Περί εξτρεμισμού - Της Σώτης Τριανταφύλλου
Ο εξτρεμισμός είναι εξωνυμικός όρος – άρα, προκαλεί αντιδράσεις από την ομάδα και τα άτομα που χαρακτηρίζονται “εξτρεμιστικά”. To αντίστοιχο ενδώνυμο είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, “ριζοσπαστικός”, που σημαίνει, αρχικά, εκείνον που φτάνει στη ρίζα των κοινωνικών προβλημάτων και, σε δεύτερο επίπεδο, εκείνον που προσπαθεί να τα λύσει με δραστικές μεθόδους. Υπό αυτή την έννοια, σπανίως συναντάμε πολιτικούς σχηματισμούς που να αυτοαποκαλούνται “ακροδεξιό, εξτρεμιστικό κόμμα” ή “ακροαριστερό, εξτρεμιστικό κόμμα”: αντιθέτως, ο όρος “ριζοσπαστικός” απαντάται σε ποικίλα πολιτικά και κοινωνικά πεδία – ειδικά στην Ελλάδα προσδιορίζει παραδοσιακά κόμματα και δραστηριότητες όπως η ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις), ο ΣΥΡΙΖΑ (Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς) και η εφημερίδα του ΚΚΕ “Ριζοσπάστης”. Αν ερευνήσουμε τα μικρά κόμματα που υπολειτουργούν στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό, θα συναντήσουμε τον όρο σε διάφορες εκδοχές επαναστατικών “μετώπων” και μεταρρυθμιστικών συσπειρώσεων.
Η πολιτική ταυτότητα «ultra» είχε ανέκαθεν κοινωνική αίγλη: οι μετριοπαθείς, οι κεντρώοι, οι κεντριστές θεωρούνταν συμβιβασίες, άνθρωποι χωρίς έντονα συναισθήματα, χωρίς άσπονδους εχθρούς – ίσως δειλοί, ίσως ασπόνδυλοι, ίσως «ξεπουλημένοι». Ο λενινισμός τον οποίον υιοθέτησαν τα κομμουνιστικά κόμματα και οι ομάδες της άκρας αριστεράς στον 20ό αιώνα υπαγόρευε την κατασκευή ασυμβίβαστων ακτιβιστών: όποιος τολμούσε να προτείνει πολιτικούς συμβιβασμούς θεωρούνταν αποστάτης και προδότης° τιμωρούνταν με αποπομπή και εξευτελισμό. Ο μπολσεβικισμός κατατρόπωσε τους εχθρούς του καταγγέλλοντας τις «δημοκρατικές» τάσεις οι οποίες απέκλιναν από τις «ριζοσπαστικές», δηλαδή από τον μαξιμαλισμό της σοσιαλιστικής επανάστασης. Το ανθρώπινο πρότυπο ήταν ηρωικό και φιλοπόλεμο με τάση για θανατολατρία, αιμοδιψία, κατεδάφιση του κοινωνικού οικοδομήματος. Κλασικό παράδειγμα αντίθεσης μεταξύ του μπολσεβικικού εξτρεμισμού και της σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης για την κοινωνική μεταρρύθμιση είναι η στάση του Κάουτσκυ, του Μπέμπελ και του Μπέρνσταϊν στα τέλη του 19ου αιώνα: αυτοί οι μεγάλοι σοσιαλδημοκράτες πίστευαν στην κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αλλά επέμεναν στη νόμιμη πολιτική δράση, στην προσπάθεια βελτίωσης της ζωής των εργαζομένων και όχι στη βίαιη κοινωνική ανατροπή. Αντιθέτως, οι μπολσεβίκοι και άλλες εξτρεμιστικές ομάδες της εποχής εκείνης (αναρχικοί, αριστεροί τρομοκράτες, ναρόντνικοι) υιοθετούσαν πιο «ριζοσπαστικές» μεθόδους χωρίς αποδοχή του κοινοβουλευτικού πλαισίου. H ρήξη ανάμεσα στον εξτρεμισμό και τη σοσιαλδημοκρατία (η οποία κατέληξε στο πολιτικό mainstream”) εικονογραφείται σε ένα, κατά τη γνώμη μου, απαράδεκτα ειρωνικό και φτηνό λιβελογράφημα του Λένιν, με τίτλο «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκυ»: το βιβλιαράκι αυτό, που κατηγορεί τον Κάουτσκυ ως πράκτορα του διεθνούς καπιταλισμού και της «κοινοβουλευτικής ηλιθιότητας», αποτελεί ένα από τα μανιφέστα του πολιτικού εξτρεμισμού στα τέλη του 19ου αιώνα.
Η άκρα αριστερά οργανώθηκε, όπως η άκρα δεξιά, με εκκλησιαστική δομή στη βάση θρησκευτικών αξιών και μύθων: ο διάβολος (καπιταλισμός, ιμπεριαλισμός, «κεφάλαιο», ατομική ελευθερία), το επέκεινα (σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό σύστημα), η αμαρτία (παραβίαση της γραμμής του κόμματος), η εξομολόγηση (αυτοκριτική), η τιμωρία, η αυταπάρνηση και αυτοθυσία, η θυσία των άλλων για «καλό σκοπό», η υποταγή του ατόμου στο σύνολο και στην ιεραρχία, ο ασκητισμός, ο πουριτανισμός αποτελούν ακόμα στοιχεία της ιδεολογίας της. Πολλές από αυτές τις αξίες συνυφαίνονται με εκείνες της άκρας δεξιάς που συνιστά το αποτέλεσμα ριζοσπαστικοποίησης είτε της θρησκείας, είτε της παραδοσιακής λαϊκής δεξιάς, του κοινωνικού συντηρητισμού – είτε, σε πλείστες περιπτώσεις, των φυλετικών και εθνοτικών προκαταλήψεων.
Στην Ελλάδα, ο δημόσιος διάλογος σκοντάφτει σε μια σειρά από κληρονομημένες ιδέες με πρώτη απ’ όλες την αγιοποίηση της αριστεράς. Εξαιτίας της προσφοράς της στους κοινωνικούς αγώνες στη διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα, η αριστερά συγχωρείται ξανά και ξανά για τη γοργή και ολοκληρωτική εγκατάλειψη των αρχών της: ακόμα και μετά τη σοβιετική εμπειρία –δηλαδή την τερατώδη αποτυχία της αριστερής κοσμοθεωρίας- ο σταλινισμός θεωρείται παραμόρφωση ή παρέκκλιση, ενώ οι σταλινικές ομάδες, όπως το ΚΚΕ, συνεχίζουν να τον προπαγανδίζουν αντισταθμίζοντας τη «δυτική προπαγάνδα». Οι σταλινικοί, όπως οι φιλοναζί και οι φασίστες, αποδίδουν εγκλήματα οικουμενικής κλίμακας είτε στην προπαγανδιστική ψευδολογία, είτε στην «ιστορική αναγκαιότητα». Ωστόσο, η επιστήμη της ιστορίας και η λογική καταλήγουν στο απλό και αδιαφιλονίκητο συμπέρασμα: ο ναζισμός, ο φασισμός και ο σοσιαλφασισμός είναι τρεις εκδοχές ολοκληρωτικών συστημάτων με χαρακτηριστικά έξαλλου μιλιταρισμού, αυταρχισμού, εθνολαϊκισμού και ιδεολογικής τρομοκρατίας. Εξυπακούεται ότι τα τρομοκρατικά αυτά καθεστώτα δεν ισοφαρίζονται μεταξύ τους αλλά αποτελούν ξεχωριστά εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας.
Οι τρομοκρατικές ομάδες της άκρας δεξιάς παρουσιάζουν πλήθος ομοιοτήτων με τις τρομοκρατικές ομάδες της άκρας αριστεράς: κλασικά υποδείγματα μελέτης είναι οι Ερυθρές Ταξιαρχίες και ο Ιαπωνικός Κόκκινος Στρατός (λιγότερο γνωστός στην Ελλάδα αλλά δραστήριος μέχρι το 1988). Η επίσημη αριστερά, αν και βλέπει με συμπάθεια την αριστερή τρομοκρατία και τις πράξεις βίας για τον προαναφερθέντα «καλό σκοπό», αποδίδει τη σύσταση εγκληματικών ομάδων σαν τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και τον Ιαπωνικό Κόκκινο Στρατό στις αμερικανικές και εβραϊκές μυστικές υπηρεσίες. Η CIA και ο διεθνής σιωνισμός εμφανίζονται ως οι από μηχανής θεοί που προσφέρουν απαντήσεις σε σκοτεινά προβλήματα: ό,τι αμαυρώνει την εικόνα της αριστεράς φορτώνεται στα όργανα του ιμπεριαλισμού και της πλουτοκρατίας ώστε η αριστερά να αθωωθεί μαζί με τον «λαό». Ομοίως, στην καθημερινότητα, οποιαδήποτε πράξη βίας δεν μπορεί να ενταχθεί στον «καλό σκοπό» χαρακτηρίζεται προβοκάτσια και πάλι η αριστερά και ο «λαός» απαλλάσσονται.
Η άκρα αριστερά δεν αντέχει την ιδέα ότι μοιράζεται αξίες και μύθους με τη δεξιά. Κι όμως, το πολιτικό φάσμα είναι πιο περίπλοκο απ’ όσο φαίνεται: για παράδειγμα, αν αναλύσουμε το αμερικανικό Ελευθεριακό Κόμμα –που θεωρείται, και είναι, «δεξιό»- θα συναντήσουμε μια σειρά από παραδοσιακές αντιεξουσιαστικές ιδέες και μεθόδους. Εξάλλου, οι συγγένειες των άκρων του πολιτικού φάσματος αναπτύσσονται σε όλα τα επίπεδα: ιδεολογικό (ρητορεία εναντίον του «Κατεστημένου», πατριωτισμός, λαϊκισμός, συνωμοσιολογία), οικονομικό (κρατισμός, απομονωτισμός), ηθικό/μεθοδολογικό (βολονταρισμός, μαξιμαλισμός) και συχνά –αλλά όχι πάντα- επεκτείνονται στο επίπεδο της καθημερινής συμπεριφοράς και της εκφοράς του λόγου. Γενικά μιλώντας, στην καθημερινότητα, οι άνθρωποι που πρόσκεινται στην άκρα αριστερά προσπαθούν να είναι «καλοί», ενώ εκείνοι που πρόσκεινται στην άκρα δεξιά αδιαφορούν για την απλή αξία της καλοσύνης° κινούνται σε μια και μοναδική τροχιά, εκείνη του μίσους (φυλετικού, εθνοτικού, συχνότατα ταξικού).
Όπως είναι φυσικό, τα πολιτικά άκρα συναντώνται με αποτροπιασμό κι από τις δύο πλευρές: δεν αποδέχονται τους κοινούς τους τόπους - τον αυταρχισμό, τον φονταμενταλισμό (την επιστροφή στις ρίζες και πλήρης υπακοή στο δόγμα) και τον φανατισμό - ούτε τις ομοιότητες που σχετίζονται με την απροθυμία για συμβιβασμούς, με την απόλυτη ιδεολογική βεβαιότητα, τη μονολιθικότητα, την έλλειψη ανοχής σε διαφορές απόψεων στο εσωτερικό τους. Επίσης, όπως είναι επίσης φυσικό, υπογραμμίζουν τις υπαρκτές διαφορές τους, όπως, για παράδειγμα, τη στάση τους έναντι των γυναικών, των μεταναστών, των αλλοθρήσκων και των σκουρόχρωμων. (Όπως προαναφέρθηκε, ο ακροδεξιός ρατσισμός είναι φυλετικός και κατευθύνεται εξίσου εναντίον των ισχυρών και των ανίσχυρων, ενώ ο αριστερός ρατσισμός είναι πολιτισμικός και κατευθύνεται αποκλειστικά εναντίον των ισχυρών). Έτσι κι αλλιώς, ο φασισμός όλων των αποχρώσεων είναι ιδεολογία και καθεστώς του μικρού ανθρώπου, του κομφορμιστή, του λούμπεν προλετάριου, του εξοργισμένου μικροαστού που μεταμορφώνεται σε εκδικητή.
Η αέναη επιστροφή του φασισμού δεν οφείλεται στις δυσάρεστες οικονομικές συνθήκες: μια τέτοια ανάλυση θα αποενοχοποιούσε τους οπαδούς των άκρων. Η επιστροφή του φασισμού ευνοείται από αρνητικές οικονομικές συγκυρίες αλλά οφείλεται στην ιστορία, στην πολιτική κουλτούρα, στο γενικό ήθος που χαρακτηρίζει την κάθε κοινωνία. Επίσης, οφείλεται σε μια συλλογική ψυχολογία: στην αναζήτηση μιας ταυτότητας εκ μέρους ατόμων και ομάδων με καταστροφικές και αυτοκαταστροφικές τάσεις οι οποίες καταλήγουν σε αισθήματα μνησικακίας και σε απαξίωση της ανθρώπινης ζωής. Συχνά, οι άνθρωποι που ενστερνίζονται εξτρεμιστικές ιδεολογίες – όπως π.χ. τον μουσουλμανικό φονταμενταλισμό – προέρχονται από τα βάθη του πολιτισμού, από εμπειρίες αμάθειας, καταπίεσης, ανασφάλειας, απόρριψης, απώλειας και οργής. Παρόμοιο είναι το ψυχικό πορτρέτο του εξτρεμιστή όλων των ποικιλιών: σκοτεινή αντίληψη του περιβάλλοντος κόσμου («ο κόσμος είναι κακός και άσχημος»), περιφρόνηση όχι μόνον προς τους νόμους αλλά και προς ό,τι χαρακτηρίζεται common moral standards, τάση για αυτοδικία (συμπεριφορά «vigilante”), δαιμονολογία, πλάνη σχετικά με τη δημοτικότητα των ιδεών του. Τόσο η άκρα δεξιά, όσο και η άκρα αριστερά τείνουν να πιστεύουν ότι υπάρχει ευρεία συναίνεση σχετικά με τις απόψεις τους: η γνωστική αυτή πλάνη, που ονομάζεται και false-consensus effect, αυξάνει τεχνητά την αυτοεκτίμηση των εξτρεμιστικών ομάδων και δημιουργεί τη βάση για βίαιες πράξεις οι οποίες υποτίθεται πως το κοινό θα δικαιολογήσει ή θα επικροτήσει. Πρόκειται για μια ακόμα αντίφαση: οι εξτρεμιστές απολαμβάνουν το στάτους του ημι-έκνομου, του μειονοτικού που απεργάζεται ανατροπή, ξεσηκωμό, ανταρσία σε πείσμα του φιλήσυχου μικροαστού. Πλην όμως, αν ο μικροαστός είναι, όπως γράφει ο Ρολάν Μπαρτ, ο άνθρωπος που δεν μπορεί να φανταστεί τον Άλλον, το ίδιο ισχύει και για τον εξτρεμιστή: στη συνάντησή του με τον Άλλον, ο εξτρεμιστής τυφλώνεται και μεταμορφώνει τον Άλλον είτε σε αντίγραφο του εαυτού του, είτε σε θανάσιμο εχθρό του.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα