Κώστας Καρυωτάκης, «ένας δειλός που ’κρυβε μέσα του δυνάμεις γίγαντα...» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*
Αφιερωμένο
στη μνήμη του ξαδέλφου μου
δικηγόρου Χρήστου Ιω. Αργυρόπουλου,
λάτρη του Κ. Καρυωτάκη και της Μ. Πολυδούρη.
Γ. Α. - Π.
Φωτο: Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας
«Στις 21 Ιουλίου του 1928, με τον ίδιο πυροβολισμό που η Αικατερίνη Καρυωτάκη έχανε το γιο της, αναγγελλόταν στην Ελλάδα το πέρασμα ενός ποιητή…
Ο Καρυωτάκης είναι ο ποιητής των εφήβων. Το κλίμα της ποίησής του, η απαισιοδοξία και ο βαθύτατος σαρκασμός του βρίσκουν μεγάλη ανταπόκριση στη γεμάτη σύγχυση διάθεση του νέου, που αρχίζει ν’ ανακαλύπτει τον κόσμο…» γράφει η Λιλή Ζωγράφου.
Ο ποιητής και πεζογράφος Κώστας Καρυωτάκης, ο σημαντικότερος εκφραστής της σύγχρονης Λυρικής Ποίησης, και ίσως η πιο αξιόλογη λογοτεχνική φωνή της γενιάς του ’20, γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1896 στην Τρίπολη, και αυτοκτόνησε το απόγευμα της 21ης Ιουλίου του 1928 στην Πρέβεζα. Δευτερότοκο παιδί του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη και της Αικατερίνης Σκαγιάννη, είχε μιαν αδελφή, τη Νίτσα, μεγαλύτερή του κατά ένα χρόνο, κι έναν μικρότερο αδελφό, τον Θάνο, γεννημένο το 1899. Σε αντίθεση με τα δύο αδέλφια του, που ήταν όμορφα και γεροδεμένα παιδιά, ο Κώστας ήταν κοντός και αδύνατος, ένα λιγομίλητο, λυμφατικό, ντροπαλό και δειλό αγόρι…
Η Λιλή Ζωγράφου (στο βιβλίο της «Καρυωτάκης – Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης», Εκδόσεις «Γνώση», 1981, σσ. 22 – 23) γράφει: «Τον Καρυωτάκη δεν “τον” παίζουν οι συνομήλικοί του στα παιχνίδια τους (όπως τον Σαρτρ και τον Κάφκα). Τον φωνάζουν “γέρο” και τον αποφεύγουν συστηματικά… Όσο είναι μικρός, λοιπόν, ο Καρυωτάκης, τα παιδιά τον αποφεύγουν. Δε θα τρέξει, δε θα ξεφωνήσει, δε θα ξεκαρδιστεί. Περήφανος και τρομοκρατημένος, ίσως, θα καταλαγιάσει φυλακίζοντας μέσα του ένα σμάρι πουλιά που λαχταρούν να ορμήσουν στο πανηγύρι του σούρουπου. Ο λιγοστός αυθορμητισμός, που πιθανόν να του άφησε η “αυστηρή ανατροφή”, θα ξεψυχήσει στην αμείλιχτη κι άκαρδη αδιαφορία των συνομηλίκων του».
Λόγω του επαγγέλματος του πατέρα, η οικογένεια αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Έτσι, ο Κώστας πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Λευκάδα, στο Αργοστόλι, στη Λάρισα, στην Πάτρα, στην Καλαμάτα, όπως επίσης στην Αθήνα, από το 1909 μέχρι το 1911, και στη συνέχεια στα Χανιά, μέχρι το 1913, όπου και αποφοίτησε από το 1ο Γυμνάσιο Χανίων.
Από πολύ νεαρή ηλικία, όταν ήταν 16 περίπου ετών, είχε αρχίσει να δημοσιεύει τα ποιήματά του σε διάφορα παιδικά Περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε κάποιο διαγωνισμό διηγήματος της «Διαπλάσεως των παίδων».
«Βέβαια τα άλλα αγόρια, τα συνομήλικά του, τρέχουν, παλεύουν, νικούν άλλα αγόρια. Μα δεν γράφουν ποιήματα. Ωστόσο αυτός θα κερδίσει την πρώτη μάχη. Θα τον ερωτευθεί η νεαρή Άννα Σκορδίλη. Ο έρωτάς τους δεν θα κρατήσει πολύ, γιατί ο Κ. θα φύγει από τα Χανιά (που είναι διορισμένος ο πατέρας του) για σπουδές στην Αθήνα. Η ωραία κόρη παντρεύεται κάποιον άλλον. Πόσο θα τραυματισθεί ο ποιητής απ’ αυτή την προδοσία μπορούμε να το φανταστούμε, παρ’ όλο που ο δεσμός διατηρείται σε επίπεδο τελείως φιλολογικό, όπως φαίνεται από τα ασήμαντα γραμματάκια της νεαράς που διασώθηκαν. Ωστόσο είναι αστείος ο ισχυρισμός του πρώτου βιογράφου του πως “καμιά άλλη γυναίκα δεν φαίνεται να έπαιξε τόσο μεγάλο ρόλο στη ζωή του”. Όλοι ξέρομε πόσο μεγάλο και πόσο ασήμαντο είναι το “πρώτο αίσθημα”. Κι ο Κ. ήταν ακριβώς δεκαοχτώ χρόνων τότε…» (Λ.Ζ., σ. 30).
Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα.
Το 1914, ο Καρυωτάκης ήρθε στην Αθήνα, όπου σπούδασε στη Νομική Σχολή, από την οποία αποφοίτησε το 1917, στα 21 του χρόνια, με βαθμό «Λίαν καλώς». Αρχικά, επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, όμως η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση μιας θέσης δημοσίου υπαλλήλου.
Το 1918, πήγε στη Θεσσαλονίκη, όπου διέμεναν οι γονείς του, επιστρατεύτηκε, αλλά λόγω της εγγραφής του στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών πήρε αναστολή.
Το 1919, εκδόθηκε η πρώτη ποιητική του συλλογή, «Ο πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων», που δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές, όπως επίσης το σατιρικού περιεχομένου περιοδικό «Η Γάμπα», του οποίου όμως η δημοσίευση απαγορεύτηκε, μετά την κυκλοφορία των έξι τευχών. Τον Νοέμβριο του 1919, ανέλαβε υπηρεσία στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ως Γραμματεύς Α΄ του Υπουργείου Εσωτερικών.
Τον Φεβρουάριο του 1920 στρατεύθηκε, τον Ιούλιο βρέθηκε στην Κρήτη, με δίμηνη αναρρωτική άδεια, τον Σεπτέμβριο απαλλάχτηκε (λόγω υγείας) από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, τον δε Νοέμβριο μετατέθηκε στη Νομαρχία Άρτας, όπου άσκησε καθήκοντα νομάρχη.
Το 1921, βρισκόταν στην Αθήνα, διορισμένος στη Νομαρχία Αττικής...
«Η Ελλάδα καίγεται κυριολεκτικά, αλλά ο Καρυωτάκης δε φαίνεται από πουθενά να μετέχει σε τίποτα… Τον ίδιο καιρό κυκλοφορεί η δεύτερη ποιητική του συλλογή “Τα Νηπενθή”.
Λίγο καιρό αργότερα, ένα πρωί, ανοίγει η πόρτα του γραφείου του στη Νομαρχία και μπαίνει μέσα μια νέα κοπέλα. Κάθισε απέναντί του και τον ρώτησε με την πιο ζεστή φωνή που άκουσε ποτέ.
- Ποιος είστε σεις; Τι κάνετε μέσα δω;
Ο Καρυωτάκης τα ’χε τελείως χαμένα και χαμογέλασε, για να δώσει διέξοδο στην αμηχανία του. Λίγο ακόμα και θα πίστευε πως ήταν πλάσμα της φαντασίας του. Τόσο όμορφη και τόσο άφοβη! Η ανάσα του ήταν κομμένη κάτω από τα μάτια της που τον ανιχνεύουν, τον πληγώνουν στην ασκήμια του, στο τεράστιο κεφάλι του που στέκει τόσο παράταιρο πάνω στο αδύνατο και μικρό κορμί.
- Εγώ είμαι η Μαρία, του λέει.
Και συνεχίζει ασυγκράτητη: “Έρχεστε συχνά εδώ; Πώς αντέχετε να βλέπετε την ασκήμια όλων τούτων των θλιβερών πλασμάτων! Μα δείτε, στο θεό σας, τη φτώχια των ματιών τους, την πενιχρότητα του χαμόγελού τους, την ένδεια ζωής στην έκφρασή τους. Θα πεθάνουν όπως ακριβώς έζησαν! Ανυποψίαστοι για το θαύμα της ζωής. Αλλά δεν μου ’πατε ποιος είστε; Τι γυρεύετε εδώ;”
- Μα γιατί;
- Είστε ξέταιρος.
- Κι όμως δουλεύω.
- Και λέγεστε;
- Κώστας Καρυωτάκης.
- Ο ποιητής!
Απρίλης του ’22. Η Μαρία είναι είκοσι χρόνων και ο Καρυωτάκης 26. Και τα νιάτα τους δειλά και άγρια, απελπισμένα και διψασμένα για πίστη, θ’ ανάβουν φωτιές τ’ Άη Γιαννιού όπου σταθούν, όπου κοιτάξουν, όπου διαβούν, όποια στιγμή της μέρας, σ’ όποιο σημείο της γης συναντηθούν κι αντικριστούν τα μάτια τους. Κάθε φορά που τα δάχτυλα του ενός θ’ ακουμπήσουν την επιδερμίδα του άλλου. Παντού θα υψώνονται φλόγες, να καίνε τις μαρτυρίες, να πυρπολούν τα ίχνη, να λαμπαδιάζουν τα ίδια τους τα σώματα. Γιατί άλλος κανείς δε θα ’ρθει, άλλος κανείς δεν είναι άξιος ούτε ν’ αντικρίσει την εκτυφλωτική και καταστρεπτική φλόγα που ξαφνιάζει, γεννά, μεθά τα δυο τούτα παιδιά, ώσπου να τα κατακάψει. Δεν υπάρχει ούτε μια φίλη δική της, ούτε ένας δικός του φίλος που να μπορούν να καυχηθούν για μια εκμυστήρευση, μια κάποια ομολογία αυτού του πάθους…» (Λ.Ζ., σσ. 31 – 32).
«Ο Καρυωτάκης νιώθει μπροστά της εξουθενωμένος. Με τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση που χαρακτηρίζει ολάκερη τη ζωή της, θ’ απλώσει το θαυμάσιο χέρι της στη χούφτα του ποιητή.
- Σ’ αγαπώ, πάμε να φύγουμε!
Μαγεμένος, μα και σκανδαλισμένος, θα την ακολουθήσει. Μέσα από την καταχωνιασμένη ψυχή του με τη δειλία που ’χει στοιχειώσει τη νιότη του, θ’ αναρωτιέται έκθαμβος, αν στ’ αλήθεια υπάρχουν τόσο απελευθερωμένοι άνθρωποι. Θα ’θελε πολύ να παρηγορηθεί πως σφάλλει, πως πέφτει στην παγίδα μιας καταφερτζούς, μιας τιποτένιας. Είναι δυνατόν να τον αγαπήσει αυτόν μια τόσο ωραία γυναίκα; Γιατί; Μήπως διαισθάνεται την ερημιά του, τη στέγνια του την αισθηματική, την πείνα της καρδιάς του για αγάπη; Μήπως τον λυπάται;
Καμιά του επιφύλαξη δεν ωφελεί. Και θα παραδοθεί άνευ όρων. Άνευ όρων φυσικά, όσο ο δεσμός τους θα εξαρτάται μόνο απ’ αυτόν, αν κρίνουμε από το μοναδικό γράμμα του που διασώθηκε και που μιλεί για τον έρωτά του.
“… Χρυσή μου” της γράφει, το Μάη του ’22, “γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ’ αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ’ αγαπώ περισσότερο απ’ όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ποτέ ν’ αγαπήσω. Τι έχω κάμει, λοιπόν, για να μη με πιστεύεις ακόμη;
Πόσο καλό μού κάνουν τα γράμματά σου, όσο κι αν είναι γεμάτα από τη μελαγχολία σου εκείνη! Και πόσο είναι όμορφα γραμμένα! Ένα “Τάκη!” ή ένα “πού είσαι;”, καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει, φτάνουν βαθιά ως την καρδιά μου.
Ήθελα πράγματι να είμαστε, έστω και πουλιά, στο θαυμάσιο εκείνο τοπίο (…) καλύτερα όμως – το ομολογώ – άνθρωποι, αλλά πιο απλοϊκοί πιο ελεύθεροι από τώρα…”.
Όλη την ελευθερία, που του λείπει, τη διαθέτει αυτή και για τους δυο τους. Πάντα τολμά εκείνη όλα όσα έπρεπε ο ίδιος να προτείνει. Να αγαπηθούν, να συνδεθούν, να φιληθούν…» (Λ.Ζ., σσ. 34 – 35). Τον Οκτώβρη μάλιστα του 1922, η Πολυδούρη τού πρότεινε να παντρευτούν, αν και εκείνος της είχε δηλώσει πως έπασχε από σύφιλη.
Το 1923, διορίστηκε ως έκτακτος υπάλληλος στο Υπουργείο Υγιεινής, Πρόνοιας και Κοινωνικής Αντιλήψεως, όπου επιτέλεσε ένα ιδιαίτερα σημαντικό έργο, κυρίως λόγω της πρότασης νόμων αφορώντων στη δημόσια υγεία.
Το 1924, ταξίδεψε στη Γερμανία (Βερολίνο, Λειψία) και στην Ιταλία (Νάπολη, Ρώμη, Βενετία).
Τον Φεβρουάριο του 1926, τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Υγιεινής του Υπουργείου Εσωτερικών, τον δε Οκτώβριο ταξίδεψε στη Ρουμανία.
Τον Μάιο του 1927, συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τη «Νέα Εστία», και παρακολούθησε τις Δελφικές Εορτές, τον Σεπτέμβριο δημοσίευσε τους «Ιδανικούς Αυτόχειρες», και τον Δεκέμβριο εκδόθηκε η τελευταία ποιητική του συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες».
Τον Ιανουάριο του 1928, εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας του Δ.Σ. της Ένωσης Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών, αποσπάσθηκε στη Νομαρχία Πατρών, αλλά τον Απρίλιο έφυγε για το Παρίσι. Δεν είναι γνωστό εάν η επιθυμία του να πάει κι αυτός στη γαλλική πρωτεύουσα συνδεόταν με την δραπέτευση της Μαρίας Πολυδούρη στην ίδια πόλη… Όταν όμως πραγματοποίησε αυτό το ταξίδι του, τον Απρίλιο του 1928, τότε ακριβώς η Πολυδούρη επέστρεφε στην Αθήνα, φυματική, με δυό άρρωστα πνευμόνια, με δυό ποιητικές συλλογές στα σκαριά, και με δυό χρόνια ζωής μπροστά της… Κι όταν ο Καρυωτάκης επέστρεψε από το Παρίσι, τον περίμενε η μετάθεση στη Νομαρχία Πρέβεζας…
«Πριν φύγει θα πάει να δει την Πολυδούρη στη Σωτηρία. Η συνάντηση είναι σκληρή, παγερή. Καθένας τους νιώθει για λογαριασμό του χαμένος, αποτυχημένος στην προσπάθειά του να επιζήσει μακριά από τον άλλον. Και τρέμουν μην προδοθούν, μην προκαλέσουν τον οίκτο. Θα χωρίσουν, όπως στα μυθιστορήματα της εποχής, “σαν ξένοι”. Αλλά αγαπιούνται. Για τη Μαρία είμαστε σίγουροι, το ομολογεί ως την τελευταία στιγμή που ζει. Όσο για τον Καρυωτάκη έχομε ένα πολύτιμο στοιχείο… από το στενό φίλο του Σακελλαριάδη.
… Μετά το θάνατο του ποιητή, ο αδελφός του στέλνει τους γονείς του στα λουτρά και καλεί τον Σακελλαριάδη, για ν’ ανοίξουν το μπαούλο του νεκρού. Είναι τόσο συντριμμένος, ο αδελφός, ώστε δεν έχει το κουράγιο να ζήσει μόνος του αυτή τη στιγμή. Πράγματι, το ανοίγουν και βρίσκουν μέσα το θεατρικό έργο “Ο άρρωστος”, ένα μπλοκ με ποιήματα, όλα τα γράμματα της Μαρίας και περισσότερες από εκατό φωτογραφίες της, που ο Σακελλαριάδης παίρνει, χωρίς να το αντιληφτεί ο πολύ αναστατωμένος αδελφός.
Πέντε χρόνια έχουν περάσει από τη διάλυση του δεσμού των δύο ποιητών. Ο Καρυωτάκης έχει μετατεθεί έκτοτε τρεις φορές. Αν δεν αγαπούσε ακόμη την Πολυδούρη, γιατί θα τραβούσε μαζί του τόσες φωτογραφίες της κι όλα της τα γράμματα; Και γιατί, ενώ το θεατρικό μονόπρακτο γράφτηκε στα 1920, το κουβαλά κι αυτό οκτώ ολάκερα χρόνια κλειδωμένο στο μπαούλο; Είναι, λοιπόν, το μπαούλο αυτό για τον Καρυωτάκη η μόνη σίγουρη κρύπτη, όπου φυλάσσει τα μεγάλα “μυστικά” της ζωής του, που τρέμει μην ανακαλύψουν οι δικοί του…» (Λ.Ζ., σσ. 50 – 51).
Στις 18 Ιουνίου του 1928, ο Κώστας Καρυωτάκης έφθασε με καράβι στην Πρέβεζα, όπου και διορίστηκε – μετά από δυσμενή μετάθεση – στη Νομαρχία, η οποία στεγαζόταν τότε σε ένα διώροφο και ιδιαίτερα επιβλητικό κτήριο με κήπο, στην οδό Σπηλιάδου, αριθμ. 10. Το σπίτι, που είχε νοικιάσει ο ποιητής, και στο οποίο διέμενε κατά τις τελευταίες μέρες της ζωής του, βρίσκεται στην οδό Δαρδανελίων, και διατηρείται ανέπαφο μέχρι σήμερα...
«Στην Πρέβεζα του καιρού εκείνου, του χωριού με την αθλιότητα, τη φτώχια και την αμορφωσιά, ο ερχομός του Αθηναίου, και μάλιστα ανώτερου κρατικού υπαλλήλου, δε γίνεται να περάσει απαρατήρητος… Για τους χωρικούς, ο ξένος είναι ένα μέλος τσίρκου που παράπεσε στο χωριό τους. Παρακολουθούν όλοι τις κινήσεις του, πληροφορούνται την κάθε του συνήθεια, την αναδιηγούνται, μιμούνται τις χειρονομίες του, τον σχολιάζουν, τον κοροϊδεύουν και τον εποφθαλμιούν όλοι για γαμπρό, αν είναι, όπως ο Καρυωτάκης, απάντρευτος. Αλλά ο Καρυωτάκης είναι και για την Αθήνα ιδιόρρυθμος τύπος. Ένας λόγος ακόμη να προκαλέσει περισσότερο την προσοχή. Μόνο να τον αγνοήσουν δε γίνεται, γιατί η παρουσία του έτσι ή αλλιώς διασπά την πλήξη και τη μονοτονία της ζωής των ντόπιων» (Λ.Ζ. σ. 52).
Το πρόβλημα, που – από την πρώτη στιγμή του ερχομού του στην Πρέβεζα – αντιμετώπισε ο Καρυωτάκης, ήταν το πώς θα συνέχιζε την μακροχρόνια θεραπεία που απαιτούσε η αρρώστια του, δηλαδή η σύφιλη. Ο ποιητής, καθώς ήταν υποχρεωμένος να κάνει μια σειρά ενέσεων, που δεν χρησιμοποιούνταν για καμιά άλλη πάθηση, έπρεπε να καταφεύγει στον φαρμακοποιό ή στον γιατρό του χωριού. Έτσι, μέσα σε 24 ώρες, όλη η Πρέβεζα γνώριζε και σχολίαζε το μυστικό του. Και βέβαια ο Καρυωτάκης δεν σκεφτόταν να διακόψει τη θεραπεία, τη στιγμή που γνώριζε καλά πως, αν συνέβαινε αυτό, τον απειλούσαν η τρέλα, η τύφλωση και η παράλυση.
Το μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση
επιμονή, που ανοίξαμε για να μπει σαν κυρία
η Τρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει.
Το λογικό, τα αισθήματα μάς είναι πολυτέλεια…
(απόσπασμα από την «Ωχρά Σπειροχαίτη»).
«Το τρυφερό και ανυπεράσπιστο καταπιεσμένο παιδί δεν αντέχει το βάρος του τρομακτικού μυστικού. Η Μαρία, ο μοναδικός άνθρωπος, που του το εμπιστεύτηκε, δεν τον πίστεψε. Ολομόναχος. Ο μοναδικός σύντροφος που του απομένει, ο εαυτός του, είναι αμείλικτος. Αιώνια εξαρτημένος, κατά την αναμέτρηση του παρελθόντος του, από τον “πατέρα”, που με τα χρόνια παίρνει διαδοχικά τις μορφές των προϊσταμένων, των πολιτικών, των χωροφυλάκων και των αγροίκων χωρικών τέλος, που η περιφρόνησή του γι’ αυτούς δεν τον σώζει, ούτε και του εξασφαλίζει ελάχιστη ελευθερία. Μόνο αυτός δε ρύθμισε τελικά τη ζωή του. Όλοι και όλα την κουμαντέρνουν, εκτός από τον ίδιον» (Λ.Ζ., σ. 53).
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
«Ο Καρυωτάκης δεν πεθαίνει από λάθος. Λάθος έχουν εκείνοι που θεωρούν την Πρέβεζα και την πλήξη της αιτία του θανάτου του. Ανοησίες. Γιατί δηλαδή; Ήταν η Αθήνα Παρίσι; Ήταν η μεγαλούπολη η σημερινή;… Ο ίδιος δεν έχει καθόλου καλύτερη ιδέα για την Αθήνα και τους ορίζοντές της… Στο “Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο” θα φωνάξει πως δεν χωρεί πουθενά:
Οι ορίζοντες θα μ’ έχουν πνίξει.
Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
Και στη “Δικαίωση” σχεδόν αναπαυμένος στην ιδέα του θανάτου, παίζει κυριολεκτικά» (Λ.Ζ., σσ. 54 – 56).
Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,
κι ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου.
“Καληνύχτα, το φως χαιρέτισέ μου”
θα πω στον τελευταίο που θ’ αντικρίσω (απόσπασμα).
Ο Καρυωτάκης «τη νύχτα της 20ης Ιουλίου πάει και πέφτει στη θάλασσα. Παλεύει δέκα ώρες, όπως γράφει ο ίδιος, με τα κύματα, δέκα ώρες πεισματωμένου αγώνα που παρακολουθεί σα διαιτητής τη μανιασμένη αντίσταση της αυτοσυντήρησής του στη θάλασσα. Ποιος θα μαρτυρήσει γι’ αυτή την τιτανομαχία του ανθρώπου που πολεμά σα γίγαντας ν’ αφανίσει τον εαυτό του;
Ποιος καταλαβαίνει τι σημαίνουν δέκα παρόμοιες ώρες που τα κύματα τινάζονται βουνά, ξερνούν αφρούς, χαχανητά και σαρκασμούς; Που σε κλωτσούν σα χάρτινο, από σπηλιά νερού στην αδειοσύνη του ουρανού που πλαταίνει απέραντος πάνω από τη μηδαμινότητά σου, για να ξαναδράξει η άλλη σπηλιά, το άλλο μετάλλινο στόμα. Και τα κύματα ακολουθούν αμέτρητα, χιλιάδες, χορεύοντας στον ανατριχιαστικό μολυβένιο νυχτερινό παλμό τους, χωρίς να καταδέχονται να σε καταπιούν.
Αν ο άνθρωπος δεν εξελισσόταν σε εγκληματία εκπολιτιζόμενος, και νομοθετούσε σύμφωνα με τους νόμους της φύσης, δε θα επινοούσε ποτέ τη θανατική ποινή. Η Φύση δεν επεμβαίνει στη ζωή χωρίς εντολή. Και όταν ξημέρωσε, η θάλασσα έβγαλε τον Καρυωτάκη ζωντανό στη στεριά.
Από δω και πέρα δεν επιτρέπονται πια εικασίες ούτε και ρομαντικά συμπεράσματα. Μόνο το δέος και ο απέραντος σεβασμός για την αδάμαστη θέληση του ανθρώπου να πραγματοποιήσει μια, μοναδική, κίνηση ελευθερίας, λυτρωμένος από τις αναπηρίες του.
Η αυτοκτονία είναι σίγουρα μια δειλία, μόνο που χρειάζεται ασύλληπτη δύναμη, για να εκτελεστεί.
... Ο Καρυωτάκης βγήκε από τη θάλασσα, ξαναντύθηκε, γύρισε στην πόλη και κλείστηκε στο δωμάτιό του ως το μεσημέρι. Όταν εμφανίστηκε στην αγορά ήταν ατσαλάκωτος, με τον κόμπο της γραβάτας του άψογα δεμένο. Αγόρασε ένα περίστροφο, πήγε στην παραλία, κάθησε στο καφενεδάκι, κάπνισε, κάπνισε, έγραψε το σημείωμα που μας άφησε, πλήρωσε, πήγε και κάθησε κάτω από ένα δέντρο, βολεύτηκε, έψαξε με την παλάμη του, βρήκε την καρδιά του, τράβηξε τη σκανδάλη και, Τον σκοτώσαμε» αναφέρει χαρακτηριστικά η Λιλή Ζωγράφου (σσ. 57 – 59).
Η σπιτονοικοκυρά του Καρυωτάκη Πόπη Λυγκούρη, νεαρή κοπέλα το 1928, είχε δηλώσει στον Φρέντυ Γερμανό, το 1981 (σε κάποια από τις «Εκπομπές που αγάπησα» στην ΕΤ1, αφιερωμένη στον Καρυωτάκη): «… ήταν ήσυχος, καλός, ευγενικός…· δεν μιλούσε πολύ…· ένα “χαίρετε”, ένα “αντίο”, τίποτ’ άλλο…· όταν βρισκόταν στο σπίτι, διαρκώς έγραφε…· μάλλον είχε κάτι… κάποια αρρώστια… ή κάποια στενοχώρια…· τα ρούχα που φορούσε ήταν ξένης προελεύσεως, τα θαύμαζα…· φορούσε κι ένα λευκό ψαθάκι με μαύρη κορδέλα…· πάντα φορούσε γραβάτα…».
Στην ίδια εκπομπή, ο Φρέντυ Γερμανός συνομίλησε με τον Ταξιάρχη Νίτσα, κάποιον βοσκό, που – καθώς κοιμόταν στο καλύβι του – είχε ακούσει έναν άνδρα να φωνάζει «Βοήθεια», τη νύχτα της 20ης Ιουλίου, στη θέση Μονολίθι της παραλίας της Πρέβεζας. Η κραυγή ήταν του Καρυωτάκη, τη νύχτα της πρώτης απόπειρας αυτοκτονίας του. Ο βοσκός ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως ο άνδρας εκείνος είχε βγει στην αμμουδιά γυμνός, κι ότι μετά του είπε πού είχε αφήσει τα ρούχα του, τα οποία και τον παρακάλεσε να του φέρει…
(Την ίδια εκείνη νύχτα, της 20ης Ιουλίου, η Μαρία Πολυδούρη έγραφε στο ημερολόγιό της: … Τάκη, αν ήξερες πόσο βαθειά, πόσο δυνατά σ’ αγαπώ, πόσο κάθε σκέψη μου είναι για σένα, πόσο δε βλέπω τη ζωή παρά στα μάτια σου που φεγγίζουν ολοκάθαρη τη ψυχή σου, Τάκη, πες μου θα με αγαπούσες τότε;)
Επίσης, ο Γιάννης Αναγνωστόπουλος, γιος του οπλοπώλη, δήλωσε ότι ο Καρυωτάκης είχε αγοράσει από το κατάστημα του πατέρα του ένα περίστροφο, με το οποίο – λίγες ώρες αργότερα – είχε επιστρέψει στο κατάστημα, διαμαρτυρόμενος ότι το όπλο είχε κάποια βλάβη, πράγμα που δεν ίσχυε· απλώς ο ποιητής είχε ξεχάσει να βγάλει την ασφάλεια. Το γεγονός αυτό αναμφίβολα εξηγούσε την πρόθεση του Καρυωτάκη να αυτοκτονήσει αυθημερόν…
Τέλος, στην ίδια αυτή εκπομπή, εμφανίστηκε ο Ηρακλής Ντούσιας, μικρότερος αδελφός του Δημήτρη Ντούσια, ιδιοκτήτη ενός παραλιακού καφενείου της Πρέβεζας, στο οποίο ο Καρυωτάκης είχε πάει, εκείνο το μοιραίο απομεσήμερο της 21ης Ιουλίου του 1928. Ο Ηρακλής Ντούσιας, ο τελευταίος άνθρωπος που είδε τον Καρυωτάκη και συνομίλησε μαζί του, είπε ότι γύρω στις 2.30 ο ποιητής πήγε στο καφενείο «Ο ουράνιος Κήπος» – στη θέση Βρυσούλα – όπου παρήγγειλε μια βυσσινάδα, και ζήτησε ένα τσιγάρο και μια κόλα χαρτιού. Ο Ηρακλής, καθώς έλειπε ο αδελφός του, εξυπηρέτησε ο ίδιος τον ποιητή, δίνοντάς του την βυσσινάδα, δέκα τσιγάρα και μια κόλα χαρτί τετραδίου, και μάλιστα παραξενεύτηκε, όταν ο Καρυωτάκης άφησε πάνω στο τραπέζι 75 δραχμές, ενώ το αναψυκτικό κόστιζε μόνον 5…
Πάνω στο χαρτί του τετραδίου ο ποιητής, καπνίζοντας, έγραψε τις τελευταίες σημειώσεις του, οι οποίες βρέθηκαν στην τσέπη του κουστουμιού του και διασώθηκαν: Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή μου φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου… Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, κι εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές (!!!) είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος…
[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουν ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου. Κ. Γ. Καρυωτάκης. (απόσπασμα).
Και βέβαια ποτέ πια δεν δόθηκε η ευκαιρία στον μεγάλο αυτό ποιητή να γράψει «τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου»… Αφού ολοκλήρωσε τις σημειώσεις του, γύρω στις 4.30 το απομεσήμερο, σηκώθηκε, έφυγε από τον «Ουράνιο Κήπο», και προχώρησε προς το Βαθύ Μαργαρώνας, διανύοντας μιαν απόσταση 400 περίπου μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο, στην παρακείμενη παραλία του Άγιου Σπυρίδωνα, και σημάδεψε με το πιστόλι την καρδιά του. Η ώρα ήταν 5, το απόγευμα της 21ης Ιουλίου 1928, κι ο νεκρός πια ποιητής δεν ήταν παρά 32 μόνον χρόνων…
«Οι άνθρωποι πεθαίνουν αμετάκλητα. Οι ποιητές σκοτώνονται μόνο. Οι νεκροψίες δεν ωφελούν. Τα σώματα των ποιητών είναι διάτρητα από την ευαισθησία τους κι από τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων. Τα σώματα των ποιητών είναι σημαίες ήττας. Όμως δεν υπάρχουν ποιητές νικημένοι, όπως δεν υπάρχουν ποιητές νικητές. Υπάρχουν ποιητές…» (Λιλή Ζωγράφου).
*Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα