"Χάρτινα Φιλιά", μυθιστόρημα του Δημήτρη Χίλιου - Εκδόσεις Πατάκη
Το Μυθιστόρημα του Δημήτρη Χίλιου Χάρτινα φιλιά που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ είναι μια περιπλάνηση στα μονοπάτια του ψυχισμού της γυναίκας και μαζί μια ζωγραφιά σε κιάρο-σκούρο της ανθρώπινης μοναξιάς και της ανασφάλειας. Ο συγγραφέας, μετά από το «Με το σφύριγμα του τραίνου», μια καταγραφή των μικροκοινωνιών της επαρχίας στα χρόνια του ’60, δοκιμάζει έναν πιο φρέσκο τρόπο γραφής μ’ ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων. Ο πιο σύνθετος, μια θεατρίνα μέχρι τα μύχια της ψυχής, σέρνει τον χορό και δίνει τον τόνο. Μια γυναίκα-μύθος αποζητά τη μαγεία και παλεύει καθημερινά με τις γύρω καί μέσα της σκιές, με τα φαντάσματα του παρελθόντος και με τους δαίμονες που την κυνηγούν. Μια πρώην θεατρίνα και νυν χήρα στρατηγού αναστατώνει μια πόλη ολόκληρη. Με ό,τι καινούργιο φέρνει σε μια κοινωνία αυστηρή, με τους νεωτερισμούς και τις απόψεις της για το κάθε τι, με τα λεγόμενά της που ανατρέπουν καταστάσεις κατ’ αρχήν, ενώ δημιουργούν σχολή στη συνέχεια, με το ντύσιμό της, με τον αέρα κυρίας που προηγείται της εκλεπτυσμένης παρουσίας της. Με την περιπλάνησή της από τα όνειρα των αντρών μιας πόλης ολόκληρης. Μικρές σύντομες παραστάσεις απέναντι στον καθρέφτη που κάνουν φινάλε θριαμβευτικά με πολλές αυλαίες και μπιζαρίσματα. Η υπερβολή στοιχείο απαραίτητο στον κόσμο του θεάτρου, και η Νέλλη Χάρμα πρωταγωνίστρια περιφερόμενου θιάσου ποικιλιών της δεκαετίας του ’60, ζει σαν να έχει πίσω της τη διαδρομή της Σάρας Μπερνάρ. Ένας αγώνας επιβίωσης μέσα σε κοινωνία αυστηρή, μίζερη. Κι όλα ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο, συχνά σ’ ένα παραλήρημα εξοντωτικό. O μεγάλος καθρέφτης με κεντίδια από γύψο και χρυσομπογιά, εκείνος μονάχα τη συντροφεύει μόλις ξαναντύνεται το κρινολίνο της Νέλλης Χάρμα και μεταμορφώνεται σε πλάσμα ονειρικό• όπως τότε που θριάμβευε στις θεατρικές σκηνές της επαρχίας. Φιγούρα ανήσυχη, φευγαλέα, περιδιαβαίνει τη νύχτα ανάμεσα στις σκιές σαν υπνοβάτης, κλέβει τα μυαλά των αντρών της πόλης και τα κρατά στην παλάμη της μέχρι την άλλη πανσέληνο. Κι όταν κλείνει η αυλαία, αναζητά το είδωλό της πίσω από σύννεφα καπνού και του στέλνει φιλιά. Χάρτινα. Το ξέρει, στο τέλος θα επιστρέψει στις λατρεμένες ηρωΐδες που κρύβονται πίσω από τον οβάλ καθρέφτη του μπουντουάρ, μόνη μαζί τους. Δε θέλει ρεαλισμό. Μόνο τη μαγεία αποζητά και πνίγεται όσο ζει στερημένη ποιήσεως. Πότε Μπλάνς Ντυμπουά και πότε Στέλλα Βιολάντη, πότε Αρκάντινα και πότε Μαργαρίτα Γκωτιέ, πότε Ιουλιέττα και πότε Φυντανάκι. Ένα μικρό καράβι που ήταν αταξίδευτο. Ένα καναρίνι στην ανοιχτή πόρτα του κλουβιού που άλλο δεν πόθησε παρά να δώσει μια και να πετάξει μακριά• ένα ταξίδι στο ανέφικτο. Κεραυνοί διασχίζουν το σκοτάδι της σκηνής πριν ανοίξει η αυλαία κι ανάψουν προβολείς πολύχρωμοι. Κλείνει τα μάτια ν’ ακούσει τη σιωπή. Ανασαίνει βαθιά, με το διάφραγμα, τα πόδια της μακραίνουν, τα χέρια, ο λαιμός, κι ο ουρανός σαν να χαμήλωσε• η Πούλια εκεί αριστερά χαμήλωσε κι αυτή, ο προβολέας τη σημαδεύει κατάστηθα. Μια ανάσα μετά, ντυμένη το κοστούμι της μάγισσας, βγαίνει στο φεγγαρόφωτο και με το χρυσό ραβδί, αγέρωχη, σημαδεύει τ’ αστέρια. Τότε στήνει γύρω της κόσμους μακρινούς και μαγικούς, κόσμους του ονείρου. Πόθος μοναδικός. Να πάρει βαθιά αναπνοή με το διάφραγμα και ν’ αποτολμήσει το τεράστιο άλμα από το μισόφωτο της κουΐντας στη σκηνή. Ένα τόσο δα βηματάκι. Από τη σκιά στον κόσμο της μαγείας. Στο παραμύθι. Να φύγει, να πετάξει μακριά, αυτό λαχταρά. Μέσα από ρόλους ταξιδεύει στο χρόνο, διατρέχει τις εποχές, δρασκελίζει δεκαετίες, αιώνες. Ντύνεται κοστούμια-ρόλους και τους ζει απόλυτα. Φθάνει ν’ ανοίξει η αυλαία μετά το τρίτο κουδούνισμα και τότε η σκέψη πως τόσα μάτια την παρακολουθούν, την ταξιδεύει μακριά. Και πια μεταμορφώνεται σε πλάσμα αιθέριο, ονειρικό. Τούτο ήταν που εξήπτε τη φαντασία των θεατών. Και τότε, μια βάρκα γίνεται με λευκό πανί που θαλασσοδέρνεται. Πάντα στην πλατεία καιροφυλακτεί ένας άντρας, η σκοτεινή ματιά του. Μια πολυμελής ορχήστρα την παρασύρει με ήχους μαγικούς, λικνίζεται απαλά στο ρυθμό που γεννά η μαγική κίνηση των χεριών του. Ένας περίεργος μαγνητισμός διαχέεται στην ατμόσφαιρα. Και ξαφνικά της φαίνεται η σκηνή εξαιρετικά στενάχωρη, να μη χωρά τη φόρτιση που δονεί την πρωταγωνίστρια. Μονάχα η απουσία κοινού λιγάκι την πληγώνει, αλλά το σκοτάδι τη βοηθά να παραμυθιαστεί. Ένα σκοτάδι μωβ, όπως εκείνο που περιβάλλει τα όνειρα.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα