Η Θεσσαλονίκη της ιστορίας και της παραπλάνησης - Του Όμηρου Ταχμαζίδη
[Ενδέκατη φιλοσοφική νυκτηγορία με τον Όμηρο Ταχμαζίδη την Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013 στο καφέ ΓΑΖΙΑ στις 8 μ.μ. (Καρόλου Ντηλ 22 –Θεσσαλονίκη) με θέμα: «Η οργή, ο χρόνος, το χρέος και η οικονομία της γενναιοδωρίας»]
Η έκθεση: Στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε έκθεση φωτογραφίας ( έναρξη 5 Δεκεμβρίου 2012 και λήξη 31 Ιανουαρίου 2013) με τίτλο: «Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη σε φωτογραφίες και σχέδια της Βρετανικής Σχολής Αθηνών (1888-1910)».
Οι χρονολογίες προϊδεάζουν για την ιδεολογική χρήση των φωτογραφιών: τούτες προέρχονταν από το βρετανικό Byzantine Research Fund (BRF) που έχει στο αρχείο του «περίπου 358 σχέδια και 286 φωτογραφίες», οι οποίες αφορούν στα Βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης. Το υλικό καλύπτει την περίοδο από το 1888 ως το 1949: Οθωμανική αυτοκρατορία, Ελληνικό Βασίλειο και Ελληνική Δημοκρατία.
Η αναφορά της έκθεσης σε «Βυζαντινή Θεσσαλονίκη» ήταν παραπλανητική: η Θεσσαλονίκη της συγκεκριμένης περιόδου είναι «οθωμανική». Οι οργανωτές της έκθεσης επιχείρησαν μια άνευ προηγουμένου ιδεολογική χρήση των εικόνων: οι φωτογραφικές απεικονίσεις μνημείων βυζαντινής προελεύσεως δεν καθιστούν τούτη την ιστορική περίοδο «βυζαντινή».
Με δεδομένο ότι τα περισσότερα βυζαντινά κτίσματα μετασκευάστηκαν σε μουσουλμανικά τεμένη η αναφορά σε «βυζαντινή Θεσσαλονίκη» ομοιάζει με κακόγουστο αστείο: ο επισκέπτης καλούνταν από τους οργανωτές να πιστέψει σε κάτι άλλο από αυτό το οποίο έβλεπε. Αυτό το οποίο ημπορούσε να διαπιστώσει ήταν η κατάσταση στην οποία ευρίσκονταν διάφορα κτίσματα της Θεσσαλονίκης: οι περισσότεροι χριστιανικοί ναοί ήσαν για παράδειγμα μετασκευασμένοι σε μουσουλμανικά τεμένη – το γεγονός τούτο αλλοίωνε σημαντικώς την αρχιτεκτονική τους όψη.
Από την άλλη τα περισσότερα κτίσματα ευρίσκονταν σε άθλια κατάσταση και δεν παρέπεμπαν σε κάποια πολιτισμική ακμή: όταν είχαν ανεγερθεί προφανώς ήσαν άλλες οι οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στην πόλη- ένας θεατής υπενθύμισε στο βιβλίο επισκεπτών ότι η φωτογράφηση των μνημείων πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Εικόνες μιας περιόδου παρακμής: υπό αυτό το πρίσμα οι συγκεκριμένες φωτογραφίες αποτελούν βοηθητικά στοιχεία για τον ιστορικό στην προσπάθειά του να συμπληρώσει το παλίμψηστο του παρελθόντος και να αφηγηθεί πλευρές της ιστορίας της Θεσσαλονίκης - εικόνες της οθωμανικής παρακμής της.
Οι διοργανωτές της έκθεσης είχαν, ωστόσο, άλλη εμμονή: ήθελαν να αποδείξουν τη «βυζαντινότητα» της Θεσσαλονίκης κατά την οθωμανική περίοδο- «μέσα στους τεσσεράμιση αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας ο μεσαιωνικός-βυζαντινός χαρακτήρας της έχει μεταβληθεί ελάχιστα».
Η πλαστική λέξη «χαρακτήρας» επιστρατεύτηκε για να καλύψει τις αντιφάσεις που δημιουργούσε η ιδεολογική χρήση του φωτογραφικού υλικού: ο υποτιθέμενος «βυζαντινός χαρακτήρας» παρέμενε αδιευκρίνιστος - σε κάθε περίπτωση οι οργανωτές όφειλαν να δώσουν μια πειστική απάντηση για το πώς η πόλη διατήρησε το «βυζαντινό χαρακτήρα» της για τόσους αιώνες, όταν είναι γνωστό ότι υπήρξαν περίοδοι, κατά τις οποίες οι χριστιανοί αποτελούσαν μια ελάχιστη πληθυσμιακή μειονότητα εντός της Θεσσαλονίκης, σε σύγκριση με τους μουσουλμάνους και τους ισραηλίτες. Η αναφορά σε «μεσαιωνικό-βυζαντινό χαρακτήρα» είναι μια μορφή «υποστασιοποίησης» μέσω της οποίας δύνανται να «αποδειχθούν» τα πιο αντιφατικά πράγματα [Για την «υποστασιοποίηση» σε άλλη συνάφεια βλ. το άρθρο στο Διαδίκτυο: Όμηρος Ταχμαζίδης, Η κατάσταση των πραγμάτων και η άβυσσος του ελληνικού αδιεξόδου]
Δεν υπάρχει πειστική απάντηση: απλώς η έκθεση επιχείρησε να ενσταλάξει ιδεολογία – την ιδεολογία της αδιάλειπτης συνέχειας της μιας «ελληνικής» Θεσσαλονίκης.
Τα «βυζαντινά κτίσματα» απομονώθηκαν από τον πολιτιστικό τους περίγυρο και από τη θρησκευτική τους χρήση κατά την οθωμανική περίοδο για να δηλώσουν κάποια ανύπαρκτη «βυζαντινή συνέχεια»: ύστερη αρχαιότητα- Βυζάντιο- σύγχρονη Ελλάδα - κανείς θα αντιληφθεί το παράδοξο του εγχειρήματος εάν αρχίσει να αναζητά σήμερα τη συνέχεια μιας ασαφούς «οθωμανικότητας» της Θεσσαλονίκης σε διάφορα κτίρια οθωμανικής προέλευσης. Και τούτα δεν είναι λίγα, ούτε και ασήμαντα.
Σταχυολογούμε προχείρως: το τεράστιο κτίριο του Διοικητηρίου της πόλης ( όπου στεγάζεται το άχρηστο από κάθε άποψη υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης), το κτίριο του πανεπιστημίου (παλαιά φιλοσοφική - ναι, της οθωμανικής περιόδου είναι!) και φυσικώς το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ, ο επονομασθείς αργότερα Ατατούρκ (αφήνω κατά μέρος την παραφιλολογία που έχει αναπτυχθεί γύρω από το συγκεκριμένο οίκημα και τους κάθε φορά σκοπούς και επιδιώξεις της).
Η λαθροχειρία: Οι διοργανωτές καθοδηγούμενοι από την πρόθεση ιδεολογικής χρήσης του παρελθόντος προέβησαν σε μια λαθροχειρία: άφησαν τη σύγχρονη Θεσσαλονίκη να «αναδυθεί αυτομάτως» από την ανύπαρκτη «βυζαντινή» της οθωμανικής περιόδου- «από τα τέλη του 10ου αιώνα, όμως, μέσα στο κέλυφος της μεσαιωνικής εκκολάπτεται και ετοιμάζεται να αναδυθεί μια πόλη νέα, σύγχρονη». Τόσο απλά είναι τα πράγματα, θα ήτανε και ωραία εάν ανταποκρίνονταν στην ιστορική πραγματικότητα και δε στόχευαν στην ιδεολογική χειραγώγηση των επισκεπτών της έκθεσης.
Τέσσερις και πλέον αιώνες αναλλοίωτου «βυζαντινού χαρακτήρα» της Θεσσαλονίκης περνούν αυτομάτως στο σύγχρονο κόσμο: τα ντουβάρια γράφουν ιστορία – μόνα τους, ερήμην των ανθρώπων και των πολιτικών και πολιτιστικών αλλαγών.
Οι διοργανωτές της έκθεσης επικαλέσθηκαν το «κέλυφος» για να αιτιολογήσουν την αυτόματη ανάδυση της νέας πόλης από το βυζαντινό της παρελθόν: έτσι από τα βυζαντινά κτίσματα περάσαμε απευθείας στη σύγχρονη εποχή.
Αλλά οι ίδιες οι φωτογραφίες και οι απεικονίσεις τους «αντιδρούσαν»: οι φωτογραφίες κατήγγειλαν αυτό το οποίο επιχειρούσε να κάμει η συγκεκριμένη έκθεση - να παραπλανήσει ιδεολογικώς το κοινό .
Αυτό το οποίο αντίκριζε ο επισκέπτης της ήταν οι φωτογραφίες κάποιων «βυζαντινών κτισμάτων», που είχαν μεταποιηθεί σε μουσουλμανικά τεμένη: οι διοργανωτές της έκθεσης με συστηματικό, αλλά αντιεπιστημονικό και αφελή τρόπο επιχείρησαν να «επαναβυζαντινοποιήσουν» τα κτίσματα για να «εξαλείψουν» την ενδιάμεση ιστορική παρουσία των Οθωμανών στην Θεσσαλονίκη.
Η έκθεση θα ημπορούσε να φέρει και τον τίτλο «μουσουλμανικά μνημεία» της Θεσσαλονίκης: στην περίπτωση αυτή κριτήριο δε θα ήταν ο χρόνος κατασκευής τους, αλλά η χρήση των συγκεκριμένων κτισμάτων σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο – οι φωτογραφίες της βρετανικής υπηρεσίας είναι για αυτόν το λόγο από επιστημονική σκοπιά πολύ σημαντικές.
Το μουσουλμανικό στοιχείο αναφαινόταν στο σύνολο τους, αλλά οι οργανωτές της έκθεσης προσπαθούσαν με εκπληκτικά νοητικά άλματα να αποδείξουν το αναπόδεικτο: «Για να πραγματοποιηθεί, όμως, η μετεξέλιξή της μεσαιωνικής πόλης σε σύγχρονη, θα χρειαστούν μεγάλες πολιτικές αλλαγές και μια καταστροφική πυρκαγιά» - εκείνες οι φωτογραφίες με την απογυμνωμένη στην κυριολεξία σημερινή Άνω Πόλη, τι σχέση έχουν με τα φληναφήματα περί «καταστροφικής πυρκαγιάς», πέρα από την προσπάθεια να δικαιολογηθεί το ιδεολόγημα ότι από τη μεσαιωνική βυζαντινή πόλη και το «κέλυφός» της περάσαμε απευθείας με τη βοήθεια της φωτιάς στη σύγχρονη;
Η κάθαρση των «σημείων»: Η δημοσιογράφος-παρουσιάστρια του ραδιοφώνου έσκουζε πριν από κάποια χρόνια στο μικρόφωνο: «μπορείτε να φανταστείτε την Θεσσαλονίκη με μιναρέ;». Το ερώτημα αφορούσε τη «συζήτηση» για την ανέγερση τεμένους, τόπου λατρείας, όπου θα ασκούσαν οι μουσουλμάνοι Θεσσαλονικείς τα θρησκευτικά καθήκοντά τους. Μια πρόχειρη ματιά σε κάποια καρτ ποστάλ από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα θα αρκούσε για να αντιληφθεί πόσο ανόητο και ανιστόρητο ήταν το ερώτημά της: δεν της έλειπε μόνο η ιστορική ματιά, αλλά είχε για τα πράγματα και διογκωμένη «ιδεολογική πεποίθηση» - αποτέλεσμα ενός κολοβού και ιδεοληπτικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Η έκθεση του Βαφοπουλείου είχε αρκετά κοινά σημεία με την παροιμιώδη παρουσιάστρια του ραδιοφώνου: κατά πρώτον την ιδεολογική τυφλότητα και κατά δεύτερον την κουτοπόνηρη αφέλεια – στην Θεσσαλονίκη έχει απομείνει ένας μιναρές, οπότε κανείς δεν χρειάζεται να φανταστεί πως θα ήταν η πόλη με έναν μιναρέ.
Η κουτοπονηριά είναι μια μορφή εξαπάτησης του εαυτού μας και των άλλων: ο μοναδικός μιναρές, ο οποίος έχει απομείνει στην Θεσσαλονίκη είναι εκείνος της Ροτόντας - κατά σύμπτωση (;) στο μοναδικό κτίσμα, το οποίο δεν είναι «βυζαντινό χριστιανικό».
Οι ιθύνοντες της έκθεσης δε δίστασαν στην προσπάθειά τους να αποδείξουν ότι η σύγχρονη Θεσσαλονίκη προήλθε άμεσα από τη «μεσαιωνική βυζαντινή» να συμπεριλάβουν και την Ροτόντα στα βυζαντινά μνημεία: και το ρωμαϊκό παρελθόν της πόλης θάβεται εξ αιτίας ιδεολογικών σκοπιμοτήτων – δεν πρόκειται για σύμπτωση, αλλά για συστηματική υποβάθμιση της ρωμαϊκής ιστορίας της, η οποία στην αρχαιολογική διάσταση της παρουσιάζει μοναδικό ενδιαφέρον.
Το ίδιο συνέβη και με το τόξο του Γαλερίου: επιστρατεύτηκε ακόμη και η περίφημη καμάρα ή άλλως αψίδα του Γαλερίου για να θεμελιωθεί το ιδεολόγημα των οργανωτών – η συγκεκριμένη περίοδος της ρωμαϊκής ιστορίας της πόλης έχει υποβαθμιστεί τόσο, ώστε σε κάθε ευκαιρία τα ρωμαϊκά ερείπια προβάλλονται ως βυζαντινά στο πλαίσιο της ιδεολογικής αντίληψης περί «βυζαντινής» Θεσσαλονίκης.
Όσον αφορά την ισλαμική-οθωμανική παρουσίας στην πόλη η απάντηση της «επαναβυζαντινοποίησης» ήταν συγκεκριμένη: τα βυζαντινά μνημεία «απαλλάχθηκαν» από τις μουσουλμανικές «προσθήκες» τους- προσόψεις, τοιχογραφίες, δάπεδα, μιναρέδες και ότι άλλο υπενθύμιζε την περίοδο της χρησιμοποίησής τους από τους μουσουλμάνους.
Η διατήρηση του μιναρέ στην Ροτόντα, αφήνει να υποθέσουμε ότι αρχικώς οι ενδιαφερόμενοι χριστιανικοί κύκλοι, δεν τη θεωρούσαν ως εκκλησία: πρόκειται για ρωμαϊκό κτίριο – ανεξαρτήτως από τις μετέπειτα χρήσεις του ως εκκλησίας (;) ή μουσουλμανικού τεμένους. (Από τις φωτογραφίες της έκθεσης φαίνεται ότι ήταν το μόνο φροντισμένο μουσουλμανικό τέμενος της Θεσσαλονίκης της τελευταίας οθωμανικής περιόδου).
Το σήμα της πόλης: Ο Λευκός Πύργος είναι το άτυπο σήμα της πόλης. Οι οργανωτές της έκθεσης δεν ήταν δυνατόν να μην τον συμπεριλάβουν στα εκθέματά τους: πως θα προέκυπτε αυτομάτως η σύγχρονη Θεσσαλονίκη από τη «μεσαιωνική βυζαντινή» εάν απουσίαζε το σήμα κατατεθέν της πόλης από την έκθεση – έτσι συμπεριέλαβαν και μια φωτογραφία του στα εκθέματα.
Σε αυτήν ο Λευκός Πύργος απεικονίζονταν με τον περίβολό του και το εντός του περιβόλου μουσουλμανικό τέμενος: αλλά η ένδειξη κάτω από την εικόνα , δε «έβλεπε» το τέμενος, απλώς ανέφερε: «Άποψη από τα βορειοδυτικά πριν την κατεδάφιση του περιβόλου». Εάν δεν γνώριζε κανείς την πόλη θα νόμιζε ότι το μουσουλμανικό τέμενος ευρίσκεται ακόμη στη θέση του.
Και εάν δεν είχε επισκεφτεί κανείς τον Λευκό Πύργο ή αν δεν είχε διαβάσει κάτι σχετικό, θα νόμιζε ότι πρόκειται για βυζαντινό κτίσμα: αλλά η πινακίδα της αρχαιολογικής υπηρεσίας στο μνημείο πληροφορεί τους τουρίστες ότι ο πύργος κτίσθηκε προς τα τέλη του 15ου αιώνα – μετά δηλαδή από έναν και πλέον αιώνα παρουσίας των Οθωμανών στην πόλη. Ποιος ενδιαφέρεται για ενάμιση αιώνα;
Δεύτερη ανάγνωση: Με τη συγκεκριμένη έκθεση οι διοργανωτές πληροφορούσαν άθελά τους περισσότερο για τη μουσουλμανική χρήση των συγκεκριμένων μνημείων και ολιγότερο για τη βυζαντινή προέλευσή τους: εδώ ευρίσκονταν και το ενδιαφέρον της – το ίδιο το υλικό της υπερέβαινε την απόπειρα χειραγώγησης την οποία επιχειρούσαν τούτοι και άφηνε ανοικτές διαφορετικές οπτικές ανάγνωσης του και ανάγνωσης της ιστορίας της πόλης.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσίαζαν οι αραβικές γραφές στους τοίχους των εκκλησιών-τεμένων καθώς και οι ελάχιστες μουσουλμανικές καλλιγραφίες.
Εκεί, όπου και ο πιο καλοπροαίρετος επισκέπτης υποψιάζονταν την απόπειρα χειραγώγησης ήταν η παράλογη προσπάθεια να εμφανιστούν και τα ρωμαϊκά κτίσματα ως βυζαντινά: αλλά στην ίδια κατεύθυνση οικειοποίησης κινήθηκε και η έκθεση των σχεδίων του TEXIERS KHAN, του μεγάλο (οθωμανικού) Καραβάν Σεράι – η «βυζαντινή» Θεσσαλονίκη της έκθεσης καταβρόχθιζε τα πάντα.
Και το επιστέγασμα τούτης της ασυναρτησίας ήταν μια φωτογραφία-τρίπτυχο: τρεις λήψης από το μιναρέ της Αγίας Σοφίας προς τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις της πόλης, δυτικώς, ανατολικώς και βορείως – η κατά φαντασίαν «βυζαντινή Θεσσαλονίκη» των τελευταίων ετών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τα τεμένη των φωτογραφιών: Από όλα τα μουσουλμανικά τεμένη, μόνο το εσωτερικό της Ροτόντα, ευρίσκονταν σε καλή κατάσταση: προφανώς βοηθούσε και το σχήμα του κτιρίου για την χρήση του από τους πιστούς του προφήτη – περισσότερο από τις «βυζαντινές εκκλησίες». Οι φωτογραφίες παρουσίαζαν μια πτυχή της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, την οποία οι διοργανωτές στην ουσία προσπαθούσαν να αποσιωπήσουν: αλλά ως εικονικά αποτυπώματα ακύρωναν την προσπάθεια χειραγώγησης μέσω του λόγου – επιδέχονταν και δεύτερη και τρίτη και… ανάγνωση.
Οι μιναρέδες στις φωτογραφίες αποδείκνυαν ότι κάποιος για δικούς του λόγους «έξυσε» από την εικόνα της πραγματικότητας τα ενοχλητικά (γιατί άραγε;) κτίσματα. Οι φωτογραφίες επανέφεραν στη μνήμη αυτό το οποίο η ιδεολογική οικειοποίηση του χώρου αφαιρούσε: ένα κτίσμα σύμβολο για το Άλλο, το διαφορετικό, το οποίο εκδιώχθηκε από το χώρο (ανταλλαγή πληθυσμών στη γλώσσα της διπλωματίας) ως φυσική οντότητα και το οποίο όφειλε τώρα να απομακρυνθεί, να εξαφανιστεί ως συμβολική παρουσία – ότι το Άλλο εμφανίστηκε ως κατακτητής δεν αιτιολογεί το μένος για την εξαφάνιση των ιχνών του στο πλαίσιο μιας βάρβαρης επιλεκτικής μνήμης και των ιδεολογικών σκοπιμοτήτων της. Κάτι παρόμοιο παρατηρείται και σε διάφορα τμήματα της νοτιανατολικής Τουρκίας, όπου έχουν εξαφανιστεί συστηματικώς και επιμελώς όλα τα ίχνη της πρόσφατης χριστιανικής παρουσίας.
Οι ιθύνοντες της έκθεσης επιχείρησαν να πείσουν για την ύπαρξη μιας διαχρονικής «βυζαντινής» Θεσσαλονίκης, αλλά στην πραγματικότητα ανέδειξαν το ακριβώς αντίθετο: η «βυζαντινή Θεσσαλονίκη» είναι μια ιδεολογική κατασκευή, για την οποία θυσιάστηκαν άλλες πλευρές της – στην προκειμένη περίπτωση η ρωμαϊκή-παγανιστική και η μουσουλμανική – οθωμανική.
Το υδραγωγείο: Και κάτι το οποίο μας διαφεύγει: η Θεσσαλονίκη υπήρξε μια κατ΄ εξοχήν ρωμαϊκή πόλη- civitas libera… Η ρωμαϊκή διάσταση της ιστορίας της αποσιωπάται συστηματικώς και οι οργανωτές της έκθεσης δεν αποτέλεσαν εξαίρεση και για τούτο προέβησαν με χαρακτηριστική άνεση στην απροκάλυπτη λαθροχειρία: εμφάνισαν δύο από τα σημαντικότερα μνημεία της ως «βυζαντινά», ενώ είναι ρωμαϊκά – απορρόφησαν το «ρωμαϊκό» στον φαντασιακό «βυζαντινό χαρακτήρα» της πόλης.
Εάν ακολουθούσαμε τη λογική των οργανωτών, μάλλον, θα έπρεπε να θεωρούμε τη Θεσσαλονίκη, κατ΄ εξοχήν, ρωμαϊκή πόλη: σε ποια πόλη της Ευρώπης, τροφοδοτούνταν μέχρι προσφάτως οι πολίτες της με νερό από το ρωμαϊκό της υδραγωγείο ;
Το υδραγωγείο: το κατ΄ εξοχήν σύμβολο του ρωμαϊσμού.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα