Αγαπητοί φίλοι, Μπορείτε να στέλνετε τα κείμενά σας στο palmografos@gmail.com - Δωρεάν δημοσίευση Αγγελιών στο palmografos@gmail.com

Ο Albert Camus και η Ελλάδα - Της Ξένης Δ. Μπαλωτή*

Αρχική | Τέχνες - Επιστήμες | Πεζογραφία | Ο Albert Camus και η Ελλάδα - Της Ξένης Δ. Μπαλωτή*

«Η παραδεδεγμένη άγνοια, η άρνηση του φανατισμού, τα σύνορα του κόσμου και του ανθρώπου, το αγαπημένο πρόσωπο, η ομορφιά τέλος, να τα σημεία όπου συναντάμε τους Έλληνες.»

Αυτούς τους Έλληνες αγάπησε ο Albert Camus και σ’αυτούς αναφέρεται μέσα στα βιβλία του και ιδιαίτερα στο «Καλοκαίρι», που χαρακτηρίζεται σαν το «ελληνικότερο» από τα έργα του, από την άποψη της ισορροπίας του εσωτερικού ανθρώπου με το εχθρικό περιβάλλον όπου τον έριξαν για να ζήσει και το οποίο σύντομα, παρά τη θέλησή του, εγκατέλειψε.

Συμπληρώνονται φέτος 100 χρόνια από την γέννηση του συγγραφέα και κρίναμε σωστό να ξαναθυμίσουμε, εδώ, συνοπτικά, το ταξίδι που έκανε, το 1955, στην Ελλάδα και τα κείμενα που δημοσίευσε γι’αυτήν στο γαλλικό περιοδικό L’Express, το Μάιο και το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς.

O Albert Camus ήρθε στην Αθήνα στις 26 Απριλίου 1955, προσκεκλημένος του Προέδρου της Ελληνογαλλικής Πνευματικής Ένωσης, ψυχιάτρου Άγγελου Κατακουζηνού, για να δώσει μία διάλεξη στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών πραγματοποιώντας ταυτόχρονα μία παλιά του επιθυμία να επισκεφτεί την Ελλάδα.

«Ξέρετε-έλεγε, καθώς έρριχνε μια ματιά στην προθήκη ενός βιβλιοπωλείου της πλατείας Συντάγματος – είχα μια φορά πριν από χρόνια, αγοράσει ένα εισιτήριο για να έρθω στην Ελλάδα. Το ατύχημα όμως είναι ότι το εισιτήριο μου εκείνο έφερε ως ημερομηνία αναχώρησης την 2α Σεπτεμβρίου 1939. Μόλις τώρα κατορθώνω να έρθω.»

Κατά την εδώ επίσκεψη του μίλησε με ενθουσιασμό για την Ελλάδα, την οποία δεν έβλεπε ως «ένα σωρό ερειπίων, μία σελίδα της ιστορίας ή ένα αρχαιολογικό μουσείο.» «Η Ελλάδα για εμένα-έλεγε ο Albert Camus- είναι κάτι το πολύ απλό: είναι η πατρίδα και η θάλασσα. Για μας τους Μεσογειακούς, η Ελλάδα είναι μία πηγή. (…) Θέλω να πω ότι η Μεσόγειος έχει κάτι, ένα συστατικό στοιχείο, που της επιτρέπει να ισορροπεί τα πάντα και να μας δίνει πάντα ένα μάθημα μέτρου. Δέχεται την τρομακτική πίεση του σύγχρονου κόσμου, ανοίγεται στην εισβολή των ξένων ιδεολογιών και ύστερα τους δίνει κάποια ισορροπία. Ο φανατισμός όταν έρθει στην Ιταλία δεν έχει την βαρβαρότητα του γερμανικού, ο κομμουνισμός όταν έρθει στη Γιουγκοσλαβία γίνεται ανεκτός. Γιατί; Είναι, ομολογώ, δύσκολο να βρω τον ακριβή λόγο και δεν αποκλείεται – αν και αμφιβάλλω – να υποτιμώ τη δύναμη των ιδεολογιών, αλλά πώς το θέλετε, εμείς οι Μεσογειακοί έχουμε δύο χιλιετηρίδων ιστορία και παράδοση, ενώ οι Γερμανοί λ.χ. δεν έχουν παρά δύο αιώνων ιστορία. Μεταξύ των δύο, μοιραίο είναι να υπάρχει κάποια διαφορά. (…) Οι συνάδελφοί μου τρέφονται από τη γερμανική φιλοσοφία, κυρίως του 19ου αιώνα. Εγώ από την ελληνική. Για μένα, αν θέλετε να κάμω μια καθαρή διάκριση, ο Πλάτων είναι πολύ πιο σημαντικός και από τον Χέγκελ και από τον Χούσερλ. Έτσι τουλάχιστον βλέπω τον εαυτό μου. (…)

Γνωρίζω βεβαίως τους ποιητές σας, έναν Σικελιανό, έναν Καβάφη, μα αν υπάρχει ένας Νεοέλληνας συγγραφέας που γνωρίζω καλά και θαυμάζω είναι ο Καζαντζάκης. Διάβασα και τις τραγωδίες του και τον «Ζορμπά» του και τελευταία το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». (…) Για να πω την αλήθεια, προτιμώ τον «Ζορμπά». Μου φαίνεται δηλαδή έργο πιο ελληνικό, με περισσότερο χρώμα. (…) Ο Ζορμπάς είναι μια ζωντανή δύναμη, ένας άνθρωπος. (…) Φιλοδοξία μου είναι να σκηνοθετήσω μια μέρα την «Μέλισσά» του, που είναι έργο μεγάλο το οποίο θαυμάζω και αγαπώ πολύ.»

Η αφοσίωση του Albert Camus στην Ελλάδα, για την οποία έλεγε ότι ήταν ένας από τους «ανάξιους γιους της, αλλά επίμονα πιστός», ανάγεται στην εποχή των σπουδών του. Αυτό γίνεται φανερό και από το θέμα της πτυχιακής του εργασίας που υποστήριξε το 1939 και ήταν : «Χριστιανική και νεοπλατωνική μεταφυσική». Όταν του ζητήθηκε ο λόγος που τον έσπρωξε να μελετήσει αυτό το θέμα, ο Albert Camus απάντησε : «Ο Άγιος Αυγουστίνος και ο Πλωτίνος ήταν Αφρικανοί. Και έπειτα αισθανόμουν Έλληνας ζώντας μέσα σε έναν κόσμο χριστιανικό.»

Και το 1956, στην «Πτώση», ο Albert Camus θα πει μέσω του ήρωα του έργου τα παρακάτω λόγια : «Απ’την εποχή εκείνη, η Ελλάδα, ως και αυτή μαζεύτηκε κάπου μέσα μου, σε μίαν άκρη της μνήμης μου, ακούραστη…»

Ανάμεσα στα έργα που ο Albert Camus σκηνοθέτησε ήταν ο «Προμηθέας Δεσμώτης» τον οποίο και ανέβασε στο «Θέατρο της Εργασίας». Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν λόγω μίας φυματίωσης, ανάμεσα στα αναγνώσματά του βρίσκουμε τα έργα του Επίκτητου, για τον οποίο είπε αργότερα : «με βοήθησε να κρατηθώ».

Κατά την παραμονή του στην Αθήνα έδωσε δύο διαλέξεις : μία στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» περί του «Σύγχρονου Θεάτρου» και μία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών με θέμα «Το μέλλον του Ευρωπαϊκού πολιτισμού». Το περιεχόμενό του μας είναι γνωστό από σχετικά δημοσιεύματα στις εφημερίδες «Η Καθημερινή» και «Το Βήμα», τα οποία κρίνουμε σκόπιμο να αναδημοσιεύσουμε.

Για τη διάλεξη του Albert Camus στον «Παρνασσό», ο Κλέων Παράσχος έγραψε στην «Καθημερινή» της 30ης Απριλίου 1955 : «Δεν είναι κοινοτοπία αν ειπώ ότι σπανίως το Αθηναϊκό κοινό είχε την ευκαιρία να ακούση ομιλία σαν την χθεσινή του κ. Αλμπέρ Καμύ. Είναι αλήθεια. Η ποιότης του λόγου, ο τόνος, η άνεσις και η πληρότης εις τον χειρισμός του θέματος, όλα προσέδιδαν εις την ομιλίαν μίαν λαμπρότητα εξαιρετικήν. Ο συγγραφεύς της «Πανούκλας» και του «Καλλιγούλα» ωμίλησε περί του «Συγχρόνου Θεάτρου», δηλαδή συγκεκριμένως περί της συγχρόνου γαλλικής δραματουργίας, όπου εκδηλώνεται η προσπάθεια ανευρέσεως μίας νέας μορφής «τραγωδίας», η οποία να εκφράζη την τραγικότητα του σημερινού ανθρώπου. Ο ομιλητής καθώρισε πρώτον τα ιδιάζοντα γνωρίσματα της αρχαίας τραγωδίας, τα στοιχεία που κατά την γνώμην του της δίδουν την εντελώς ιδιαιτέραν και ανεπανάληπτον μέχρι σήμερον μορφήν. Εις την ελληνικήν λοιπόν τραγωδίαν δύο αντίθετοι δυνάμεις έρχονται εις σύγκρουσιν και αι δυνάμεις αυταί είναι κατά κανόνα το λογικόν και το μυστήριον, το άτομον και η «τάξις» που κυβερνά τον κόσμον και την οποίαν μόνον τυφλός ημπορεί να σκεφτή να διασαλεύση. Διά τούτο, είπεν ο κ. Καμύ, εγκλήματα και εγκληματίαι δεν υπάρχουν εις την ελληνικήν τραγωδίαν, υπάρχουν μόνον τυφλοί, που δεν θέλουν να υποταχθούν εις το μυστήριον, αλλά επιχειρούν να υπερβούν το ανθρώπινον μέτρον. Τυπικός εκπρόσωπος της ανταρσίας αυτής –της ύβρεως- είναι ο Προμηθεύς. Άλλο γνώρισμα, κατά τον κ. Καμύ, της ελληνικής τραγωδίας είναι ότι όλοι οι ήρωες δικαιώνονται, ενώ εις το νεώτερον δράμα και εις το μελόδραμα, που είναι μία παραλλαγή του, ένας δικαιώνεται μόνον. Ο κ. Καμύ πιστεύει ότι εις τον Σοφοκλή αι αντίρροποι τραγικαί δυνάμεις εκδηλώνονται με τον πληρέστερον τρόπον, διά τούτο και υπερέχει των άλλων τραγικών, ενώ αντιθέτως ο Ευριπίδης υπολείπεται διότι με αυτόν αρχίζει να μεταφέρωνται εις την τραγικήν σκηνήν τα ατομικά δράματα, αρχίζει δηλαδή η παρακμή.

Είκοσι αιώνες χωρίζουν την αρχαίαν τραγωδίαν από το ελισαβετιανό δράμα και από την σχεδόν σύγχρονον γαλλικήν τραγωδίαν, όπως και από το επίσης σύγχρονον σχεδόν ισπανικόν δράμα και καθ’όλους αυτούς τους αιώνας η τραγωδία εσιώπησε. Κατά της τάξεως, την οποία εγκαθίδρυσε ο Χριστιανισμός, δεν ήταν δυνατό να εννοηθή ανταρσία. Ήτο μία θεία τάξις που δεν δέχεται παρά μόνον την υποταγήν.

Διά τούτο και τα μεσαιωνικά μυστήρια είναι μία μορφή δράματος, δεν είναι όμως μορφή τραγωδίας. Αυτήν, είπεν ο ομιλητής, οι σύγχρονοι δραματικοί συγγραφείς, προσπαθούν να επανεύρουν, συγγραφείς που έχουν πλήρη συνείδησιν της αποστολής των και οι οποίοι, με τον Κοπώ, τον ιδρυτής του «Βιέ Κολομπιέ» επι κεφαλής, ηγωνίσθησαν και αγωνίζονται να επαναφέρουν το θέατρον εις το υψηλό ηθικόν και καλλιτεχνικόν του κλίμα. Η τραγική ουσία υπάρχει, είπεν ο κ. Καμύ, διά την δημιουργίαν ενός νέου τύπου τραγωδίας. Είναι όλαι αι δραματικαί αντιθέτως, εν μέσω των οποίων κλυδωνίζεται και σπαράσσεται ο σύγχρονος άνθρωπος. Πρέπει όμως να δημιουργηθεί και ο αντάξιος τραγικός λόγος, το νέον τραγικόν ύφος, ύφος ιερατικόν και οικείον, ποιητικόν, αλλά και δυνάμενον να αποδώση συγχρόνως όλας τα αποχρώσεις του σημερινού ανθρώπου. Οι σύγχρονοι Γάλλοι δραματογράφοι, ο Κλωντέλ, ο Ζιροντού, ο Κοκτώ, ο Ζιντ, ο Μοντερλάν, εδημιούργησαν, καθείς με τον τρόπον του, ένα τραγικόν ύφος, ενώ όμως δανείζονται τους μύθους των και από την ελληνικήν τραγωδίαν, δεν διατηρούν εις τα έργα των τον υψηλόν και αμιγώς ηρωϊκόν τόνον της ελληνικής τραγωδίας, αλλά αναμιγνύουν με αυτόν τόνους οικείους, ειρωνείαν και χιούμορ, και πολλήν «fantaisie». Χαρακτηριστικά από της απόψεως αυτής ήσαν τα τεμάχια του «Οιδίποδος» του Ζιντ και του «Ο Τρωϊκός Πόλεμος δεν θα γίνη» του Ζιροντού, τα οποία ανέγνωσεν ο διαπρεπής συγγραφεύς. Ο κ. Καμύ εδιάβασεν επίσης τεμάχια από τον «Μεσημεριανόν Κλήρον» και την «Πόλιν» του Κλωντέλ και από τον «Maitre de Sautiago» του Μοντερλάν.

Συμπεραίνων ο κ. Καμύ είπεν ότι το σύγχρονον γαλλικόν θέατρον, το πλέον αξιόλογον της εποχής μας, δεν είναι ακόμη, εις ό,τι αφορά την νέαν μορφήν της τραγωδίας, πραγματοποίησις, είναι ελπίς, ωραία υπόσχεσις που διά να μεταβληθή εις καρπόν, εκτός από άλλους παράγοντας, θα χρειασθή και ένας μεγαλοφυής ποιητής.

Τέλος συμπληρώνων την ανάγνωσιν κειμένων συγχρόνων Γάλλων δραματουργών ποιητών, ο κ. Καμύ ανέγνωσε περικοπάς από τα «Ευμενίδας» του Αισχύλου, κατά μετάφρασιν του Κλωντέλ.»

«Το Βήμα» της ίδιας ημέρας αναφερόταν στη διάλεξη του Albert Camus στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και έγραφε τα ακόλουθα :

«Μία μεγάλου ενδιαφέροντος διαλογική συζήτησις, επί υψηλού πνευματικού επιπέδου, και με θέμα «το μέλλον του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού» συγκέντρωσε εις το Γαλλικόν Ινστιτούτον εκατοντάδας αντιπροσώπων του Ελληνικού πνεύματος, της Ελληνικής πολιτικής και Ελληνικής Κοινωνίας. Την οργάνωσε η «Ελληνογαλλική Πνευματική Ένωσις» και την διηύθυνε με δεξιοτεχνίαν ο καθηγητής κ. Α. Κατακουζηνός. Το θέμα ήτο τεράστιον. Έπρεπε να καθορισθούν τα στοιχεία που συνιστούν αυτό που αποκαλούμεν «Ευρωπαϊκόν πολιτισμόν», και να διαγραφούν αι προοπτικαί της επιβιώσεώς του εις το μέλλον. Ευτυχώς ότι εις την εξέδραν του Ινστιτούτου ευρίσκοντο άνδρες ικανοί να βαστάσουν το βάρος της δυσχερούς συζητήσεως : ο Γάλλος συγγραφεύς κ. Αλμπερτ Καμύ και γύρω του οι κ.κ. Ε.Παπανούτσος, Κ.Τσάτσος και Γ.Θεοτοκάς. οι τέσσαρες αυτοί στοχασταί και πνευματικοί ηγέται εκάλυψαν με τας παρεμβάσεις των όλας τας πλευράς του απεράντου θέματος. Και αι ερωτήσεις που υπεβλήθησαν κατόπιν, επεισοδιακαί και λεπτομερειακαί κατά το πλείστον, εφώτισαν απλώς απόψεις αι οποίαι είχαν κατά βάσιν τεθή από τους κυρίους ομιλητάς. Και το συμπέρασμα. Δεν ημπορούσε να είναι ούτε απολύτως αισιόδοξον αλλ’ούτε πάντως απαισιόδοξον. Βέβαια η Ευρώπη αφού έγινε επί αιώνας εξαγωγεύς πολιτισμού, τεχνικών προόδων, θρησκευτικών ιδεωδών και πολιτικών θεσμών, βλέπει τώρα τους λαούς τους οποίους εξεπολίτισε να στρέφουν τα όπλα που η ίδια τους εχάρισε εναντίον της. Απωθημένη εις το ακρωτήρι μιάς απεράντου ηπείρου ζη –όπως είπε κάποτε εις το Στρασβούργον ο Σπάακ- με τον φόβον ενός κολοσσού και από την φιλανθρωπίαν ενός άλλου. Στερηθείσα της υλικής της υπεροχής απέναντι των άλλων ηπείρων, η Ευρώπη αναζητεί την οικονομικής της σωτηρίαν εις ενοποίησιν των πόρων της. Αι επιτυχείς προσπάθειαι του Συμβουλίου της Ευρώπης και το πείραμα της Κοινοπραξίας Άνθρακος και Χάλυβος την ενισχύουν εις τον δρόμον της ενότητος. Φθάνει, όμως, αυτό; Προφανώς όχι. Κληρονόμος ενός μεγάλου πολιτισμού, ο οποίος επήγασεν από τρεις πόλεις, από τας Αθήνας, την Ιερουσαλήμ και την Ρώμην, η Ευρώπη οφείλει να δώση εις τον υπόλοιπον κόσμον ένα νέον μήνυμα και να παρουσιάση ένα νέον τύπον ανανεωμένης κοινωνίας ανθρώπων εις την οποίαν να αρμονίζεται η Πίστις με τον Λόγον, η Δράσις με το Πνεύμα.

Η Ευρώπη δεν θα πεθάνη παρά μόνον εάν η ίδια δεχθή μοιρολατρικώς τέτοιο τέλος. Αλλά δεν πρέπει να το δεχθή. Και όπως απέδειξεν η εξαίρετος συζήτησις, εις όλας τας χώρας της Ευρώπης υπάρχουν εκλεκτοί άνθρωποι που αγωνίζονται να αποτρέψουν το άδοξον τέλος μίας ενδόξου ηπείρου».

Μετά το τέλος των υποχρεώσεών του στην Αθήνα, ο Albert Camus επισκέφτηκε τις Μυκήνες, το Μυστρά, τους Δελφούς, τη Β.Ελλάδα, τη Δήλο και την Ολυμπία. Το ταξίδι αυτό τον ενθουσίασε : «Βρήκα στην Ελλάδα, έγραφε σε φίλο του στις 11 Μαρτίου 1955, όλα όσα ήρθα να ψάξω και ακόμη περισσότερα. Επιστρέφω όρθιος.»

Είναι επίσης, κατά την διάρκειαν αυτού του ταξιδιού στην Ελλάδα που ο Albert Camus ξεκίνησε μία νέα φάση της επαγγελματικής πορείας του: την συνεργασία του με το γαλλικό περιοδικό L’Express, που τότε διεύθυνε ο Jean-Jacques Servan-Schreiber.

Ενώ ο Albert Camus βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, δέχτηκε από ένα φίλο του στη Γαλλία, ένα τηλεγράφημα που του μετέφερε την επιθυμία του Servan-Schreiber να συνεργαστεί με το περιοδικό.

Ο Albert Camus αντί για απάντηση έστειλε μία ανταπόκριση από την Αθήνα όπου σύγκρινε την ανακατασκευή της γκρεμισμένης πόλης Orléansville με τις ανασκαφές των Γάλλων αρχαιολόγων στο αρχαίο Άργος. Το κείμενό του τελείωνε μ’ένα υστερόγραφο που ζητούσε βοήθεια για την ανοικοδόμηση του Βόλου που πρόσφατα είχε καταστραφεί από τους σεισμούς !

Έτσι εγκαινιάστηκε η συνεργασία ανάμεσα στον συγγραφέα και το Γαλλικό περιοδικό, στις σελίδες του οποίου την ίδια εποχή έγραφαν τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά ονόματα της Γαλλίας : Mauriac, Sartre, Merleau-Ponty κά.

Το πρώτο αυτό κείμενο του Albert Camus στο L’Express δημοσιεύτηκε στο τεύχος της 14ης Μαΐου 1955 και είναι το ακόλουθο : «Το ανθρώπινο επάγγελμα. Η συγκυρία των δύο ταξιδιών μου επέτρεψε να συναντήσω, με μερικές εβδομάδες διαφορά, ανθρώπους ευχαριστημένους με αυτό που έκαναν. Όσο περίεργο και αν αυτό φαίνεται, αυτοί οι άνθρωποι ήταν Γάλλοι.

Στην Orléansville, πριν μερικούς μήνες, έζησα ανάμεσα στην ομάδα των νέων αρχιτεκτόνων που ξαναχτίζουν την πόλη και τα περίχωρά της. Στο Άργος, πριν λίγες ημέρες, συνάντησα τους νέους αρχαιολόγους που κάνουν ανασκαφές για λογαριασμό της Γαλλικής αρχαιολογικής σχολής των Αθηνών. Υπήρχε τόσος ήλιος και σκόνη στο Άργος, όσο και στην Orléansville, ακόμη και τα σπίτια που ήταν όρθια δε διέφεραν πολύ αναμεταξύ τους. Όσο για τους δύο λαούς, η φτώχεια και μία κοινή υπερηφάνεια τούς κάνουν να μοιάζουν μεταξύ τους. Το ίδιο φως, το πιο βαρύ στην Αλγερία, πιο νεφελώδες στην Ελλάδα, τους βοηθά λίγο να ζήσουν.

Μέσα στις πόλεις εγκαταστάθηκαν άνθρωποι νέοι, που διαπρέπουν αντίστοιχα μέσα στο επάγγελμά τους. Ζούνε σε κοινόβιο, χωρίς καμία άνεση, μία ζωή σχεδόν μοναστική από την ανέχεια και την εγκράτεια, αλλά που η ενέργεια, το φως, η χαρά της δημιουργίας, η συναδελφοσύνη, τους γεμίζει από ευχάριστες απολαύσεις.

Εγκατεστημένοι στο μέσον ερειπίων, παλαιών ή νέων, παρέα μ’ένα λαό που τους περιβάλλει με αληθινή φιλία, αφιερωμένοι παντελώς στο επάγγελμά τους, αυτό της ανακατασκευής ή των ανακαλύψεων, δουλεύουν ακούραστα. Και όταν έρχεται το βράδι, ανάμεσα σε αστεία, κάνουν τον απολογισμό τους και μετρούν τότε την αργή πρόοδο τους.

Επάνω σε αυτά τα εύρωστα πρόσωπα, τα σβέλτα, κάτω από τα πουκάμισα, σώματα, παρ’όλη την κούραση και τις έγνοιες, προσωπικές ή επαγγελματικές, δεν είδα κανένα από αυτά τα συμπτώματα ηθικής κατάπτωσης ή πίκρας που κάνουν κάποτε τόσο θλιβερό το γαλλικό πλήθος. Αυτοί οι νέοι, αντίθετα, είναι ευχαριστημένοι που ζουν μια περιπέτεια, αυτή του παρελθόντος ή αυτή του μέλλοντος. Με τον τρόπο τους, κάνουν να προχωρά, και σε αντίθετες κατευθύνσεις, οι δύο μεγάλοι δρόμοι που ακολουθούνται από τον άνθρωπο. Του κάνουν, ή του ξανακάνουν, μια ιστορία. Και στις δύο περιπτώσεις, όσο λίγο και αν είναι, δουλεύουν, πραγματικά, για να μεγαλώσουν το βασίλειό του.

Μακριά από τα ψεύτικά μας επαγγέλματα, από τις μικρές μας έχθρες, από τις κενές ή καταστρεπτικές μας σχέσεις, από τις μοναξιές μας, ασκούν μέσα στη ζεστή δημιουργική τους εργασία, ένα ανθρώπινο επάγγελμα.

Γιατί να μην το πω; Ζηλεύω λίγο, αλλά με μια στοργή την οποία δε βλέπω, εξάλλου, τι θα μπορούσαν να την κάνουν, αυτούς τους ανθρώπους με τους οποίους θα ήθελα να μοιράζομαι τη ζωή και την προσπάθεια. Δεν υπήρξα ποτέ ευτυχισμένος, το ξέρω, ούτε ήρεμος, παρά μόνο μέσα σ’ένα αξιόλογο επάγγελμα, το οποίο ασκείται από ανθρώπους που μπορώ ν’αγαπώ. Ξέρω επίσης ότι πολλοί, επάνω σ’αυτό το σημείο, μου μοιάζουν. Χωρίς εργασία, κάθε ζωή σαπίζει. Αλλά κάτω από ένα επάγγελμα χωρίς ψυχή, η ζωή καταπνίγεται και πεθαίνει.

Δεν είναι λοιπόν αυτή η πραγματική προσπάθεια που πρέπει να καταβάλει ένα έθνος ώστε να δώσει στους πολίτες του το πλούσιο αίσθημα ότι ασκούν το πραγματικό τους επάγγελμα και ότι είναι χρήσιμοι στην θέση όπου βρίσκονται;

Στο Άργος, στην Orléansville, αυτό τουλάχιστον υποστήριζα και ακόμη ότι θα αρκούσε η δουλειά να ξαναβρεί τις ρίζες της, ότι η δημιουργία θα μπορούσε να ξαναγίνει πιθανή, και ότι θα καταργηθούν, επιτέλους, οι συνθήκες που κάνουν, του μεν και του δε, μια δουλειά ανυπόφορη ή μια μάταιη οδύνη και στις δύο περιπτώσεις μία μοναχική δυστυχία, έτσι ώστε η χώρα μας να κατοικηθεί από πρόσωπα των οποίων η γενική πικρία θα γιατρευτεί.

Να γιατί, λίγο μετά που άφησα το Άργος, επέστρεψα στα ερείπια του παλατιού του Αγαμέμνονα, στις Μυκήνες, σκεπτόμενος κρυφά και παρά τη θέλησή μου, αυτούς τους νέους κατασκευαστές που από την άλλη πλευρά της θάλασσας, ανορθώνουν με προοπτική χρόνου αυτό που γκρεμίστηκε σε μία νύχτα, αυτούς τους νέους αρχαιολόγους που λίγο πριν εγκατέλειψα σε ένα βασίλειο όπου μας περιμένει πολύ δουλειά.

Ο χώρος, τελικά, είναι πρόσφορος για σκέψεις επάνω στη δύναμη και στην πράξη. Το φρούριο των εγκλημάτων, περιτριγυρισμένο από μεγάλες πλάκες ανάμεσα σε δύο άγριες σφύρες, στεφανωμένη αυτή τη στιγμή από χιλιάδες μεγάλες παπαρούνες σε απόχρωση σκούρου κόκκινου, δεσπόζει και επιβλέπει την πεδιάδα του Άργους που απλώνεται μέχρι τα βουνά της Πελοποννήσου και μέχρι τη θάλασσα. Αυτή η πεδιάδα που είναι καλυμμένη από γκριζοσταχτιές ελιές που καλύπτουν όλη την θέα, δεν έχει πλάτος περισσότερο από 10 χιλιόμετρα. Και εντούτοις, οι αναλογίες είναι τόσο αέρινες, η θέα των βουνών και της θάλασσας τόσο πλατιά, όσο ποτέ άλλοτε στα μάτια ενός ανθρώπου δε φάνηκε βασίλειο πιο εκτενές. Οι Ατρήδες βασίλευαν εδώ ταυτόχρονα επάνω σε λίγα δένδρα και σε ένα κόσμο.

Επάνω σ’αυτόν τον κόσμο, πριν λίγες ημέρες, το βράδυ άφηνε να φαίνεται ένα μεγαλείο χωρίς μέτρο. Εκκενωμένος από το παλλόμενο φως του, ο χώρος του ουρανού ήταν απέραντος, η ησυχία τόσο απόλυτη που το πόδι μετανοούσε όταν προκαλούσε το κύλισμα μιας πέτρας. Τέτοιες ώρες, παρόμοια μέρη δεν αντέχουν παρά μερικές σκέψεις, τις οποίες όμως προκαλούν παρά υπομένουν. Σφίγγουν την καρδιά για να την ξανακλείσουν μέσα στην πιο βαθειά της επιθυμία, που όλοι γνωρίζουν, αλλά που δεν ξέρουν πώς να την ονομάσουν και η οποία κάνει τον άνθρωπο να διαρκεί και να ανυψώνεται πάνω από τις επιρροές του.

Να γιατί απ’όλα τα αισθήματα που θα μπορούσαν να γεννηθούν μπροστά σ’ένα τέτοιο θέαμα, για ένα τουλάχιστον θα ήθελα να μιλήσω εδώ, που με επαναφέρει στους ανθρώπους για τους οποίους ήδη μίλησα και που ταυτίζονται με την μυκηναϊκή νύχτα. Αυτό το αίσθημα, λίγο νέο, ονομαζόταν ελπίδα.

Υ.γ. Το L’Express θα μπορούσε ίσως να κάνει έκκληση βοηθείας υπέρ του Βόλου, την καταστραμμένη από τους τελευταίους σεισμούς πόλη. Την επισκέφτηκα και αποφεύγω να σας κάνω μία περιγραφή την οποία πολύ καλά φαντάζεστε. Εν τούτοις να ένας πρώτος απολογισμός : 8% ανέπαφων σπιτιών, 15% ανακτίσιμα και τα υπόλοιπα γκρεμισμένα. 50.000 άτομα είναι χωρίς στέγη. Το ένα τρίτο εγκατέλειψε την πόλη και το υπόλοιπο ζει κάτω από τέντες. Αλλά και η ζέστη έχει ήδη εγκατασταθεί, το νερό είναι σπάνιο, οι τάφοι ανύπαρκτοι και ο κόσμος φοβάται ήδη την επιδημία. Οι προσφορές θα επέτρεπαν να επιταχυνθεί, τουλάχιστον, η διοχέρευση υδάτων. Οι δωρεές μπορούν να απευθυνθούν στον Δήμαρχο του Βόλου, στην Ελλάδα.»


Το δεύτερο σχετικό με την Ελλάδα κείμενο του Albert Camus, δημοσιεύτηκε στο L’Express της 6ης Δεκεμβρίου 1955 φέρει τον τίτλο : «Το ελληνόπουλο» και αναφέρεται στα γεγονότα που διαδραματίζονταν τον χρόνο εκείνο στην Κύπρο. Το κείμενο είναι το ακόλουθο.

«Εδώ και μερικές εβδομάδες, η επαναστατημένη Κύπρος έχει ένα πρόσωπο, αυτό του νέου κύπριου φοιτητή Μιχάλη Καραολή καταδικασμένου από τα βρεταννικά στρατοδικεία σε θάνατο δι’απαγχονισμού. Πεθαίνει κανείς και μάλιστα φρικτά στο ευτυχισμένο νησί που γεννήθηκε η Αφροδίτη.

Για μια ακόμη φορά, η σκοτεινή διεκδίκηση ενός λαού, για πολύν καιρό άφωνου, έπειτα φιμωμένου από την στιγμή που ψάχνει να βρει τον τρόπο να εκφραστεί, ξέσπασε η τρομοκρατία. Για μια ακόμη φορά, η τυφλή καταστολή προηγήθηκε της εξέγερσης. Για μια ακόμη φορά, η δύναμη που δήλωνε ότι, κατ’αρχήν, ενδιαφέρεται για την τάξη, υποχρέωσε να εγκατασταθούν τα δικαστήριά της και ακόμη εντατικοποίησε μία καταστολή που δεν θα έχει άλλο αποτέλεσμα από το να πολλαπλασιάσει τους εξεγερμένους. Τότε έρχεται η ώρα των μαρτύρων, τόσο ακάματων όσο και η καταπίεση και που καταλήγουν να επιβάλουν σ’έναν κόσμο αδιάφορο, τη διεκδίκηση ενός λαού ξεχασμένου από όλους, εκτός από τον ίδιο.

Αλλά στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει, αυτό το παλιό δράμα είναι πολύ πιο φριχτό διότι πρόκειται για δύο λαούς συμμάχους μεταξύ των και φίλους με τον δικό μας. Το ενδιαφέρον όσο και η καρδιά απαιτούν όπως αυτά τα δύο έθνη συμφιλιωθούν με την παλιά τους φιλία. Αντί γι’αυτό, η κυβέρνηση της μιάς, η πιο δυνατή, είναι αλήθεια, αλλά η πιο θαυμαστή λόγω της φιλελεύθερης παράδοσής της, απαγχονίζει τα παιδιά της άλλης.

Εν τούτοις, η Αγγλία δεν αρνείται τη νομιμότητα της κυπριακής διεκδίκησης, ούτε ότι το 80% των κατοίκων της Νήσου είναι Έλληνες, ούτε ότι οι ελεύθερες εκλογές θα έδιναν συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της «Ένωσης». Το μόνο της επιχείρημα, το οποίο εκτός των άλλων υποστηρίχτηκε πριν από λίγο καιρό και από ένα Γάλλο συγγραφέα, είναι στρατηγικής σημασίας : η Κύπρος είναι το προωθημένο αεροπλανοφόρο της βρεταννικής και δυτικής Δύναμης.

Αλλά τι αξίζει αυτό το επιχείρημα από τη στιγμή που το νησί είναι επαναστατημένο; Αντί να πνιγεί αυτό το κίνημα στο αίμα οπότε όλη η Ελλάδα  θα απειλήσει το αεροπλανοφόρο, θα ήταν καλλίτερο να δεχτούν τη λογική πρόταση της ελληνικής κυβερνήσεως η οποία προσφέρεται, εάν η «Ένωση» ψηφιστεί, να εγγυηθεί τις βάσεις. Εν τέλει, υπάρχουν αλήθειες που αξίζουν όσο το μπετόν και το ατσάλι. Από τη θαυμαστή αντίστασή τους στους Ιταλούς και τους Γερμανούς κατακτητές, από την ανένδοτη άρνησή της να υποταχθεί, η Ελλάδα απέδειξε σ’όλο τον κόσμο ότι η φιλία της ήταν μία βάση πιο στέρεη από όλες τις άλλες.

Δε θα κρύψω από την πλευρά μου το θαυμασμό μου και τη φιλοστοργία μου γι’αυτό τον ελληνικό λαό τον οποίον μαζί με τον ισπανικό, βλέπω ως έναν από αυτούς τους λαούς τους οποίους η βάρβαρη Ευρώπη θα έχει αύριο ανάγκη για να ξαναχτίσει έναν πολιτισμό. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό τον αίσθημα που με κάνει να σκεφτώ ότι η Αγγλία και η Δύση έχουν πάντα να κερδίσουν εάν το πρόβλημα της Κύπρου ρυθμιστεί προς την κατεύθυνση της «Ένωσης». Οι Άγγλοι συντηρητικοί, στην πραγματικότητα, δεν αντιτάσσονται προς αυτή την κατεύθυνση παρά διότι, αφού εγκατέλειψαν την Αίγυπτο, για να κρατήσουν το Σουέζ, δε θέλουν να χάσουν την πρόσοψη.

Αλλά θα χάσουν πολλά περισσότερα από την πρόσοψη εάν η διατήρηση, αναγκαστικά προσωρινή, της τωρινής καταστάσεως οφείλει να πληρωθεί με την ανθρωποκτονία ενός παιδιού. Η εποχή των αυτοκρατοριών τελειώνει, αυτή των ελεύθερων κοινοτήτων αρχίζει, στη Δύση τουλάχιστον. Ας  ξέρουμε να το αναγνωρίσουμε και να διευκολύνουμε αυτό το μεγάλο μέλλον αντί να του συντρίψουμε το σβέρκο. Αφού διεξάγονται συζητήσεις, η βρεταννική κυβέρνηση έχει την ευκαιρία, τελικά, να τους δώσει μία εποικοδομητική συνέχεια, απαλλάσσοντας το νεαρό καταδικασμένο. Είναι τόσοι οι φίλοι της Αγγλίας όσο και του ελληνικού λαού, που της ζητούν κατ’αρχήν να σώσει τον Μιχαήλ Καραολή και κατόπιν να του επιστρέψουν ένα μέρος των 3000 χρόνων ιστορίας.»

Ο Albert Camus επέστρεψε για τελευταία φορά στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1958 προκειμένου να λάβει μέρος, μαζί με τον Michel Gallimard και την ηθοποιό Maria Casarés, σε μία κρουαζιέρα στο Αιγαίο.

*(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό : ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, 15 Νοεμβρίου 1990, τόμος 128ος, τεύχος 1521 - http://www.ekebi.gr/magazines/flipbook/showissue.asp?file=157603&code=8234 )





Πρόσθεσέτο στο Facebook Πρόσθεσέτο στο Twitter

"Ο Πόλεμος": Μία αναφορά στο έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου - Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη*

11 Οκτωβρίου 2019, 23:43
Έχοντας ακόμη καλά κλεισμένο στο δισάκι της μνήμης το νόημα και τις μορφές των ...

Λογοτεχνία: Γιώργου Θεοτοκά, "Ελεύθερο Πνεύμα"

01 Οκτωβρίου 2019, 22:47
Αποσπάσματα από ένα πολύτιμο βιβλίο που γράφτηκε 90 χρόνια πριν -ακόμα ψάχνουμε να βρούμε ...

Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας στον Νίκο Χρυσό

23 Μαϊου 2019, 23:18
Στον Νίκο Χρυσό και το μυθιστόρημά του «Καινούργια μέρα» (Καστανιώτης, 2018) απονεμήθηκε το Βραβείο ...


Σχολιάστε το άρθρο:



συνολικά: | προβολή:

Newsletter
Email:
Λέξεις κλειδιά
Αξιολογήστε αυτο το άρθρο
0