Ο Ελληνικός ιός - Του Βασίλη Βιλιάρδου
Είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι η Ελλάδα, εάν μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το βασικό της πρόβλημα, την εύλογη έλλειψη εμπιστοσύνης των Πολιτών προς την Πολιτεία, θα κατάφερνε να κερδίσει αυτό που αξίζει σε μία πολλαπλά προικισμένη χώρα: να γίνει δηλαδή η ωραιότερη, η πλουσιότερη, η ευτυχέστερη, καθώς επίσης η πιο πολιτισμένη χώρα του πλανήτη.
Πόσο μάλλον όταν από οικονομικής πλευράς, υπό την παραπάνω προϋπόθεση, η επίλυση των χρηματοπιστωτικών προβλημάτων της είναι πανεύκολη: αφού υπάρχουν πολλές δυνατότητες εσωτερικής χρηματοδότησης του δημοσίου χρέους της (εθνικά ομόλογα κλπ.), καθώς επίσης των επενδύσεων, οι οποίες απαιτούνται για να επιστρέψει στην ανάπτυξη.
Η ελληνική ιστορία είναι όμως «αμείλικτη», όσον αφορά το συγκεκριμένο «ελάττωμα» της πατρίδας μας – αφού επιβεβαιώνει την ύπαρξη του, ήδη από την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ειδικότερα, έχουν γραφεί τα εξής:
«Ο τριακονταετής Πελοποννησιακός πόλεμος προκάλεσε φοβερές φθορές στον Ελληνισμό. Καταβαράθρωσε την Ελληνική οικονομία, δημιούργησε ένα ρεύμα μεταναστευτικής εξόδου και εξαχρείωσε τα ελληνικά ήθη. Κυριάρχησε ένα εσωτερικό χάος, προκαλώντας την ολοκληρωτική διάλυση της κλασσικής κοινωνίας. Αργότερα, όλες οι πόλεις γνώρισαν τον εμφύλιο σπαραγμό, λόγω των κομματικών παθών – με οδυνηρά επακόλουθα για τους πολίτες τους.
Όποιος φαινόταν αδιάλλακτος στους εχθρούς, αποσπούσε άκοπα την εμπιστοσύνη του λαού, ενώ όποιος αντιστεκόταν στις λαϊκές θελήσεις ήταν ύποπτος. Όποιος κατόρθωνε να επιτύχει κάποιο αθέμιτο σχέδιο του, θεωρούταν έξυπνος - ακόμη πιο έξυπνος όποιος προλάβαινε να ματαιώσει αυτό το σχέδιο. Εκείνος όμως που φρόντιζε να μην γίνονται παράνομα πράγματα και να μην υπάρχει ανάγκη για τη ματαίωση τους, αντιμετωπιζόταν ως διαλυτικό στοιχείο μέσα σε κάθε κόμμα και προκαλούσε την, μέχρι τρομοκρατίας, οργή των άλλων.
Σε γενικές γραμμές, όποιος προλάβαινε και προξενούσε κακό στον αντίπαλο, προτού το πάθει αυτός, ήταν αξιέπαινος – όπως επίσης εκείνος που έσπρωχνε στο κακό τους άλλους, κυρίως δε όσους επέμεναν να είναι αγνοί.
Περαιτέρω, η οικογένεια κατάντησε ασήμαντη μπροστά στην κομματική φιλία. Η αιτία ήταν το ότι, ο «σύντροφος» στον κομματικό αγώνα ήταν πολύ πιο πρόθυμος να κάνει οτιδήποτε για τον ομοϊδεάτη του, χωρίς καν να ζητάει εξηγήσεις, παρά ο συγγενής για το συγγενή του. Το γεγονός αυτό οφειλόταν στο ότι, οι κομματικές διασυνδέσεις δεν στηρίζονταν σε ηθικές αρχές, αδιαφορούσαν για τη νομιμότητα και είχαν στόχο τους το παράνομο κέρδος.
Η εμπιστοσύνη των μελών των κομμάτων δεν βασιζόταν στην υψηλή ηθική, αλλά στην κοινή παρανομία τους. Κάθε πολίτης προτιμούσε να εκδικηθεί όποιον τον ενοχλούσε, παρά να μην πάθει ο ίδιος κάποιο κακό – επιθυμούσε δηλαδή τη δυστυχία του γείτονα, παρά τη δική του ευτυχία. Οι όρκοι δε, με τους οποίους επικυρωνόταν κάποια συμφωνία, γινόντουσαν σεβαστοί μόνο για εκείνο το χρονικό διάστημα, όπου εξυπηρετούσαν αυτούς που ορκίζονταν – ενώ καταπατούνταν αμέσως μετά, όταν έπαυαν να ωφελούν αυτούς που τους έδιναν.
Αιτία για όλα αυτά και για ακόμη περισσότερα, ήταν η εξουσία – την οποία επιζητούσαν όλοι από πλεονεξία, ιδιοτέλεια, φιλοδοξία, ματαιοδοξία και μισαλλοδοξία. Όσοι παρουσιάστηκαν ως κομματικοί ηγέτες στις διάφορες πόλεις, προπαγάνδιζαν σαν δόλωμα εκείνες τις ιδέες, τις οποίες ήθελαν να πραγματοποιήσουν – επιδιώκοντας φυσικά μόνο την εξουσία και τίποτα άλλο.
Οι δημοκρατικοί διακήρυτταν ότι ζητούσαν την εξουσία, για να έχει η πλειοψηφία του λαού ισονομία, καθώς επίσης πολιτική ελευθερία. Οι ολιγαρχικοί επέμεναν ότι, η πόλη πρέπει να κυβερνιέται από λίγους και συνετούς άνδρες – από τους εκλεκτούς. Με ηχηρά συνθήματα προσποιούνταν αμφότεροι πως φροντίζουν για το δημόσιο συμφέρον – ενώ στην πραγματικότητα «ορέγονταν» την εξουσία σαν βραβείο, για όποιον θα νικούσε στον αθέμιτο κομματικό ανταγωνισμό.
Αυτός ήταν ουσιαστικά ο λόγος, για τον οποίο ο καθένας προσπαθούσε να εξουδετερώσει τους άλλους – με αποτέλεσμα να κάνουν όλοι φρικιαστικά, αποτρόπαια εγκλήματα, καθώς επίσης ακόμη χειρότερες αντεκδικήσεις. Φυσικά δεν σταματούσαν όπου ήταν δίκαιο και συμφέρον για την πόλη, αλλά έφθαναν μέχρι τα άκρα – οδηγούμενοι από τη δίψα τους για εκδίκηση, καθώς επίσης από την ικανοποίηση του εγωισμού τους.
Καταδίκαζαν με αυθαίρετες αποφάσεις τους αντιφρονούντες ή τους υπέτασσαν με τη βία – έτοιμοι να επιβάλλουν απαίσιες τιμωρίες. Κατ” επακόλουθο, δεν ξεχώριζε κανένας λόγω της εντιμότητας και του ήθους του, αλλά αποκτούσαν φήμη και εισέπρατταν επαίνους, στο όνομα μάλιστα των (δήθεν) υψηλών ιδανικών τους, μόνο όσοι κατόρθωναν να επικρατήσουν με τον οποιονδήποτε τρόπο – ο σκοπός αγίαζε τα μέσα.
Οι φιλήσυχοι πολίτες, οι οποίοι δεν ακολουθούσαν κανένα κόμμα, κατατρέχονταν και από τις δύο παρατάξεις – είτε γιατί δεν προσέφεραν σε κάποια από αυτές την υποστήριξη τους, είτε γιατί φθονούνταν από αυτές, επειδή ζούσαν ήσυχα, απαλλαγμένοι από κινδύνους. Σε τελική ανάλυση λοιπόν, οι κομματικές διαμάχες καταρράκωσαν το ελληνικό πνεύμα, επιτρέποντας να κυριαρχήσει κάθε είδους ατιμία.
Όσοι είχαν χρηστό χαρακτήρα, κυρίως οι ευγενικοί στην ψυχή, εξευτελίσθηκαν και χάθηκαν – ενώ παντού υπήρχε μία πολύ έντονη σύγκρουση ιδεών, σε συνδυασμό με μία παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης. Δυστυχώς, δεν υπήρχε τρόπος να σταματήσει το κακό, αφού είχε χαθεί εντελώς το συναίσθημα της τιμής, ενώ δεν γινόντουσαν σεβαστοί ακόμη και οι μεγαλύτεροι όρκοι.
Όλοι φυλάγονταν για να μην πάθουν κάποιο κακό, ενώ δεν μπορούσαν να εμπιστευθούν ποτέ κάποια συμφωνία ή προεκλογική δέσμευση – επειδή είχαν συνηθίσει να πιστεύουν πως είναι αδύνατον να «τιμηθούν» οι υπογραφές, οι συμφωνίες, οι δεσμεύσεις και οι όρκοι. Κατά κανόνα, θριάμβευαν οι πνευματικά κατώτεροι – επειδή, γνωρίζοντας την κατωτερότητα τους, καθώς επίσης την πνευματική υπεροχή των αντιπάλων τους, φοβούνταν μήπως δεν επιβληθούν με το κύρος των λόγων τους, οπότε προέβαιναν σε τρομακτικές πράξεις.
Επειδή δε οι μορφωμένοι πίστευαν ότι δεν χρειαζόταν βία για να προστατευθούν, έχοντας εμπιστοσύνη στις πνευματικές τους ικανότητες, βρισκόταν πάντοτε απροφύλακτοι και καταστρέφονταν – από αυτούς, οι οποίοι δεν είχαν την παραμικρή μόρφωση και καμία ικανότητα» (Α. Γαβρίλης με μικρές παρεμβάσεις).
Ολοκληρώνοντας, έχουμε την άποψη ότι, δεν χρειάζεται να πει κανείς περισσότερα, για να περιγράψει τα σημερινά προβλήματα της Ελλάδας – τα οποία είναι τα μοναδικά υπεύθυνα για τα δεινά της. Προφανώς δε, εάν δεν επιλυθούν, η πατρίδα μας δεν θα αποφύγει το μοιραίο – αφού καμία «συνταγή» δεν μπορεί να στηριχθεί σε σαθρά θεμέλια, όσο σωστή και αν θα ήταν ή όσα χρήματα και αν θα διέθετε κανείς.
«Υπάρχει ελπίδα για την πατρίδα μας;» θα ρωτούσε ίσως κάποιος, ο οποίος θα συνειδητοποιούσε τόσο το πραγματικό πρόβλημα, όσο και το τεράστιο μέγεθος του. Ειδικά επειδή καταδικάζει την Ελλάδα να κυβερνάται διαχρονικά από ορισμένους ανεπαρκείς, ανίκανους, ανέντιμους και εξουσιομανείς, οι οποίοι δεν έχουν την παραμικρή πιθανότητα να οδηγήσουν τη χώρα μας στην έξοδο από την κρίση – πόσο μάλλον να σταματήσουν να υποκλίνονται και να επαιτούν διεθνώς.
«Ασφαλώς και υπάρχει«, θα ήταν η απάντηση μας – υπό μία και μοναδική προϋπόθεση βέβαια: Να πάψουν οι Έλληνες να περιμένουν τον από μηχανής Θεό, έναν επόμενο σωτήρα δηλαδή, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι τα ηνία.
Ο τρόπος δεν είναι άλλος, από την απαίτηση τους να υιοθετηθούν οι κανόνες της άμεσης δημοκρατίας, εκ μέρους όλων των πολιτικών κομμάτων της χώρας τους – εναλλακτικά δε να ψηφίσουν μόνο εκείνο το κόμμα που το εγγυάται ή να απέχουν μαζικά από όλες τις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, έως ότου υπάρξει ένα κόμμα που θα το εγγυάται.
Μόνο τότε θα τολμήσουν να διεκδικήσουν την εξουσία εκείνα τα ικανά και έντιμα άτομα, τα οποία διαθέτει η Ελλάδα, όσο ελάχιστες άλλες χώρες στον πλανήτη – άτομα που δυστυχώς δεν έχουν καμία απολύτως πρόσβαση στα σημερινά κόμματα, ενώ φυσικά δεν το επιθυμούν και τα ίδια. Η αιτία είναι το ότι, τυχόν συμμετοχή τους στα κοινά, υπό τις σημερινές συνθήκες, απαιτεί «δεξιότητες» που δεν διαθέτουν: ανεντιμότητα, εκδικητικότητα, πονηριά, θράσος, δουλικότητα, ιδιοτέλεια, μισαλλοδοξία, ματαιοδοξία κοκ.
Πηγή: Market News
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα