Αγαπητοί φίλοι, Μπορείτε να στέλνετε τα κείμενά σας στο palmografos@gmail.com - Δωρεάν δημοσίευση Αγγελιών στο palmografos@gmail.com

Βικτόρ Ουγκό, «Η Παναγία των Παρισίων» - Κριτική Ευρυδίκη Νικήτα**

Αρχική | Ελεύθερος χρόνος | Βιβλίο | Βικτόρ Ουγκό, «Η Παναγία των Παρισίων» - Κριτική Ευρυδίκη Νικήτα**

Βικτόρ Ουγκό, «Η Παναγία των Παρισίων», μετ. Ανδρέας Παππάς,

Βάνα Χατζάκη, σελ. 671, Αθήνα, εκδ. Σμίλη, 2005



Μπορείς να καταλάβεις τον κακό κριτικό

από το γεγονός ότι αρχίζει και μιλά για τον ποιητή κι όχι για το ποίημα.

ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ

 

 

 

Ένα πουλί στη στέγη της Notre Dame


Η πρώτη μου επίσκεψη στον καθεδρικό ναό του Ουγκό ήταν στο γυμνάσιο, μετά από απαίτηση της τότε αγαπημένης μου φιλολόγου προκειμένου να μπούμε στην ατμόσφαιρα του ρομαντισμού, τον οποίο βεβαίως σνομπάραμε επιδεικτικά. Και μη φανταστείτε επειδή προτιμούσαμε κάτι άλλο σε ρεαλιστικό ή σε μοντερνιστικό. Απλώς είναι εκείνη η ηλικία που οι ορμές παρασύρουν οτιδήποτε βρεθεί μπροστά τους με το εγώ τρελό καπετάνιο, μέχρι να καταλαγιάσουν και να αφήσουν να επιπλεύσουν αργά και σταθερά η ανάγκη για λέξεις και γνώση. Αυτήν τη δεύτερη φορά, λοιπόν, βρέθηκα να χαζεύω την κίνηση στα πλακόστρωτα του Παρισιού του 1482 πίνοντας καφέδες στις όχθες του Τάμεση, ακούγοντας πλανόδιους μουσικούς στο Κόβεντ Γκάρντεν, τρώγοντας fish and chips και γενικά ζώντας ανάμεσα στους Άγγλους, πράγμα για το οποίο ο Ουγκό θα στριφογυρίζει μάλλον στον τάφο του. Αλλά ας δούμε αν έκανε το θαύμα του ο St Paul και εμπνεύστηκα κάτι καλό αυτήν τη φορά. Αυτόν είχα, αυτόν εμπιστεύτηκα.

Η «Παναγία των Παρισίων» διαδραματίζεται 400 χρόνια –349 για την ακρίβεια– πριν από τη στιγμή που ο Ουγκό καθίσει στο γραφείο του στη rue Bonaparte το 1829 και ξεκινήσει να τη «χτίζει». Μπαίνει σε μια «χρονοκάψουλα» και καταφέρνει με θαυμαστό τρόπο σε δύο χρόνια, με μια μεγάλη διακοπή το 1830 όπου η προσοχή του αποσπάται από άλλα έργα, να συνθέσει με πειστικότητα τη γοτθική πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Ο συγγραφέας, μέσω του αφηγηματικού εγώ, μιλάει με ατέρμονη αγάπη για την πόλη του και το ναό.

Αγαπημένο ανάγνωσμα των παιδικών μας χρόνων και όχι μόνο, η «Παναγία των Παρισίων» δεν αποτελεί μια απλή ερωτική ιστορία με happy ending. Αλλά το όποιο τέλος, ας το αφήσουμε για το τέλος και ας ασχοληθούμε με τον απόλυτο πρωταγωνιστή, που δεν τον νοιάζει και ούτε κι εμάς ως αναγνώστες, για τι είδους ιστορία πρόκειται.

Κυρίες και κύριοι, υποδεχτείτε τον καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων! Ο Ουγκό «χαϊδεύει» σε κάθε σελίδα το μεγαλεπήβολο καθεδρικό ναό που δεσπόζει στην καρδιά του Παρισιού. Όλες οι σκηνές, εκτός από εκείνη της δίκης στη Βαστίλη, διαδραματίζονται στα πέριξ ή μες στο ναό. Ο συγγραφέας είναι πουλί, παρατηρεί, αναλύει, σχολιάζει, περιγράφει πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, από τους πύργους της εκκλησίας. Κάνει «έρωτα» με το ναό και την κυρά του, το Παρίσι. Ο αναγνώστης από τη πρώτη σελίδα σκαρφαλώνει στην πλάτη του και απολαμβάνει πανοραμικά τη νοσταλγική ματιά ενός Παρισιού που καταπέφτει. Λίγοι, έως κανένας από τους μοντέρνους συγγραφείς, θα την έβγαζαν καθαρή εάν μες στη μέση της πλοκής «πετούσαν» ξαφνικά 40 σελίδες λεπτομερούς, σχεδόν εμμονικής περιγραφής του ναού και της πόλης, όπως κάνει ο Ουγκό στα δύο κεφάλαια του τρίτου βιβλίου. Έχε χάρη, όμως, που είναι ένας μάγος της γραφής και στη 41η σελίδα, ξαναπέφτουμε στα ξόρκια του και ξεχνάμε τη βαρεμάρα.

Ο Ουγκό γεννιέται στην αρχή της αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα, το 1802 και είναι θερμός υποστηρικτής της δημοκρατίας. Καταλήγει να είναι ο «πάπας» του Ρομαντισμού, αλλά και του κοινωνικού ανασχηματισμού. Βαθιά επηρεασμένος από τις διαφορές τάξεις και πλούτου, παραθέτει σαφείς σκηνές στο έργο του σχετικά με την ασυμβατότητα μεταξύ του κλήρου, της αριστοκρατίας και του απλού «τριτοκοσμικού» λαού . Πιστός στον αθεϊσμό του, δεν χάνει ευκαιρία να αντιπαραθέσει τις θέσεις θρησκείας και επιστήμης . Ανησυχεί και θυμώνει για το Παρίσι που ξεπέφτει και γράφει μια ωδή στην τέχνη και την αρχιτεκτονική της εποχής . Τα ερείπια της στολισμένης και επιφανούς αρχιτεκτονικής που κείτονται στην πόλη, αποτελούν δείκτη του ολοένα και μειουμένου πάθους της κοινωνίας για τέχνη και ομορφιά. Η πίστη του απέναντι στην αρχιτεκτονική ως «χειρόγραφο» του ανθρώπου και η δυσπιστία του απέναντι στην τυπογραφία του Γουτεμβέργιου, είναι έκδηλη, ποτίζει κάθε σελίδα του έργου του. Αμφιταλαντεύεται μεταξύ της εμμονής του για  διατήρηση της παράδοσης που στηρίζεται στην τέχνη και σ’ αυτήν η Ιστορία και της ανάγκης του να αγκαλιάσει –με όλες τις αμφιβολίες και το φόβο για απώλεια ταυτότητας– το εκτυπωμένο βιβλίο. Στο δεύτερο κεφάλαιο του πέμπτου βιβλίου, το θέμα τον απασχολεί εμμονικά: «η τυπογραφία θα σκοτώσει την αρχιτεκτονική»,  «το βιβλίο θα σκοτώσει το κτίριο», «καμιά αθανασία δεν είναι τόσο αβέβαιη, όσο η αθανασία του χειρόγραφου». Αλλά από την άλλη, «αναρωτιόμαστε, όμως, σήμερα ποια απ’ τις δυο αυτές τέχνες αντιπροσωπεύει πραγματικά εδώ και τρεις αιώνες την ανθρώπινη σκέψη; Ποια την ερμηνεύει; Ποια εκφράζει όχι μόνο τις λογοτεχνικές , φιλοσοφικές και θεολογικές της εμμονές, αλλά την τεράστια, βαθιά, παγκόσμια κίνησή της; (...). Η αρχιτεκτονική ή η τυπογραφία; Η τυπογραφία. Ας μη γελιόμαστε, η αρχιτεκτονική έχει φάει τα ψωμιά της,  και μάλιστα αμετάκλητα· τη σκότωσε το τυπωμένο βιβλίο, τη σκότωσε γιατί εκείνη διαρκούσε λιγότερο, γιατί κόστιζε ακριβότερα» (ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ, κεφ. 2, σελ. 253). Ας μη γελιόμαστε. Θα μπορούσε ποτέ ο Ουγκό να χαράξει σε τοίχο την ιστορία του; Να τη σμιλέψει σε μαρμάρινες πλάκες; Η πρώτη έκδοση της Notre Dame στα βιβλιοπωλεία του Παρισιού το 1831, γίνεται ανάρπαστη  και είχε μεγαλύτερη απήχηση στη συνείδηση του κοινού απ’ όση είχε βρει το προηγούμενο μυθιστόρημά του .

Επαναλαμβάνουμε, λοιπόν, δεν πρόκειται μόνο για μια ιστορία έρωτα και φαντασίας αν και ομολογουμένως, ο «σκελετός» χτίζεται από την τριάδα Φρολό-Κουασιμόδος-Εσμεράλδα. Κι αν αυτό δε σας φαίνεται αρκετό, ας προσθέσουμε τον κατά συνθήκην άντρα της Πιερ και τον πλατωνικό της έρωτα για το Φοίβο. Κι αν προσθέσει κανείς τη μητέρα της Εσμεράλδας, τον Ζαν –τον μικρότερο αδερφό του Φρόλο– και τις ορδές των βασιλιάδων, φοιτητών και κλεφτών, έχουμε ένα επικό μυθιστόρημα όπου συμμετέχουν όλες οι κοινωνικές τάξεις, έναν ανθρώπινο πύργο της Βαβέλ. Εδώ αναγνώστες μου –ξέρω, έχετε ήδη κουραστεί , αλλά τι να κάνω κι εγώ, έχω κατά παραγγελία να κάνω μια «δημιουργική» κριτική– θα σας ξεδιπλώσω λίγο το ήθος των χαρακτήρων, οπότε πάρτε και δεύτερο καφέ.

Κανένας άλλος χαρακτήρας μέσα σε αυτό το επικό έργο, δεν παρουσιάζεται τόσο ολοκληρωμένος, τόσο «στρογγυλός», όσο η ίδια η Notre Dame. Οι χαρακτήρες, με εξαίρεση την Εσμεράλδα που είναι τόσο γλυκιά και συμπονετική όσο και όμορφη, δεν κρίνονται από την εξωτερική εμφάνιση. Ο Κουασιμόδος, τερατόμορφος γίγαντας φτιαγμένος από τη φύση «όπως-όπως» (Quasi-modo) είναι αγαθός, ευγνώμων στον αρχιδιάκο και ερωτευμένος με εκείνη, τη μόνη που του έδωσε μια στάλα νερό στον τροχό. Ο αρχιδιάκος Φρολό, αποτελεί κλασική περίπτωση δόκτορος Τζέκιλ και κύριου Χάιντ και της μάχης ανάμεσα στο πνεύμα του καλού και του κακού . Είναι ο άνθρωπος του Θεού και ταυτόχρονα αυτός που κάνει μαγικά στον πύργο της εκκλησίας και αποπειράται να σκοτώσει το λοχαγό Φοίβο πιασμένος στα δεσμά της λαγνείας του για τη «μικρή». Ο συγγραφέας φαίνεται να κάνει ένα παιχνίδι με χρώματα, λευκοί, λουσμένοι στο φως η Εσμεράλδα και ο Φοίβος-Ήλιος, ενώ «une âme obscure», «l’ home noir», ο Φρολό . Ο Πιερ Γκρενγκουάρ, φτωχοδιάβολος ποιητής, είναι ο «ρεσεψιονίστ» της ιστορίας στην πρώτη είσοδό μας στο μέγαρο, όπου παίζεται το έργο του. Ο μικρός αδερφός του Φρολό, Ζαν, ο λοχαγός Φοίβος, το πλήθος των κυριών και κυράδων, ακόμα και η μάνα της Εσμεράλδας που θρηνεί πάνω από ένα παπούτσι, συνθέτουν απλά μια ατμόσφαιρα εποχής, είναι η σκηνοθεσία πάνω στην οποία κινείται ο Ουγκό με έναν και μόνο στόχο: να πέφτουν μόνιμα οι προβολείς στην εκκλησία της πόλης και τούμπαλιν. Προσπαθεί, βέβαια, ίσως γιατί θα ήταν comme il faut για τα ήθη της εποχής, να τραγουδήσει –να ψιθυρίσει μάλλον– και έναν ύμνο στην ανθρωπιά, την καλοσύνη, τον ιδανικό έρωτα, ταυτόχρονα με την κοινωνική επανάσταση . Είναι σχεδόν αστεία η στιχομυθία του Φοίβου και της Εσμεράλδας, τη στιγμή που συγκρούεται η δική της αφέλεια με την ωμότητα εκείνου. Ο σαρκασμός του συγγραφέα λειτουργεί άψογα εδώ . Επίσης η μοίρα και το πεπρωμένο (το οποίο είναι φυγείν αδύνατον, οι πρωταγωνιστές δεν έχουν ελεύθερη βούληση) αναλύονται ταυτόχρονα με την επανάσταση.

Πολλοί έχουμε διαβάσει με υπομονή το 600σελιδο βιβλίο, όλοι σχεδόν έχουμε δει κάποια κινηματογραφική εκδοχή, από τις οποίες καμία δε «διάβασε» το μυαλό του συγγραφέα, απλά «γρατζούνισε» το περίβλημα. Ξέρουμε, όμως, πραγματικά την ιστορία; Δεν πρόκειται για μια απλή ερωτική ιστορία, αναλύουν οι απανταχού ερευνητές. Ο φακός του Ουγκό, λένε, δεν εστιάζει στα συναισθήματα των τριών πρωταγωνιστών, οι διάφορες δραματικές σκηνές δεν είναι και πολύ πειστικές ή είναι αναμενόμενες, οι χαρακτήρες μοιάζουν επίπεδοι. Ο αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί με τους ήρωες και τις ιστορίες, αστείες σε στιγμές και χωρίς βάθος, δίχως αυτό να είναι παράξενο δεδομένου ότι η παρουσίαση των ιστοριών αυτών δεν είναι το κύριο μέλημα του συγγραφέα. Ποιος είναι τότε ο στόχος του άραγε; Η λατρεία του Παρισιού, λένε πάλι. Ο εκρομαντισμός της γοτθικής περιόδου, η ενστάλαξη μέσω του ρομαντισμού ενός νέου πάθους για τη γοτθική εποχή. Ένα νοσταλγικό φλας μπακ στο 1400 με τα μέσα του 1800. Για την εμμονή του Ουγκό με την αρχιτεκτονική σαν «βιβλίο της ανθρωπότητας» δε θα ξανασχοληθούμε γιατί πρώτον, θα σας κουράσω περισσότερο από το βιβλίο το ίδιο και δεύτερον, έχει πάει ήδη επτά και μόλις πέσει ο ήλιος κάνει τρομερό κρύο κατά μήκος του ποταμού που περπατάω, όσο ρομαντικά κι αν είναι τα φώτα της London Bridge. Καλή, λοιπόν, η αρχιτεκτονική, η καταγγελία της άδικης δικαιοσύνης και ο αναγκαίος «δαίμονας» της τυπογραφίας, αλλά εδώ αγαπητοί μου, μιλάμε για ένα από τα πιο διεστραμμένα ερωτικά τρίγωνα στην ιστορία της λογοτεχνίας! Μπορεί να είναι ρομαντικό το μάτι «πουλί» του συγγραφέα και πετώντας με γιρλάντες στο ράμφος να παρατηρεί το πάλαι ποτέ ένδοξο Παρίσι που σαπίζει, αλλά το μάτι αυτό, γουρλωμένο, παρακολουθεί τον αρρωστημένο πόθο δύο αντρών, για μια έφηβη. «Τι μας λέει αυτή τώρα;». Για σκεφτείτε λίγο. Έχουμε έναν άντρα-σύνδρομο (προφανώς ο Ουγκό, κάπου, κάποτε θα είδε κάποιον τέτοιο ταλαίπωρο και αδικημένο και τον έπλασε ως ήρωα-Κουασιμόδο), ο οποίος πεθαίνει σε μια κρύπτη αγκαλιά με μια νεκρή. Έχουμε ένα δεύτερο άντρα, ο οποίος εγκαταλείπει τα εγκόσμια και τις σπουδές του για χάρη του ορφανού αδερφού, υιοθετεί τον Κουασιμόδο και κάποια στιγμή γνωρίζει την Εσμεράλδα, που του ξυπνά το κτήνος μέσα του. Φτάνει μέχρι το φόνο για το αντικείμενο του πόθου του. Αναλογιστείτε, επίσης, πως ο συγγραφέας πραγματεύεται το τρομακτικό ηθικό δίλημμα του Κουασιμόδου ανάμεσα στις δύο αγάπες της ζωής του, το κάλεσμα της Εσμεράλδας-άγριας φύσης και την ευγνωμοσύνη για το σωτήρα του. Από την άλλη, ο Φρολό χρήζει φροϋδικής ανάλυσης. Καταπιεσμένος κόντρα στη θέλησή του, γίνεται μισογύνης, ρατσιστής και ξαφνικά χάνει το μυαλό του για μια ζουμερή τσιγγάνα! Τι να πρωτοθυμηθώ, τι να ξεχάσω αγαπητοί αναγνώστες: Τη λαγνεία με την οποία την παρατηρεί από τον πύργο του να χορεύει  ; Την περιγραφή του Πιερ, «λευκού» συζύγου, όταν την κρυφοβλέπει να ξεντύνεται ; Τη σκηνή όπου ο Φρολό ως voyeur, παρακολουθεί το Φοίβο και τη «μικρή» να ερωτοτροπούν ; Ή μήπως την ερωτική εξομολόγηση για την οποία ο συγγραφέας αναλώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο; (ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ, κεφ. IV σελ. 420-436.). Πόσο ν’ αντέξει και ένας εκπρόσωπος του Θεού!  Ερωτική ιστορία, λοιπόν. Σαφώς. Εγκιβωτισμένη στο γοητευτικό πλαίσιο ενός γοτθικού Παρισιού. Ναι. Αφηγημένη μέσα από διαμαρτυρίες για μια δικαιοσύνη που εκτός από «τυφλή» είναι και «κουφή», ακόμα και γελοία όταν ανακρίνει και δικάζει μια κατσίκα! Ο Ουγκό σαρκάζει και κατακρίνει το κοινωνικοπολιτικό σύστημα μιας εποχής που βρίσκεται στο χείλος της αλλαγής, αποχαιρετά το βαρύ βιβλίο της αρχιτεκτονικής που αιώνες «φώτιζε» τον άνθρωπο και πέφτει στον γκρεμό της τυπογραφίας, πράγμα βέβαια που και ο ίδιος αναγκάζεται να ασπαστεί. Ναι. Μέσα από τη λατρεία για την τέχνη, την ιστορία και την αρχιτεκτονική για την πόλη που συμβολίζει η Notre Dame. Γιατί η Notre Dame έχει την όψη της Εσμεράλδας. Γιατί  και ο ίδιος ο Κουασιμόδος, άλλωστε, δεν έχει άραγε μια σχεδόν ερωτική σχέση με τις καμπάνες; Μήπως όλα στο τέλος δεν «μπαίνουν στη θέση τους»; Η Εσμεράλδα βρίσκει τη μάνα της, ο διεφθαρμένος πλέον κληρικός σκοτώνεται και ο Κουασιμόδος δίνει τέλος στη ζωή του κρατώντας στην αγκαλιά του τη νεκρή αγαπημένη του.

Μπορεί, λοιπόν, να μην είναι μια άλλη εκδοχή της πεντάμορφης και του τέρατος, όπως το παρουσίασε η Disney.

Είναι, όμως, μια ερωτική (να τολμήσουμε σεξουαλική) ιστορία, με σπαραξικάρδιο τέλος. Με «λύση» της τραγωδίας κατά το δοκούν.

Γιατί κανένα ζώο δεν μπορεί να ξεφύγει από το κάλεσμα της «άγριας φύσης».

Σας αφήνω τώρα, γιατί πείνασα.

 

*Η παραπάνω εργασία πραγματοποιήθηκε στo πλαίσιο του μαθήματος «Ιστορία Ευρωπαϊκής και Νεοελληνικής λογοτεχνίας» της Σοφίας Νικολαίδου, μέρος του μεταπτυχιακού προγράμματος Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

**H Ευρυδίκη Νικήτα γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου κι ειδικεύτηκε στη δερματολογία. Από το 2005, εργάζεται ως δερματολόγος στην Αθήνα.





Πρόσθεσέτο στο Facebook Πρόσθεσέτο στο Twitter

Παρουσίαση βιβλίου: Αντώνη Αντωνάκου, «Ελληνικό Αλφάβητο»

07 Μαρτίου 2024, 22:02
 Παρουσίαση βιβλίου σε μεγάλη εκδήλωση «στον Παρνασσό» "Ελληνικό Αλφάβητο" του καθηγητού κ. Αντώνη Αντωνάκου   Ένα εξαίρετο ...

Ποίηση: Νίκου Παπάνα, "Σας αρέσουν τα σονέτα;" - Εκδόσεις Ιωλκός

26 Ιανουαρίου 2024, 20:29
Η τρίτη συλλογή του Νίκου Παπάνα αποτελείται από 14 σονέτα. Μερικά από αυτά είναι ...

Νίκου Μπατσικανή: "Αντιγόνη" - Πρόσκληση υπογραφής αντιτύπων

11 Σεπτεμβρίου 2023, 19:57
 ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ ΑΝΤΙΤΥΠΩΝ Τρίτη, 12/09/23, 19.30 - 20.30 51ο Φεστιβάλ Βιβλίου, «Πεδίον τού Άρεως» «Εκδόσεις Νίκας», ...


Σχολιάστε το άρθρο:



συνολικά: | προβολή:

Newsletter
Email:
Λέξεις κλειδιά
Αξιολογήστε αυτο το άρθρο
0