Επιστροφή από το Καράκας - Της Σώτης Τριανταφύλλου
Πώς είναι να ζεις σαν φτωχός σε μια πλούσια χώρα;
Οι έλεγχοι στο αεροδρόμιο του Καράκας διαρκούν τέσσερις ώρες. Τέσσερις ώρες ορθοστασία σε τέσσερις διαφορετικές ουρές. Οι αποσκευές περνούν δύο φορές από ακτίνες και δύο φορές ανοίγονται: νεαροί με χακί στρατιωτικές στολές και βλοσυρό ύφος χώνουν μέσα ένα χέρι που κινείται σαν του Καραγκιόζη και ψαχουλεύουν· περιεργάζονται διάφορα προσωπικά αντικείμενα, καλλυντικά, γκάτζετς, παιδικά παιχνίδια. Τα πλησιάζουν στο αυτί τους και τα κουνάνε για ν’ ακούσουν τι συμβαίνει στο εσωτερικό τους.
Aκολουθεί σωματική έρευνα: βγάλτε τα παπούτσια σας! Βγάζουμε τα παπούτσια μας και περπατάμε ξυπόλητοι μες στο αεροδρόμιο. Αν ήξερα ισπανικά, θα ρωτούσα να μάθω: τι ακριβώς ψάχνετε; Εξάλλου, δεν μπαίνουμε στη χώρα – βγαίνουμε. Το ότι δεν μιλάω ισπανικά με κάνει πιο χαζή απ’ ό,τι είμαι. Μόλις εισχωρώ στο περιβάλλον της Alitalia, παρότι είναι η αεροπορική εταιρεία που χάνει τις περισσότερες αποσκευές ετησίως, νιώθω ανακούφιση: επιτέλους, μπορώ κάτι να ζητήσω, μπορώ κάτι να ρωτήσω, μπορώ να διαχειριστώ μια κρίση. Στη Βενεζουέλα δεν μπορούσα: έφαγα φαγητό αγνώστου υφής –το έδειξα με το δάχτυλο στον κατάλογο με κριτήριο τη χαμηλή τιμή–, απέτυχα να ζητήσω μέλι όταν χρειαζόταν μέλι και, στις οικονομικές συναλλαγές, μιας και δεν ξέρω ούτε τους αριθμούς, έπρεπε να κοιτάζω την ταμειακή μηχανή, όταν υπήρχε ταμειακή μηχανή. Συνήθως δεν υπήρχε. Επίσης, το αναφέρω παρεμπιπόντως, λιγοστές ήταν και οι περιβόητες αποδείξεις που, τελευταία, μαζεύουμε με ζήλο στην Ελλάδα. (Εντάξει, ξέρω ότι δεν περνάνε οι αποδείξεις από τη Βενεζουέλα!)
Οι Βενεζουελάνοι είναι καλύτεροι από μας στο ότι δεν καπνίζουν σε κανέναν εσωτερικό χώρο – το σημειώνω διότι μόνο για μας αυτή η απαγόρευση παραμένει σε εκκρεμότητα. Κατά τα άλλα είναι το ίδιο αγενείς μ’ εμάς, ίσως περισσότερο: μάλλον μουτρωμένοι, μάλλον εσωστρεφείς – ίσως φοβούνται τους ξένους, ίσως είναι ντροπαλοί. Στο αεροδρόμιο, μερικοί καταλαμβάνουν τρεις θέσεις: κάθονται ανάμεσα στις αποσκευές τους –μία αριστερά, μία δεξιά κι αυτοί στη μέση– ενώ υπάρχουν εκατοντάδες όρθιοι. Είναι το ίδιο παχύσαρκοι μ’ εμάς, ίσως περισσότερο: παχύσαρκοι κι ακομπλεξάριστοι σχετικά με το πάχος τους – το επιδεικνύουν παρά το κρύβουν. Μεταξύ άλλων νομίζω ότι για το υπερβολικό βάρος φταίει ένα συγκεκριμένο γλυκό, το tres leches («τρία γάλατα»): βρήκα τη συνταγή on line και πρόκειται να το φτιάξω μολονότι δεν έχω την παραμικρή ιδέα από ζαχαροπλαστική. Αν είμαι συνεπής κι ακολουθήσω σωστά τη συνταγή είμαι σίγουρη ότι θα προκύψει κάτι που να μοιάζει με tres leches. Συμβιβάζομαι και με κακέκτυπα. Γενικά, τα γλυκά στη Βενεζουέλα μού θύμισαν την παιδική μου ηλικία όταν οι τούρτες ήταν ανταμοιβή για κάτι καλό που έκανες ή για κάτι κακό που δεν έκανες. Ακομπλεξάριστη και η τοπική ζαχαροπλαστική, όλα βουλιαγμένα στη σοκολάτα και στη σαντιγί, όλα σε τεράστιες, αμερικανικές μερίδες. Όσο για τα κοκτέιλ μπορεί κανείς μέσα σε λίγες εβδομάδες να ξεπεράσει όλες του τις προκαταλήψεις και να πέσει με βουτιά, στην Pina Colada, ένα κοκτέιλ που είχα να ακούσω από τη δεκαετία του ’70 (το πίναμε στις ντισκοτέκ: χίλιες θερμίδες σ’ ένα ποτήρι).
Επιστρέφοντας από το Καράκας σκέφτομαι τα παράξενα του κόσμου που είδα: για παράδειγμα, μεγάλος αριθμός Βενεζουελάνων κάθε ηλικίας φοράνε ορθοδοντικά σιδεράκια (τα προμηθεύει δωρεάν το σύστημα δημόσιας υγείας) με αποτέλελσμα πολλά μεταλλικά χαμόγελα. Παρατήρησα, για μια ακόμη φορά, την τάση επιφανειακού καλλωπισμού που δεν υπάρχει, π.χ. στη Γαλλία: πάρα πολύ χοντρές κυρίες καμαρώνουν τα βαμμένα τους νύχια σε μοτίβα ζούγκλας – βούλες λεοπάρδαλης, ρίγες τίγρης, φλούο, δίχρωμα και τα λοιπά. Όπως στην Αφρική, στη Βενεζουέλα υπάρχει παράδοξος αριθμός κομμωτηρίων που παρέχουν υπηρεσίες μανικιούρ πεντικιούρ. Ακόμα και στα απομονωμένα αφρικανικά χωριά, εκεί όπου το λεωφορείο περνάει μια φορά την εβδομάδα κουβαλώντας ζωντανά κοτόπουλα, τα κομμωτήρια δεν λείπουν. Και οι άνθρωποι, οι γυναίκες κυρίως, ενδιαφέρονται τόσο για την κόμμωσή τους ώστε υποπίπτουν σε αισθητικά αδικήματα: ξανθά μαλλιά σε μαύρο δέρμα καθώς και κατάχρηση της μάλλον αποτυχημένης ιδέας που ονομάζεται «ανταύγειες» και που δεν ταιριάζει ούτε στις Αφρικανές, ούτε στις Ινδιάνες.
Ξένους ταξιδιώτες δεν είδα στη Βενεζουέλα, τουλάχιστον στα μη τουριστικά μέρη όπως το Πουέρτο Ορντάζ, η Ουπάτα και το Σιουδάδ Μπολίβαρ που επισκέφτηκα. Είδα λιγοστούς λευκούς, ισπανικής καταγωγής, εκ των οποίων ένας ήταν τελείως παλαβός και ζωγράφιζε δεινόσαυρους σ’ ένα μπλοκ ιχνογραφίας: «Προσέξτε τα αρπακτικά στο Σαν Φελίξ», μας είπε, «δεν είναι άνθρωποι, είναι τυραννόσαυροι». «Μάλιστα, θα προσέχουμε». «Σας περιμένουν για να σας κατασπαράξουν». «Μάλιστα, καταλάβαμε». «Περιφέρονται στο Σαν Φελίξ...» Στη συνέχεια μας έδειξε και άλλα είδη δεινοσαύρων – ο αγαπημένος του ήταν ο αγκυλόσαυρος, γένος των ορνιχισθίων δεινοσαύρων, ένας από τους λεγόμενους «θωρακισμένους». Α, ώστε έτσι – τι μαθαίνει κανείς σ’ ένα βενεζουελάνικο λεωφορείο...
Είδα ταξιδιώτες στις τέσσερις ουρές του αεροδρομίου: Αμερικανούς και Ιταλούς που είχαν κάνει διακοπές ή μήνα του μέλιτος στο Isla Margarita με τις αμμουδερές παραλίες και τα beach bars. Και ήταν τόσο ευχαριστημένοι που υπέμεναν εύθυμα τις ουρές, τις παράλογες ερωτήσεις, τη συμπλήρωση εντύπων που κανείς δεν κοιτάζει στο τέλος – όλα καταλήγουν στον κάδο απορριμμάτων. Σε δουλειά να βρισκόμαστε: ένας από τους λόγους ύπαρξης της γραφειοκρατίας. Οι παραθεριστές ήταν μαυρισμένοι και φορούσαν μακό μπλουζάκια με διαφημίσεις του νησιού. Κρίμα που δεν πήγα κι εγώ ως εκεί – είμαι μεγάλη σε ηλικία, μάλλον δεν θα προλάβω να δω το μαγευτικό Isla Margarita. Αν και, στην πραγματικότητα, δεν με ενδιαφέρουν τα μαγευτικά μέρη – δεν αναζητώ αιώνια λιακάδα, ψιλή άμμο, φοινικόδεντρα και το τέλειο αφρώδες κύμα του σέρφερ. Κυρίως, με απωθούν τα beach bars με λάτιν μουσική: όταν ακούω λάτιν μουσική δεν αγαπάω τη ζωή μου, κλείνω τ’ αυτιά μου με τα δυο μου χέρια.
Η ασχήμια μ’ ενδιαφέρει λίγο περισσότερο: το πολεοδομικό σχέδιο του Πουέρτο Ορντάζ (ίσως επανέλθω σ’ αυτό: οι Βενεζουελάνοι αποτόλμησαν πολεοδομικά πειράματα, εμείς όχι), οι φαβέλες του Καράκας, το πανηγύρι στην όχθη του Ορινόκο, η επαρχιώτικη σιωπή της Ουπάτα. Άραγε πώς ζουν αυτοί οι άνθρωποι; Τι σκέφτονται; Τι ονειρεύονται; Πώς είναι να ζεις σαν φτωχός σε μια πλούσια χώρα; (Ξέρω περίπου πώς είναι να ζεις σαν πλούσιος σε μια φτωχή χώρα).
Έχω πολλούς δρόμους να διανύσω και λίγο χρόνο στη διάθεσή μου. So many roads, so many trains to ride, όπως λέει το τραγούδι. Κοιτάζω τον παγκόσμιο χάρτη του εντύπου της Alitalia: οι τόποι που έχω επισκεφτεί είναι λιγότεροι από εκείνους που δεν έχω επισκεφτεί. Θα σκάσω! Δεν υπάρχει περίπτωση να προλάβω εκτός αν κάνω το τρελό πράγμα που έκανε ένας φίλος μου, ο Αμερικανός συγγραφέας Λόρενς Μπλοκ: γράφτηκε σε μια λέσχη που ονομαζόταν «100 τόποι» και που τα υποψήφια μέλη της έτρεχαν πάνω κάτω να εκπληρώσουν την αποστολή τους, να επισκεφτούν δηλαδή εκατό διαφορετικές χώρες ώστε να γίνουν μέλη. Το τρελό αυτό και πολύ αμερικανικό πράγμα μού θυμίζει έναν άλλο Αμερικανό φίλο, τον Κέννυ Κλαρκ, ο οποίος ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη μέσα σε δυο εβδομάδες: όταν τον ρώτησα πώς του φάνηκε το Παρίσι βάλθηκε να μου περιγράφει τις Βρυξέλες. Με τη σειρά του, ο Κέννυ μού θυμίζει μια ταινία με τίτλο If It’s Tuesday, This Must Be Belgium αλλά δεν θέλω να μοιάσω ούτε στον Κέννυ, ούτε στους ήρωες της ταινίας. Θέλω να τα δω όλα με την ησυχία μου – όλα όμως.
Πηγή: Athens Voice
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα