Σκοτεινά προαισθήματα - Της Σώτης Τριανταφύλλου
Δεν θέλω να συμβάλω στη δημιουργία χάους και απελπισίας, αλλά η προσπάθεια της κυβέρνησης να εξωραΐζει την κατάσταση μου φαίνεται μάταιη: η απόσταση από την πραγματικότητα δεν ενθαρρύνει τους πολίτες· τους εξοργίζει περισσότερο. Ο κ. Σαμαράς, μολονότι κατασκευάζει επίτηδες αισιόδοξο κλίμα –για να διαπραγματευτεί καλύτερα και για να προσελκύσει επενδυτές– μοιάζει αποκομμένος από τα καταιγιστικά γεγονότα: φτωχαίνουμε όλο και περισσότερο, η κοινωνική δικαιοσύνη ξεμακραίνει, τα πολιτικά μίση έχουν φτάσει σε εκρηκτικό σημείο.
Η περικοπή των κρατικών εξόδων φαίνεται η μοναδική ευρωπαϊκή και κυβερνητική στρατηγική – μια έμμονη ιδέα, μια ιδέα «μερική». Κι ενώ από τη μία πλευρά τα κρατικά έξοδα μειώνονται με διάφορους αμφίβολους τρόπους, την ίδια στιγμή η τάση είναι αυξητική μέσω των παρενεργειών της δημοσιονομικής λιτότητας: πώς θα συντηρηθούν τόσοι άνεργοι; Πώς θα πληρώνονται επιδόματα ανεργίας για το 1/4 του ενεργού πληθυσμού; Πώς θα περιθάλπονται οι πολίτες που ασθενούν στο περιβάλλον της κρίσης; Πώς θα στηριχθούν οι λιγοστές επιχειρήσεις που έχουν απομείνει; Πώς θα δοθούν κίνητρα ώστε να μη φύγουν από την Ελλάδα μεγάλες παραγωγικές μονάδες όπως η Βιοχάλκο;
Πήρα κατάκαρδα αυτή την τελευταία αποχώρηση: πριν από πολλά χρόνια είχα γράψει ένα βιβλιαράκι με τίτλο «Αύριο μια άλλη χώρα» γύρω από την οικογένεια ενός διευθυντικού στελέχους της «Σωληνόλ» (το μυθιστορηματικό όνομα της «Βιοχάλκο») στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Η ιστορία της «Σωληνόλ» –το success story για να χρησιμοποιήσω έναν όρο που τότε είχε κάποιο περιεχόμενο– αντικατόπτριζε το βιομηχανικό όνειρο, την ανάπτυξη, τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας στον οποίον πίστευαν οι δημοκρατικοί πολίτες: πρόοδος, ευημερία, άνοιγμα στον κόσμο. Εμείς που τότε ήμασταν παιδιά θυμόμαστε τόσο την αθλιότητα της ελληνικής επαρχίας όσο και την ελπίδα μιας καινούργιας προοπτικής: η Ελλάδα συνερχόταν από τους πολέμους, η δημοκρατία διευρυνόταν, η μετανάστευση στο εξωτερικό είχε περιοριστεί. Επιχειρήσεις βαριάς βιομηχανίας σαν τη «Βιοχάλκο» υπόσχονταν την μεταμόρφωσή της από υπανάπτυκτη βαλκανική οικονομία σε βιομηχανική δύναμη.
Η υπόσχεση δεν πραγματοποιήθηκε και καταλήξαμε χώρα κρατικών υπαλλήλων και σερβιτόρων. Η σημερινή πολιτική προσπαθεί να μειώσει τους κρατικούς υπαλλήλους αυξάνοντας τους σερβιτόρους, ενώ επιχειρήσεις σαν τη «Βιοχάλκο» ανακαλύπτουν ότι οι πάγιες δαπάνες είναι αλλού χαμηλότερες, ότι το οικονομικό και κοινωνικό κλίμα είναι αλλού ευνοϊκότερο.
Παρά τα σκοτεινά μου προαισθήματα, θα επιμείνω για μια ακόμα φορά στην κοινή λογική –που, όπως έχουμε επαναλάβει πολλές φορές, δεν είναι καθόλου κοινή– η οποία επιβάλλει, νομίζω, τα παρακάτω «μέτρα». Τα μέτρα αυτά δεν σχετίζονται με ό,τι μάθαμε τα τελευταία τέσσερα χρόνια να χαρακτηρίζουμε με αυτόν τον μισητό όρο – πρόκειται για την εφαρμογή μιας ήπιας και αποτελεσματικότερης πολιτικής, ασυμβίβαστης τόσο με τον συνδικαλιστικό συντηρητισμό όσο και με τα μέτρα που προκαλούν τον μαρασμό της ελληνικής οικονομίας.
Πρέπει να σταματήσει αμέσως η οικονομική πίεση στη μεσαία τάξη και στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Αν λειτουργήσουν οι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί, δεν θα χρειαστούν άλλοι φόροι. Παραλλήλως, για να μη χρειαστούν άλλοι φόροι, είναι απολύτως απαραίτητο να καταλάβει η ευρωπαϊκή και ιδιαίτερα η γερμανική ηγεσία ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αποπληρώσει τα χρέη της στον δεδομένο χρόνο, με τους δεδομένους όρους. Με λίγα λόγια χρειάζεται ρεαλισμός από την πλευρά της ΕΕ: ό,τι δεν μπορεί να γίνει, δεν μπορεί να γίνει. Η ΕΕ, δηλαδή η Γερμανία, δεν ενδιαφέρεται για την ευτυχία των Ελλήνων, ούτε είναι δική της δουλειά η ευτυχία των Ελλήνων. Η ευτυχία των Ελλήνων είναι δουλειά των Ελλήνων.
Η Γερμανία ενδιαφέρεται να μη χάσει τα δάνεια που έχει χορηγήσει. Επίσης, θέλει να αποφύγει τη διάλυση του ευρωπαϊκού συστήματος το οποίο θα προκαλούσε μεγάλη θεσμική και οικονομική αναστάτωση. Αλλά, τέσσερα χρόνια μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, αμφότερα τα ζητήματα παραμένουν αβέβαια: η γερμανική τακτική πρέπει να εγγραφεί ως αποτυχημένη. Μια καινούργια διαπραγματευτική απόπειρα από την πλευρά της κυβέρνησης Σαμαρά πρέπει να απαντά, μεσοπρόθεσμα, στα προβλήματα της ανάπτυξης (των ξένων επενδύσεων, της επιστροφής ανέργων στη γεωργία και στην κτηνοτροφία), της γενικής απασχόλησης, της εξομάλυνσης της παιδείας. Τα προβλήματα αυτά δεν μπορούν να επιλυθούν με νηφαλιότητα κάτω από τη σημερινή πίεση της ΕΕ και σε συνθήκες κοινωνικού αναβρασμού.
Δεύτερο: Είναι απολύτως απαραίτητο να κινηθούν οι μηχανισμοί της δικαιοσύνης σχετικά με τα ποινικά εγκλήματα που διαπράττονται στον χώρο της πολιτικής. Πιθανώς χρειάζεται νόμος εναντίον της άρνησης του Ολοκαυτώματος – άλλοι νόμοι (όπως ο «αντιρατσιστικός») είναι περιττοί· σε όλες τις περιπτώσεις μπορεί να εφαρμοστεί το ποινικό δίκαιο. Το ποινικό δίκαιο πρέπει να εφαρμοστεί και για τα οικονομικά εγκλήματα των πολιτικών και των πολιτών χωρίς ωστόσο να στήνονται λαιμητόμοι στις πλατείες. Χρειάζονται παρεμβάσεις στο νοσηρό κοινωνικό κλίμα που επιδεινώνεται από πλήθος παραγόντων: την εγκληματική παρουσία της Χρυσής Αυγής, τον έξαλλο ανορθολογισμό του ΣΥΡΙΖΑ, την αμετροέπεια και τη βλακεία των μικρότερων κομμάτων που ανταγωνίζονται σε επιθετικότητα και ακρότητες τα πιο δημοφιλή κόμματα της αντιπολίτευσης. Προστίθεται η απαράδεκτη συμπεριφορά των δημοσιογράφων που οξύνουν την πόλωση χωρίς καμιά υπευθυνότητα: για παράδειγμα, ο κ. Κασιδιάρης απολαμβάνει ραδιοφωνικού χρόνου εξαιτίας του ίδιου του του θράσους – η αναίδεια, η έλλειψη αγωγής, η κακεντρέχεια, ο μισογυνισμός, τα υπερεθνικιστικά αισθήματα, οι προτροπές για βία προβάλλονται ως mainstream. Αντιθέτως, τα ΜΜΕ δεν δίνουν ευκαιρίες στον μετριοπαθή και ψύχραιμο λόγο διότι, προφανώς, δεν δημιουργεί επαρκή πάθη και ακροαματικότητα. Οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι αποδεικνύονται εξίσου ανεύθυνοι με τους χρήστες κοινωνικών δικτύων, δηλαδή με τον κάθε απλό πολίτη που αποκτά ευκαιρία δημοσίου λόγου.
Πιθανώς ο χρόνος να δώσει απαντήσεις: όλα «λύνονται» στο τέλος, ακόμα κι αν οι λύσεις είναι άσχημες. Βρισκόμαστε παγιδευμένοι ανάμεσα σε κάτι που πεθαίνει και σε κάτι που δεν μπορεί να γεννηθεί: μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν καταλαβαίνει ότι η σχετική ευημερία και ασφάλεια των τελευταίων δεκαετιών στηριζόταν σε υψηλότοκα δάνεια και όχι σε πραγματική παραγωγή – αυτή η παλιά κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί εφόσον οι δανειστές (οι επιλεγόμενες «αγορές») δεν μας δανείζουν πια. Το ερώτημα είναι πώς διαμορφώνεται η «καινούργια» κατάσταση, πώς εξορθολογίζεται μέσα στο κλίμα του γενικευμένου παραλογισμού.
Παρότι είμαι γενικά αισιόδοξη και πιστεύω στο Καλό, αυτόν τον καιρό διακατέχομαι, όπως είπα, από σκοτεινά προαισθήματα. Υπάρχει κάτι βαθιά άρρωστο στην Ελλάδα: οι Έλληνες εξακολουθούν να πιστεύουν ότι είμαστε ο περιούσιος λαός του θεού τον οποίον οι δυτικοί φθονούν και θέλουν να καταστρέψουν, ενώ, στην ουσία, το μόνο που θέλουν είναι τα λεφτά τους – επίσης, θέλουν να απαλλαγούν από μας και τους μπελάδες μας. Στην ΕΕ, καταφανώς «ξεχωρίζουμε», πλην όμως όχι επειδή υπερέχουμε αλλά επειδή υπολειπόμαστε σε οργάνωση, σε θεσμούς, σε πολιτικό σύστημα. Αλλά, θα το επαναλάβω, η απόσταση αυτή δεν μπορεί να διανυθεί μέσω της σημερινής πολιτικής και εν μέσω μίσους, ανομίας και πανικού.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα