Ανδρέα Κλουτσινιώτη, «Ένα εγώ μεγαλύτερο από την Πατρίδα»
Ω Όμηρε, ποιητή των απέθαντων αιώνων,
σα να είναι αλήθεια θαρρώ πως
ένα ανυπότακτο και μοιραίο εγώ ορίζει ακόμη τον Έλληνα.
Ασάλευτο να τον διχοτομεί στα σύνορα
της δημιουργίας και της καταστροφής.
Ανέγγιχτο να ανυψώνεται σε θεόπνευστες ραψωδίες,
στην αφήγηση των δυσεξίλητων στίχων τους
ένα λυτρωμό και μια κάθαρση να γυρεύει.
Στην Πατρίδα που ονομάζουν Ελλάδα άκμασε,
στον πόλεμο που αποκάλεσαν Τρωϊκό μεγαλούργησε.
Αυτό το εγώ, μ’ ένα θνητό,
που η ιστορία υμνεί σαν Οδυσσέα,
χρόνια περιπλανήθηκε και θεομάχησε
για να ’βρει λένε κάποια Ιθάκη που αγάπησε.
Μήπως σε πλείστα και μεγάλα όμως
δεν γαλουχήθηκε η ψυχή από ένα ακατάβλητο εγώ;
Κάποιοι το ιστόρησαν ως τη Φωτιά του Προμηθέα δεσμώτη.
Και έτσι στη χόβολη της πυράς της γεννήθηκαν
η φιλοσοφία, η ποίηση, οι τέχνες κι οι επιστήμες.
Και έτσι ανδρώθηκαν οι Γενναίοι.
Στη μοναξιά, έξω απ’ τα πράγματα ,
πάνω στο θρόνο της πίστης ή της ύβρεως,
έξω απ’ τα μέτρα τα ανθρώπινα,
εκεί, στην άβυσσο ξαγρύπνησαν.
*«««*»»»*«««*»»»*«««*»»»*
Κι οι Ήρωες απόκτησαν τότε υψίκορμη,
τιτάνια μορφή και όψη θεϊκή.
Θυέστια δείπνα κάποτε σμίλεψαν τη σάρκα τους!
Και τη δόξα τους γράφουν τα βιβλία
πως δεν μοιράσθηκαν με κανέναν,
μόνο πως δημιούργησαν με τις πράξεις τους
γενιές Ελλήνων, που θαύμαζαν το όνομά τους.
Όμως εύφημε Πλάτων, δεν ήταν το ίδιο εγώ
η αιτία για την κατάρρευση και την πτώση
των τειχών των Πόλεων τους;
Αυτό είναι το αγχέμαχο όπλο που πολεμάει απαρχής
Έλληνας εναντίον Έλληνα,
σε μια μάχη αέναη, μια μάταιη πεισματική σύγκρουση,
δίχως τέλος, αιχμάλωτος της χαρισματικής του
εγωπάθειας.
Και η φαρέτρα των ιδανικών του αντιφάσεις γέμισε,
ιοβόλα γεννήματα έχιδνας να δηλητηριάζουν
το χαρακτήρα και το ήθος του.
Μα άλλοι πάλι είπαν
πως δοκιμασία Ηθική ήταν των Θεών,
ώστε να διαβάζει πρώτη
πότε η καρδιά, πότε η λογική
ποδηγετώντας η μία την άλλη ανάλογα,
κι έτσι να φανερώνεται ο Άνθρωπος γυμνός.
*«««*»»»*«««*»»»*«««*»»»*
Ω Ηρόδοτε, πατέρα της ιστορίας,
η Οικουμένη δεν μπορεί να αρνηθεί
πως πνεύμα Έλληνα πρώτο σπερματοβλάστησε
στα μονοπάτια των ανταριασμένων καιρών της,
όταν άλλα Έθνη σ’ αυτά εμπρός
ολιγοψύχησαν.
Κι όμως σε κάθε σελίδα που έγραφες
εκείνος τα ίχνη του σα μια Κατάρα
βάλθηκε να σβήνει.
Τα σώματα των στοχασμών του θυσιάστηκαν,
στο βωμό της παρερμηνείας της δύναμης,
της υποερμηνείας της σύνεσης.
Η διαύγεια του βλέμματός του ακρωτηριάσθηκε
στην προκρούστειο κλίνη
άρρωστων μεταμφιεσμένων λέξεων και νοημάτων.
Τα βλέφαρα της ψυχής του σφραγίσθηκαν
από μηδενιστικά και ευδαιμονιστικά πέπλα.
Κάθε κάστρο της μνήμης του κυριεύθηκε.
Παραπλανητικές εκλογικεύσεις
τον λεηλάτησαν.
Και κάθε μέρα που κυλούσε οι μικροί και μεγάλοι
εγωϊσμοί του γίνονταν ωμότεροι και βιαιότεροι
σκεπάζοντας σαν πλημμυρίδα τις Πόλεις
και την Πατρίδα του.
*«««*»»»*«««*»»»*«««*»»»*
Ω ανεξάλειπτε Επίκτητε, σε τι διαφέρουν άραγε οι αντινομίες μας
αυτές απ’ τη συνετή απολογία σου για το δράμα των Ελλήνων;
Το μεγαλείο των Νόμων και η εύστροφη
καταδολίευσή τους, η αχρειόγλωσση ασέβεια.
Η αγάπη στη Δικαιοσύνη κι η αρρωστημένη διόγκωση
της ατομικότητας.
Η ευθυκρισία της Πολιτικής σκέψης απέναντι
στον απροσχημάτιστο δόλο και την αμφισημία των λόγων.
Η θέληση για Ισότητα και ο φθόνος της υπέρτερης αξίας.
Η αρετή της Μετριοφροσύνης κομματιασμένη απ’ τη
ψευδαίσθηση της υπεροχής και την έλλειψη μέτρου.
Πόσα λαμπρά, η τέχνη της Συκοφαντίας και οι αναίμακτοι
ηθικοί φόνοι που τη συνοδεύουν δεν ευτέλισαν;
Κι είναι οι φόβοι της ύπαρξης μας οι τραγωδίες
στο Θέατρο του Διονύσου,
που αδιάλειπτα ακούγονται.
Αυτόγονα εγώ, κοσμοβριθή θεωρεία από θύτες
και θύματα που φιλάρεσκα χειροκροτούν.
Αρχέγονοι πρωταγωνιστές,
μικροί θεοί να μας κυβερνούν.
*«««*»»»*«««*»»»*«««*»»»*
Ω Σωκράτη, του πνεύματος διαλεκτικέ,
προτού η Πατρίδα σε καταστερίσει
υπέρλαμπρο μύστη στον Ωρίωνα, πες μου Άριστε,
ένοχος γιατί κρίθηκες;
Πόσους και πόσους ανδρείους δεν «αντιλόγισες»
που είχαν πεποίθηση ότι η ανδρεία τους αρκεί για να ηγηθούν;
Πόσους δειλούς δεν «ειρωνεύθηκες» που επαίρονταν
πως μπορούν με την εξυπνάδα τους και μόνο
τους άλλους να υπερκεράσουν;
Από πόσους έξυπνους δεν «εκμαίευσες» την αλήθεια,
καθώς πίστευαν ότι αρκεί η ζωή χωρίς
επιστήμη και αρετή;
Πόσους σοφούς δεν «συνειδητοποίησες» που ζητούσαν
να στέκουν υπεράνω όλων, περιφρονώντας
ανδρεία και εξυπνάδα;
Σε πόσους ενάρετους «καινά δαιμόνια» δεν κατέδειξες,
όταν θεώρησαν πως αφού πρώτοι ήταν στην αρετή,
πρώτοι στην Πολιτεία τους οφειλόταν να είναι.
Και σαν το δέον που εδήλωναν αγνοείτο,
τότε αυτοοικτίρονταν και αποσύρονταν,
απογοητευμένοι ή σιωπηλοί,
εγκαταλείποντας το Νόμο και τη Δημοκρατία,
σε αδίστακτους συκοφάντες,
ανέντροπους δημαγωγούς.
*«««*»»»*«««*»»»*«««*»»»*
Ω Αριστοτέλη, σοφέ διδάσκαλε, δεν είναι τάχα
η Πολιτεία υποταγμένη πάντοτε στις ιδιοτροπίες της τύχης
και στων χρόνων τα αβέβαια κελεύσματα;
Καθώς και σε λογής άλλους συσχετισμούς δυνάμεων,
στο δείνα ή στο τάδε,
που δε μπορούν να ορισθούν από κανέναν;
Και αποτρέπεται το Πολίτευμα έτσι απ’ το ιδεατό
και εξουσιάζεται, γραφτό σα να είναι, από ξένη ή θεϊκή παρέμβαση
ο βίος των πολλών απ’ τα μικρόνοα και τα ασήμαντα,
έργα βέβαια των ολίγων ανάξιων και μετρίων.
Αυτά τα σπουδαία ο «σκοτεινός» Ηράκλειτος κάποτε
σταχυολόγησε με τρεις λέξεις μονάχα,
ενώ ο «εξόριστος» Θουκυδίδης δεν αμφέβαλλε ποτέ
περιγράφοντάς τα με θαυμαστή ακρίβεια σε πόλεμο και ειρήνη.
Μα στο τέλος, δεν είναι ηθικά μεμπτό και πλάνη οικτρή
να καμώνεται κάποιος, Έλληνα, ότι είναι άλκιμος και ισχυρός,
όταν έχει πάψει από πολλούς καιρούς να είναι;
Και θέλω να διομολογήσω εδώ, πως πιότερο δεν αγάπησα
και φοβήθηκα το ίδιο, στην ανήσυχη ψυχή μου,
παρά τα κρυστάλλινα λόγια του Βία του Πριηνέως, που λένε πως:
«Η καλή συνείδηση μόνη ορθώνεται πάνω απ’ το φόβο»,
γιατί σαν Έλληνας από ένα ιδιόμορφο εγώ,
όμοια κι αναμφίβολα άρχομαι.
*«««*»»»*«««*»»»*«««*»»»*
Ω ανίσκιωτε Επίκουρε, βλέπω ένα τριαντάφυλλο σοφίας
στον Κήπο σου!
Μα πώς να περιγράψω το Φως του Ήλιου που δεν βλέπω;
Που αιμορραγούν οι αλύτρωτες ιδέες και οι ξεχασμένες
ελπίδες μας να τρέξω να κλείσω τις πληγές;
Που φωλιάζουν οι Κραυγές απ’ τα όνειρά μας;
Σε ποια ζωή μικρή; Σε ποιον αιώνιο θάνατο;
Η απουσία τόσων πολλών και μεγάλων εγώ φαίνεται
μαζί της σα να μας πήρε, δεσμώτες αιώνιους να μας κράτησε.
Δεν μας προίκισε με τη δύναμη της κατανόησης του εφήμερου.
Με το χάρισμα της δημιουργίας μέσα από κάθε λογική επιδίωξη
ή αναίρεση της ύπαρξης και της Πολιτείας μας.
Δεν μας έμαθε πόσο αποτρόπαιες είναι
οι καθησυχαστικές ψευδαισθήσεις, οι αγορασμένες αυταπάτες.
Ο ιστός της υποκρισίας να υφαίνει ακόμη τις προσωπικές μας ιστορίες.
Το στόμα της πλεονεξίας να ηγεμονεύει στα μηνίγγια
της σκέψης μας.
Στο κρασί της παρακμής μας μεθούν αδιάπαυστα
οι Ενδοτικοί σώφρονες που μας διοικούν.
Ενθουσιώδεις κήνσορες να θυμηδούν το ευτυχές της πτώσης μας!
Μια στροβιλιζόμενη δίνη πόνου και αίματος
σα να μας παρασύρει Έλληνα.
Η Νέμεσις να μας ονειδίζει και να μας μέμφεται,
για το δάκρυ της Πατρίδας που κυλά διαρκώς,
για μια αθετημένη υπόσχεση αναγέννησης, μια βροχή αυτογνωσίας
που φυλακίσθηκε στο μακρινό ορίζοντα.
*«««*»»»*«««*»»»*«««*»»»*
Εκεί στα μαβιά και πελώρια χέρια του Ουρανού,
σ’ έναν ακριβοθώρητο πίνακα ωδίνης βλέπω
Αγγελόπλαστες προνύμφες!
Κόρες με ιριδισμένα θεία χρώματα
να στολίζονται η Αγέννητη λευτεριά, που αμόλυντη
θα φτερουγίσει το μεγαλόπνευστο αύριο.
Χιλιάδες πύρινες ανάσες μαζί, χωρίς μεγάλα εγώ,
δίχως μικρά πρέπει.
Βλέπω το αγνό χαμόγελο της άνοιξης των παιδιών μας,
με ηφαιστειογενή οράματα, μια ανθόπλεκτη λάβα
να εκρήγνεται.
Βλέπω τα ποτάμια του χειμώνα των γερόντων μας
ορμητικούς χείμαρρους να ξεχειλίζουν από αθάνατη μνήμη,
και ρεαλιστική αυτεπίγνωση σε κάθε λόγο και πράξη μας.
Βλέπω Ονειρευτές, οδυνηρά Σαρκαστικούς:
«Ω σεις εύψυχοι γενναίοι, του Ήλιου το κάλεσμα μην αψηφάτε! »
Βλέπω στις αδάμαστες αχτίδες του τα λαμπερά σπαθιά
των νέων ιδεών τους να πυρακτώνονται!
Να ανασταίνονται Οξυήκοοι:
«Να ακούν απ’ τα χείλη του φεγγαριού, τις φόρμιγγες
απ’ την άσπιλη μουσική του Πνεύματος, τους Ατρόμητους
παιάνες των ανέμων, τα Ελευσίνια μυστήρια της σοφής νύχτας».
Βλέπω τους μάταιους Αγώνες να τρυπάνε τα σύννεφα
που σκεπάζουν τα οράματά μας με λήθη!
Βλέπω αντρειωμένους πολλούς, με φωτιές άσβηστες
να αρματώνονται!
Βλέπω πολεμιστές συνειδήσεις να μοιράζουν σαν λάφυρα νίκης
ένα Αδυνάστευτο πεπρωμένο!
Βλέπω οπλισμένες ελπίδες στο άδικο να ορμούν
και δίκαιες μέρες να ξεχύνονται!
Βλέπω το ατσάλι της πίστης των αδυνάτων που δε λυγίζει!
Βλέπω το φόβο των δυνατών που έρχεται.
*«««*»»»*«««*»»»*«««*»»»*
Βλέπω αυτό που μας κάνει αμετάκλητα ευάλωτους και τρωτούς:
«Ένα εγώ μεγαλύτερο από την Πατρίδα.»
* Οι ποιητικές συλλογές του κ. Ανδρέα Κλουτσινιώτη "Labey Sabprea" και "Ο Ρεζά ρωτάει τον Ήλιο" κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Ιωλκός.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα