχισαν τα όργανα. Μία υπόκωφη σπερμολογία αόριστων φημών για ατασθα-λίες και σκοτεινές δαπάνες, ότι κάποιοι από μέσα «μασάνε καλά» τον κόπο και τον ιδρώτα αυτών που εργάζονται, βρήκαν το μήνα που τρέφει τους άλλους έντεκα .
Στις περιπτώσεις αυτές δεν χρειάζεται κόπος να βρουν πρόσφορο έδαφος να φυτρώ-σουν οι αόριστες φήμες και ν’ αρχίσουν να γίνονται πιστευτές. Λίγη αφορμή θέλουν και φουσκώνουν όπως ο ξεροπόταμος μετά από μια δυνατή μπόρα. Σε λίγο εκφρά-στηκαν κι ανοιχτά με λόγια
-Τι θα γίνει; Θα δουλεύουμε μόνο εμείς και θα τρώνε το ίδιο κι οι τεμπέληδες, που βρήκαν την ευκαιρία ν’ απλώσουν την αρίδα τους; Δε μπορεί αυτό να συνεχίζεται. Φτάνει πια!
Έτσι άρχισαν οι πρώτες αρνήσεις της καταβολής των χρημάτων που έπαιρναν από το εργοστάσιο στο κοινό ταμείο. Μια προσπάθεια του Μήτσου στη διεύθυνση του εργοστασίου να δίνονται όλα τα χρήματα κατευθείαν στο κοινό ταμείο συνάντησε την κατηγορηματική άρνηση του αφεντικού που επικαλέστηκε νομικούς και γραφειο-κρατικούς περιορισμούς.
Έτσι το σχέδιο της κοινοκτημοσύνης που ξεκίνησε με τόση αισιοδοξία κι όρεξη, που αρχικά φάνηκε ότι θα πετύχει, τελικά τορπιλίστηκε κι έδειξε ότι το μέλλον του δεν θα ’ναι πολύ μακρύ. Οι καλές προθέσεις, τα φιλόδοξα σχέδια επί χάρτου δεν είναι και τα ασφαλή κλειδιά για την επιτυχία των στόχων. Η ανάγκη τους οδήγησε εκ των πραγμάτων να βάλουν νερό στο κρασί τους. Υποβλήθηκε νέα συμβιβαστική πρόταση για μερική και εθελοντική καταβολή του μεροκάματου στο κοινό ταμείο. Το ποσοστό της εισφοράς αφέθηκε στη διάθεση και το φιλότιμο του προσφέροντος.
Πολύ σύντομα επαληθεύτηκε η ιστορική γνώση ότι δεν αρκούν τα λόγια και τα ορ-γανωτικά μέτρα για την επιτυχία και τη μακροημέρευση μιας συμφωνίας. Τα ελαττώ-ματα του ανθρώπου είναι βαθειά γραμμένα πάνω στα γενετικά του χαρακτηριστικά. Ο αριθμός των ανθρώπων που συμμετείχαν στο κοινό ταμείο άρχισε να φυλλορροεί παρά την απεγνωσμένη προσπάθεια των πρωτεργατών της πρότασης να ευωδοθεί η προσπάθειά . Η φτώχεια γεννάει γκρίνια, η γκρίνια φέρνει τις αιτίες για ξεφύτρωμα νέων διαφορών και το κομπολόι των εντάσεων αποκτά έτσι νέες χάντρες. Μόνο ο Μαύρος αγόγγυστα συνέχισε να προσφέρει στο κοινό συσσίτιο όλη τη ψαριά του χω-ρίς να ζητάει ανταλλάγματα.
Κάποιοι άρχισαν να φεύγουν από την περιοχή, κάποιοι αφοσιώθηκαν σε νέες ασχο-λίες κι όλα έδειχναν ότι η πρωτοβουλία πηγαίνει για φούντο. Οι εισροές από άλλες πηγές δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Όπου κάποιος ανακάλυπτε μια τρύπα να κερδί-ζει χρήματα φρόντιζε περισσότερο για την πάρτη του παρά για το κοινό ταμείο. Δι-καιολογητική βάση στη συμπεριφορά τους εύρισκαν στις φήμες που κυκλοφορούσαν, όχι βέβαια φωναχτά, ότι μερικοί έβαζαν το δάκτυλό τους στο μέλι. Για αυτές τις φή-μες δεν υπήρχαν βέβαια στοιχεία, αλλά έλα να πείσεις έναν άνθρωπο που αναζητάει αφορμή να δραπετεύσει από αυτή την υποχρέωση. Μετά από μια αναλυτική συζήτη-ση ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της πρωτοβουλίας του κοινοβίου αποφάσισαν να καταθέσουν τα όπλα.
Ο κυρ Μήτσος περίλυπος κι απογοητευμένος είπε στη Χρύσα, που είχε αναδειχτεί άξια σύντροφος στην προσπάθεια τόσων ημερών
-Δυστυχώς Χρύσα, δεν τα λογαριάσαμε σωστά. Ήμασταν περισσότερο αισιόδοξοι από την πραγματική κατάσταση. Και αρκετά αφελείς. Τελικά οι πράξεις των ανθρώ-πων είναι κατώτερες των ιδεών τους. Ξεκινήσαμε καλά, πιστέψαμε ότι όλα θα πάνε καλά, αλλά σύντομα διαψευστήκαμε. Αναρωτιέμαι αλήθεια έτσι είναι πάντα η ζωή ή εμείς δεν τα χειριστήκαμε όπως έπρεπε;
Η Χρύσα τον άκουγε με προσοχή, αλλά ήταν φανερό ότι δεν συμφωνούσε
- Δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό, Μήτσο, απάντησε η Χρύσα. Απλώς κάτι δεν πήγε καλά στην περίπτωσή μας. Δε δέχομαι αυτήν την κακή μοίρα. Όχι, θα συνεχίσω να πιστεύω στον άνθρωπο και τον αγώνα που πρέπει να κάνει για να βελτιώσει τη ζωή του. Δεν είμαστε καταδικασμένοι από χέρι. Εκεί που χωλαίνουμε είναι η συντροφικό-τητα, το απαραίτητο κι αναγκαίο αίσθημα αλληλεγγύης. Εδώ πρέπει να επικεντρώ-σουμε την προσοχή μας. Μην παραιτηθούμε οριστικά. Τα προβλήματα συνεχίζουν να υπάρχουν και με το χρόνο ίσως γίνονται οξύτερα. Ας μείνουμε σε επιφυλακή κι ας προπαγανδίσουμε την ανάγκη για μια νέα προσπάθεια. Δεν μπορώ από τώρα να ξέρω τι μορφή θα έχει αυτή η δεύτερη προσπάθεια, αλλά ας βρίσκεται αυτό το ενδεχόμενο συνεχώς στο μυαλό μας.
Μετά τη διάλυση του κοινού ταμείου η γειτονιά έχασε τη συνοχή της. Ο καθένας άρ-χισε να ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του κι ίσως κάποιων στενών φίλων ή συγγε-νών.
Η ανεργία αντί να συνενώσει τους ανθρώπους άνοιξε νέα ρήγματα μεταξύ τους.
Δυστυχώς το συμπέρασμα που βγαίνει είναι: Στην ανέχεια αντί να ενισχύεται η αλλη-λεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, αντί να κοιτάξει ο ένας πως θα συμπαρασταθεί τον άλλο, σπάνε οι συνήθεις κοινωνικοί δεσμοί και ο μέσος άνθρωπος κοιτάζει πως θα λύσει το πρόβλημα του σε ατομική βάση. Οπότε σ’ αυτή τη διεκδίκηση μπορεί να οδηγηθεί σε πράξεις αρπαγής και αυτοδικίας. Ξυπνάνε μέσα του τα προπατορικά αμαρτήματα της απληστίας, της πλεονεξίας και του ατομισμού.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα