Η αϋπνία - Διήγημα της Ελένης Κοφτερού
Στριφογύριζε καμιά ώρα στο κρεβάτι του, εφαρμόζοντας όλες τις γνωστές και σχεδόν πάντα αποτυχημένες μεθόδους για ν’ αποκοιμηθεί. «Άδειαζε» το μυαλό του και «πετούσε» πάνω από γαλαζωπά φωτεινές θάλασσες και πρασινοντυμένους λόφους, ακολουθώντας τις οδηγίες που είχε διαβάσει σ’ ένα περιοδικό, απ’ αυτά που υπόσχονται Αρμονία κι Ευεξία, αλλά σχεδόν πάντα η βαρύτητα τον πρόδιδε κι έπεφτε στο στρώμα του μ’ ένα απότομο τίναγμα που τίναζε μακριά και τον πολυπόθητο ύπνο…
Το μέτρημα προβάτων το είχε απορρίψει από παλιά, ήταν αναποτελεσματικό, άσε που το θεωρούσε γελοίο. «Και γιατί να μετράμε πρόβατα κι όχι ελέφαντες, ή πολικές αρκούδες ή τίγρεις», είχε ρωτήσει κάποτε με περιπαιχτικό ύφος μια κοπέλα –ραντεβού του, θεωρώντας το αστεία και έξυπνη ατάκα. Αυτή τον είχε κοιτάξει με αποδοκιμασία, αλλά και πραγματική απορία.
Το είχε από παλιά αυτό το πρόβλημα…
«Δεν καταλαβαίνουν το χιούμορ μου ούτε στην εφημερίδα, ούτε στο κόμμα» παραπονιόταν στις παρέες του μ’ ένα χαμόγελο αθώας αλαζονείας, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι έτσι ξεχώριζε, ότι ήταν ένα σκαλοπάτι πιο πάνω στην κλίμακα της περιρέουσας κουλτούρας στους χώρους που ζούσε και ανέπνεε όλη μέρα…
Δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμη πως το καλό χιούμορ είναι χάρισμα κυρίως των απελπισμένων..
Μετά την αποτυχημένη πτήση, σκέφτηκε να εφαρμόσει μια άλλη μέθοδο που είχε διαβάσει στο ιντερνετ, σ’ ένα σαιτ χαλάρωσης…Σύμφωνα μ’ αυτήν επικεντρώνεις τη σκέψη σου στο σώμα σου ξεκινώντας απ’ τα δάχτυλα των ποδιών και προχωράς προς τα πάνω, μέχρι να χαλαρώσει το κορμί και να παραδοθεί στο πρώτο στάδιο του ύπνου, στο στάδιο που ακροβατεί μεταξύ του «Υπάρχω» και του «Δεν Υπάρχω»
Ξεκίνησε ν’ αποτυπώνει το γερασμένο σώμα του, ξεκινώντας απ’ τα ταλαιπωρημένα πέλματα. Καθώς η κάμερα του μυαλού του προσπαθούσε να καταγράψει την αφυδατωμένη επιδερμίδα στα γόνατά του, ξέφυγε απ’ τον έλεγχό σαν μεθυσμένος οπερατέρ και το πλάνο άλλαξε απότομα.
Οι εικόνες που τον κατέκλυζαν τώρα πια, δεν είχαν καμιά σχέση με το δικό του ανάξιο λόγου και επιθυμίας σώμα. Άλλες γάμπες και εξαίσια κοιλώματα πίσω από γόνατά οικεία και αγαπημένα , χέρια με φλέβες που κάποτε προσκυνούσε με λατρεία, στόμα και χείλη που είχε ματώσει με φιλιά, έπαιζαν στα ζάρια την ψυχική του ισορροπία..
Τι ύπουλη επίθεση νοσταλγίας δεχόταν τούτη τη νύχτα που προσπαθούσε να ακουμπήσει ελαφρά, έστω μόνο με τα μαλακά ποδαράκια του λαγού λίγες ώρες ύπνου..
Όχι δεν το άντεχε αυτό!!!
Πετάχτηκε πάνω και με γρήγορες κινήσεις βρέθηκε στο σαλόνι.. Το πήρε απόφαση πια, πως δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί αυτή τη νύχτα κι έτσι πήρε τα τσιγάρα του, φόρεσε ένα μπουφάν κι αθλητικά παπούτσια και κατευθύνθηκε προς την ταράτσα της πολυκατοικίας…
Η αστεροσύναξη εκείνης της νύχτας, το προαιώνιο φως, κράτησε το λαιμό του τεντωμένο και το κεφάλι του ψηλά για όσο κράτησε το προσκύνημα στην απεραντοσύνη χαρίζοντάς του μια ανάπαυλα γαλήνης. Η αίσθηση και η συναίσθηση του "κόκκου στην άμμο", ή «της σταγόνας στον ωκεανό» - γνωστές περί της ματαιότητας θεωρίες τις οποίες ασπαζόταν και συχνά τις χρησιμοποιούσε για να καταρρίψει κάθε τύπου ψευδαισθήσεις της καθημερινότητας και του αστικού τρόπου ζωής- απάλυνε τους φόβους του αντί να τους εντείνει.
Μόνο ταπεινός μπορούσε να νοιώσει εκείνη τη στιγμή κι έτσι με το κεφάλι ψηλά, άναψε ένα τσιγάρο, αγκάλιασε και χάιδεψε με βλέμμα τρυφερό τις Αρκούδες και τ' άλλα φωτεινά ζώα τ' ουρανού, κι έτσι δεν αντιλήφθηκε παρά μόνο λίγα λεπτά αργότερα μια άλλη παρουσία στην ταράτσα.
Η πόρτα είχε ανοίξει αθόρυβα κι ένα κοντοκουρεμένο κορίτσι είχε μπεί ή μάλλον είχε βγεί στο μόνο σύνορο με το σύμπαν που μπορούσε να βρει κανείς σ’ αυτή την πόλη.
Ξαφνιάστηκε μόλις την είδε. Αυτό δεν το είχε υπολογίσει και η αμηχανία ανακατεμένη μ’ ένα αίσθημα έλλειψης και ανεπάρκειας τον αιφνιδίασε.
Δεν ήξερε πως να διαχειριστεί την απρόσμενη αυτή παρουσία κι έτσι αποφάσισε να εφαρμόσει τη μέθοδο της σιωπής. Να περιμένει σιωπηλός και μόνο αν χρειαστεί να αντιδράσει.
Ωστόσο, το κορίτσι πλησίασε κοντά του και με φωνή που πρόδιδε ευχάριστο ξάφνιασμα από μέρους της, χωρίς ίχνος καχυποψίας ή φόβου του είπε:
-Κι εσείς για να καπνίσετε ανεβήκατε; και πριν προλάβει αυτός να σκεφτεί για ενδεχόμενη αντίδραση- απάντηση, συνέχισε:
-Εγώ, περιμένω να κοιμηθούν οι δικοί μου κι ανεβαίνω σχεδόν κάθε βράδυ για ένα τσιγαράκι. Η τελευταία λέξη της φωτίστηκε με τη φλόγα του αναπτήρα και όλο το σκηνικό έγινε μια ζωγραφιά που θα μπορούσε να έχει τίτλο:" κορίτσι με λεπτό τσιγάρο σε έναστρη νύχτα» γιατί όντως, ήταν ένα λεπτό άσπρο τσιγάρο αυτό που κάπνιζε κι όχι τα άγαρμπα άφιλτρα που είχε συνηθίσει αυτός..
Την κοιτούσε αιφνιδιασμένος και άφωνος και φυσικά πάλι δεν πρόλαβε ν' απαντήσει αφού τον τύλιξε με τη φωνή της:
_Σας έχω δει στο ανσασέρ, στον τρίτο δε μένετε;
Μόνο τότε κατάφερε να ψελλίσει ένα ξεψυχισμένο:_
-Ναι, στον τρίτο..
Αφού τράβηξε μερικές ρουφηξιές απ' το τσιγάρο της, με την κάφτρα να υποδύεται μικρό αστέρι που δραπετεύει απ’ το χέρι της, το κορίτσι συνέχισε τις ερωτήσεις όχι με της περιέργειας το ύφος, αλλά με μια υποψία οικειότητας που τον τρόμαζε.
-Βλέπετε τι όμορφος που είναι σήμερα ο ουρανός; σα γιορτινό τραπεζομάντιλο στο τραπέζι του σύμπαντος, όπως θα έλεγαν οι ποιητές!
"Μα τι θράσος έχει αυτή η μικρή, πως τολμάει να περιφέρει τη νιότη, την ξενοιασιά της και κυρίως τη χαρά της στην ταράτσα; Πως ρίχνει καταρράχτη στα μάτια μου τα καθαρά της μάτια και στ' αυτιά μου τα κρύσταλλα της φωνής της;
Προφανώς ,τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που αυτές οι σκέψεις κατέλαβαν το νου του, το βλέμμα του ήταν καρφωμένα πάνω της ή πρόδιδε κάτι ανοίκειο αν όχι νοσηρό, γιατί το κορίτσι μιλώντας πια τη γλώσσα του σώματος, απομακρύνθηκε κάπως, με μια μικρή ακούσια κίνηση έκανε δυο βήματα πίσω και τον ρώτησε:
-Είστε καλά; κι αυτό το «Είστε καλά» τον επανέφερε στην πραγματικότητα καθώς συνειδητοποίησε ότι η αληθινή της ερώτηση ήταν: «Είστε καλά στα μυαλά σας;»
_ «Ναι, ναι», της απάντησε αμέσως για να αμβλύνει την πιθανή κακή εντύπωση και αμέσως μετά, έτσι για να πει κάτι, για να μην κοπεί η λεπτή κλωστή αυτής της υποτυπώδους επικοινωνίας τους σκέφτηκε κι αυτός να κάνει μια ερώτηση που απ' ότι φάνηκε έκανε τα πράγματα χειρότερα:
_Γιατί καπνίζεις μικρό κορίτσι; τη ρώτησε προσπαθώντας αυτό το γιατί ν’ ακουστεί με προστατευτικό και όχι παρεμβατικό χαρακτήρα..
Η απάντηση ήρθε γρήγορη και σκληρή σα σφαίρα.
_Επειδή μ' αρέσει… εσείς δεν κάνετε πράγματα μόνο επειδή σας αρέσουν;
Τον είχε αφοπλίσει… ένοιωθε σαν να τον έστυβαν, ή τον χαστούκιζαν ... Όλες της ζωής του οι ματαιώσεις τον σφιχταγκάλιασαν και ξεκίνησαν ένα χορό που μόνο αυτοκαταστροφικός έδειχνε να είναι εκείνη τη στιγμή.
Θα μπορούσε ν' απαντήσει κάτι κοινότυπο, ότι φυσικά και ασχολείται με διάφορα πράγματα επειδή απλά του αρέσει και βρίσκει ευχαρίστηση σ' αυτά και να φύγει, να ξεμπερδέψει έτσι απ' την απρόσμενη επαφή μ' ένα πλάσμα τόσο αθώο και προκλητικό μαζί. Τόσο ανέμελο κι όμως τόσο ώριμο. Δεν το έκανε όμως , δεν έφυγε , ούτε κατάφερε ν' απαντήσει αμέσως. Για να κερδίσει χρόνο, έσβησε το τσιγάρο του στο περβάζι και το πέταξε σ' ένα καλαθάκι εκεί κοντά. Ξαναγύρισε κοντά της, την κοίταξε με μάτια γυαλιστερά από τα δημιουργημένα δάκρυα που συγκρατούσε και της είπε λες και βρισκόταν μπροστά σε κανένα έμπειρο ψυχαναλυτή:
_Δεν υπάρχει τίποτε που ν' αγαπώ πια, τίποτε που να λαχταρώ, τίποτε δεν με συγικνεί, γι αυτό δεν κάνω τίποτε που να μ' αρέσει..
Το κορίτσι χαμογέλασε αμυδρά, τον κοίταξε με αποφασιστικό βλέμμα, έσκυψε προς το μέρος του δεξιού αυτιού του κι αφού φύσηξε τον καπνό απ' την τελευταία τζούρα του τσιγάρου της, προτού το πετάξει με μια γρήγορη κίνηση κάτω στην άσφαλτο, του είπε δυνατά, προφέροντας μια- μια τις λέξεις σχεδόν συλλαβιστά:
_Συγνώμη αλλά δεν μου μοιάζετε για νεκρός! Μια χαρά ζωντανό σας κόβω!
Αυτό δεν το περίμενε...έπαθε σοκ.. μάλλον ηλεκτροσόκ...πόσο καιρό είχε έστω ν' ακούσει αυτή τη λέξη. Ζωντανός! Ο ήχος του ζ με τα φωνήεντα ο και α ανάμεσα στο οδοτντικό ντ , στα αυτιά του, τον διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα…
Πόσο του άρεσε ν’ ακούει απ’ αυτό το κορίτσι, ότι είναι ζωντανός.. ήταν απίστευτο, πως η λέξη έγινε λιωμένη βιταμίνη με τη μορφή ηχητικών κυμάτων που διαχύθηκε σ’όλα τα κύταρρά του..
_Ώστε στ’ αλήθεια σου φαίνομαι ζωντανός, δε μοιάζω με φάντασμα, απ’ αυτά που φοβερίζουν οι μαμάδες τα παιδιά για να τρώνε το φαγητό τους;
_ Δεν χρειάζονται τέτοια πλέον. Τα φαντάσματα είναι μαζεμένα στην τηλεόραση και τα παιδιά συνηθίζουν από μικρά.. Άσε που απ’ ότι βλέπω γύρω μου, τα παρακαλάνε για να μη φάνε είπε και γέλασε το κορίτσι..
Μα πως γίνεται ένα παιδί να σκέφτεται όπως αυτός, αναρωτήθηκε και ντράπηκε γιατί συνήθως αντιμετώπιζε με αδιαφορία αν όχι με βαριά καχυποψία τα παιδιά της ηλικίας της θεωρώντας την ανεμελιά και την αλαφράδα τους ενοχλητικά ηλίθια. Και τώρα ένιωθε ηλίθιος ο ίδιος..
Η μικρή άναψε και δεύτερο τσιγάρο και έτεινε το πακέτο της προς το μέρος του..
_Θέλετε να δοκιμάσετε απ’ τα δικά μου; Αυτός υπακούοντας στην παρότρυνσή της, άπλωσε το χέρι του και τράβηξε ένα από εκείνα τα λεπτά τσιγάρα, όχι γιατί ήθελε να τα δοκιμάσει, παρά μόνο για ν’ ακουμπήσει το αντικείμενο που κρατούσε εκείνη στα πανέμορφα χέρια της..
Πριν προλάβει ν’ αναζητήσει τον αναπτήρα του, αυτή άναψε τον δικό της και τον έφερε κοντά στο πρόσωπό του.. Η φλόγα ανέδειξε κι άλλο τα καθαρά σαν δάκρυα μάτια της, και τα εφηβικά χείλη.. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, φοβόταν μην ακουστεί και με μια γρήγορη κίνηση δήθεν για να προφυλάξει τη φωτιά απ’ τον αέρα- αν και δεν κουνιόταν φύλλο εκείνη τη βραδιά- άγγιξε απαλά το χέρι που κρατούσε τον αναπτήρα και τότε ένιωσε πραγματικά ότι ήταν ζωντανός, ότι δεν έκανε άσκοπα τη διαδρομή το αίμα του απ’ την καρδιά στις αρτηρίες, ούτε το οξυγόνο που έμπαινε στα πνευμόνια του με κάθε εισπνοή.. Χάιδεψε ανεπαίσθητα το κατάλευκο χέρι της και ψέλλισε ένα - όχι από τα συνηθισμένα προσχηματικά που κάθε μέρα ξεστομίζουμε- αλλά ένα αληθινό, καθαρό «Ευχαριστώ»
Κάπνιζε σιωπηλός ακουμπώντας πάλι τα μάτια του στο τραπεζομάντηλο τ’ ουρανού , κι ένοιωθε μια άγρια ευτυχία μόνο γι αυτή τη στιγμή.. δεν ήθελε να την αναλύσει, δεν ήθελε να τη χάσει. Μόνο να την κρατήσει μπορούσε σαν φωτογραφία παλιά ασπρόμαυρη , ή σαν τα βαφτιστικά ρούχα ενός παιδιού..
Κάτι σαν βόμβος χάλασε την ονειροπόλησή του. Ήταν ο ήχος απ’ το κινητό του κοριτσιού. Με ξένοιαστη φωνή, με υπέροχη αυτοπεποίθηση αλλά και με μια αληθινή τρυφεράδα στη φωνή του είπε:_ «Πρέπει να σας αφήσω. Χάρηκα που τα είπαμε…
Καλόν ύπνο και φροντίστε να χαμογελάτε πιο συχνά..»
Το κορίτσι πήγε στην άλλη άκρη της ταράτσας για να μιλήσει στο τηλέφωνο κι αυτός έμεινε να κανακεύει την ευτυχισμένη στιγμή του, να την τυλίγει με ασημόχαρτο για να την πάρει μαζί κάτω απ’ το μαξιλάρι του…
Θα σας φανεί κοινότυπο, αλλά είναι αλήθεια ότι εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε συνεχόμενα ως το πρωί, κάτι που είχε χρόνια να πετύχει..
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα