Σοφία Βέμπο: Μια ροκ φιγούρα άλλης εποχής
«Μα σ’ εκείνο τον πόλεμο όλοι έδωσαν τη ζωή τους. Τα πόδια τους, τα μάτια τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα; Τη φωνή μου, που καλή ή κακή, την έχω ακόμα ακέραιη και ζωντανή. Δεν μου χρωστάει λοιπόν τίποτα ούτε το ελαφρό τραγούδι, ούτε η Ελλάδα. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα, γιατί αυτά με κάνανε Βέμπο».
Τι είναι η πατρίδα; Έννοια άπιαστη, αλλά αγαπημένη. Είναι οι ρίζες, τα βιώματά μας, τα παιδικά μας χρόνια, η Ιστορία μας. Είναι αυτό που μάθαμε να αγαπάμε από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας, είναι αυτό που ενώνει τους «φιλέριδες» Έλληνες, σε όποια εσχατιά της Γης κι αν βρίσκονται, είναι αυτό που δεν επιτρέπουμε σε κανέναν ξένο να αγγίξει.
Τι είναι η ντίβα; Μια θεά, αλλά με ανθρώπινη μορφή. Δεν έχει ανάγκη από συστάσεις, ούτε φιλοφρονήσεις. Δεν είναι η ομορφιά που την καταξιώνει, η παρουσία της ωστόσο, είναι επιβλητική. Κι όταν ακόμα δεν την βλέπεις, ξέρεις πως είναι εκεί. Από την αύρα της. Μια θεά ευλογημένη από τις Μοίρες, προορισμένη να αφήσει την ανεξίτηλη σφραγίδα της σε μια εποχή.
Ας φανταστούμε λοιπόν τι γίνεται όταν οι δύο παραπάνω έννοιες ενωθούν: Όταν η «ντίβα» συνάντησε την «Πατρίδα», γεννήθηκε η μοναδική Σοφία Βέμπο.
Γεννημένη στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης το 1910, η Έφη Μπέμπου κατέληξε με την πολυπληθή οικογένειά της στο Βόλο, ενώ ως νεαρή κοπέλα αναγκάστηκε να εργαστεί για να στηρίξει οικονομικά τα αγαπημένα της πρόσωπα. Όταν ανακαλύφθηκε το ταλέντο της, η δεκαοκτάχρονη Σοφία Βέμπο πλέον, εκτοξεύτηκε με εξαιρετική ευκολία στην κορυφή, μολονότι κάποιοι ήταν δύσπιστοι απέναντι στην ασυνήθιστη μπάσα φωνή της.
Τα τραγούδια της δεν άργησαν να γίνουν μόδα στους κύκλους της καλής αθηναϊκής κοινωνίας, ενώ η θεατρική επιθεώρηση της είχε ήδη ανοίξει διάπλατα την αγκαλιά της. Η μελαχρινή αγέρωχη κοπέλα με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια και το ευθύβολο βλέμμα ωστόσο, δεν θα γίνει ποτέ «δήθεν», δεν θα απαρνηθεί την καταγωγή της, δεν θα αλλοτριωθεί από τα φώτα της δημοσιότητας και δεν θα διστάσει να λανσάρει το τσεμπέρι και το κοντογούνι, αλλά και το αρχοντορεμπέτικο, στα καλύτερα σαλόνια.
Στις σκληρές μέρες του ελληνοϊταλικού πολέμου θα την βρει κανείς στα νοσοκομεία να τραγουδά για τους τραυματίες που φτάνουν από το μέτωπο, να γίνεται ένα μαζί τους, να κλαίει μαζί τους. Να κλαίει για την Ελλάδα που αγωνίζεται και ψυχορραγεί. Ζητώντας από τον Τραϊφόρο να της γράψει στίχους για την πατρίδα πάνω στη μουσική του τραγουδιού του ίδιου και του Σουγιούλ, Ζεχρά, θα γεννηθεί ο θούριος του αλβανικού έπους, αλλά κι ένας μεγάλος και πολυκύμαντος έρωτας.
Πράγματι, το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά», δεν έχει θέση πια στην πρωτεύουσα. Θα το πάρει ο άνεμος, θα το σκορπίσει σε κάθε γωνιά της ελλαδικής γης και θα καταλήξει στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας, εκεί όπου πραγματικά ανήκει. Σαν αντίλαλος θα αντηχήσει στις χαράδρες και στις κακοτράχαλες πλαγιές, ύμνος θα γίνει των φαντάρων, που δακρύζουν στο άκουσμά του και πίνουν νερό στο όνομα της Σοφίας. Θα γίνει η δική μας «Λιλλή Μαρλέν».
Από την Αίγυπτο, όπου κατέφυγε μετά την εισβολή των Γερμανών, συνέχισε να τραγουδά και να εμψυχώνει τον στρατό μας στη Μέση Ανατολή. Ό,τι είχε και δεν είχε το έδωσε για οικονομική ενίσχυση του Ναυτικού μας. Μετά την επάνοδό της στην Ελλάδα, η καριέρα της συνεχίζεται με την ίδια επιτυχία, ενώ ανοίγει και το δικό της θέατρο στο Μεταξουργείο.
Ο αγαπητός της φίλος και συνεργάτης Τάκης Λάμπρου παρατηρεί ότι «Όταν συνεργαζόσουν με τη Βέμπο, ήταν σαν να κρατάς τα Ιμαλάια επάνω σου. Απορώ πώς άντεξα αυτό το βάρος της προσωπικότητας της Σοφίας». Και αναφέρει ένα χαρακτηριστικό ευτράπελο με τη βασίλισσα Φρειδερίκη: «Ήμαστε σε μια γιορτή. Η Σοφία τραγούδησε ωραία και καλά. Το ‘60 έγινε αυτό. Μόλις τελείωσε, η βασίλισσα Φρειδερίκη τη χαιρέτησε και κάθισαν να μιλήσουν. Για μια στιγμή εγώ ήθελα να πιω νερό. Διψούσα. Εκείνη χωρίς δεύτερη σκέψη σταμάτησε τη συζήτηση, κάλεσε το σερβιτόρο και του ζήτησε ένα ποτήρι νερό. Η βασίλισσα την κοιτούσε με απορία. Στη συνέχεια της είπε: Σοφία μου, το ξέρεις πως μιλάς με τη βασίλισσα; Η Σοφία είπε αποστομωτικά: Φρειδερίκη μου, εσύ βασίλισσα με το στέμμα στο κεφάλι, εγώ βασίλισσα με τη φωνή μου»!
Έτσι έμεινε η Βέμπο μέχρι το τέλος της ζωής της: γνήσια, ατρόμητη, αδέκαστη, περήφανη, λεβέντισσα. Έτσι τη βρήκε και ο Νοέμβριος του 1973, τη «θεόρατη» αυτή γυναίκα. Όταν το τανκ έσπασε την πόρτα του Πολυτεχνείου κι οι φοιτητές ξεχύθηκαν πανικόβλητοι και κυνηγημένοι, μπορούσε η Σοφία να μείνει αμέτοχη; Άνοιξε την πόρτα του μονώροφου σπιτιού της στην οδό Ρεθύμνης, κοντά στο Πολυτεχνείο κι έκρυψε μέσα όσους μπορούσε. Όταν οι στρατιωτικοί χτύπησαν την πόρτα της, κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει το ιερό αυτό τέρας και κανείς δεν διανοήθηκε να ψάξει το σπίτι της.
Στις 11 Μαρτίου του 1978 ωστόσο, η ανεπανάληπτη Ελληνίδα ντίβα έφυγε πρόωρα. Μαζί της έφυγε και μια ολόκληρη εποχή. Έπος και εποποιία. Δεν θα ήταν υπερβολικό άλλωστε να αναρωτηθεί κανείς, πώς θα ήταν ο ελληνοϊταλικός πόλεμος χωρίς εκείνη. Νομίζω πάντως ότι με τα σημερινά δεδομένα η διαχρονική Σοφία θα μπορούσε να ονομαστεί – ας μου επιτραπεί η χρήση του όρου – «ροκ». Μοιραστείτε μαζί μου τους πολύ πετυχημένους στίχους του Ηλία Κατσούλη, όπως τους τραγουδά ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας στο συγκινητικό τραγούδι του Νότη Μαυρουδή « Άρωμα από Δάφνη – Ερωτικό (στη Σοφία Βέμπο)»:
«Επέτειος του ΄40 στο σχολείο,
Ελλάδος παρελθόν και μεγαλείο.
Γιορτές σαν μουσική στο ίδιο τέμπο,
μα πάντα μένει ροκ μόνο η Βέμπο».
Πόσο δίκιο έχει!
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα