Έτσι γεννήθηκε «Η κλέφτρα των βιβλίων», του Joe Utichi
Γεννημένος στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, ο Markus Zusak είναι ένας απ’ τους παγκόσμιους συγγραφείς της φαντασίας της νεολαίας. Το πρώτο του μυθιστόρημα, "The Underdog", δημοσιεύθηκε το 1999 και μας μιλά για την ιστορία ενός νέου και του κοριτσιού που ερωτεύεται. Το βιβλίο έκανε 7 χρόνια να δημοσιευθεί, αλλά η άμεση επιτυχία εξασφάλισε πως ο Zusak θα είχε έναν μικρό μπελά με τη δημοσίευση δύο συνεχόμενων βιβλίων, το FIGHTING RUBEN WOLFE και το WHEN DOGS CRY.
Το 2002, ο Zusak δημοσίευσε το "The Messenger", την πρώτη προσωπική ιστορία ενός ενήλικα οδηγού ταξί με το όνομα Ed Kennedy, ο οποίος πρόλαβε μία ληστεία σε τράπεζα και κηρύχτηκε ήρωας, όταν τυχαία ματαίωσε τη διαφυγή των ληστών. Όταν αρχίζει να λαμβάνει παιγνιόχαρτα στο ταχυδρομείο με μια σειρά από προκλήσεις, τις οποίες ο Ed οφείλει να ολοκληρώνει, η ζωή του αλλάζει για πάντα. Το βιβλίο ήταν ο νικητής του 2003 για το Συμβούλιο Παιδικού Βιβλίου από τα βιβλία της χρονιάς για τα βιβλία της Αυστραλίας και κέρδισε πολλούς επαίνους σε όλο τον κόσμο.
Το μυθιστόρημά του το 2006, Η κλέφτρα των βιβλίων, αναφερόμενο σ’ ένα παράξενο μικρό κορίτσι που ζει στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τη μετασχηματιστική δύναμη των λέξεων, κερδίζει τον μεγαλύτερο έπαινο για τον Zusak. Είναι το best seller των New York Times για περισσότερες από 375 εβδομάδες, ενώ η ιστορία της Liesel Meminger μίλησε δια μέσου των αφηγήσεων για τη ματιά του θανάτου και ο ίδιος έλαβε το Printz Honor από την Αμερικανική Βιβλιοθήκη ανάμεσα σε μια σειρά από άλλα βραβεία.
Μετά από μια επίσκεψη στο σύνολο της προσαρμογής ταινιών για την Κλέφτρα των Βιβλίων, στο στούντιο Babelsberg στη Γερμανία, ο Zusak μίλησε για το βιβλίο και για τη μεταφορά του σε μια ταινία μεγάλου μήκους.
Πώς συλλάβατε την ιδέα της ιστορίας της Κλέφτρας των Βιβλίων;
Δεν είχα αντιληφθεί ότι βρισκόταν μέσα μου αυτή η ιστορία. Το καλύτερο σημείο για να ξεκινήσω είναι να πω ότι μεγάλωσα στο Σίδνεϊ, το οποίο όπως αντιλαμβάνεστε είναι ωραίο, θερμό κλίμα, ειδικά το καλοκαίρι. Μπαίναμε στο σπίτι μετά από το παιχνίδι και η μαμά και ο μπαμπάς μας έλεγαν ιστορίες σχετικά με τον πόλεμο και σχετικά με τις πόλεις που φλέγονταν και τους Εβραίους φυλακισμένους που πέθαιναν από την πείνα. Δεν το κατάλαβα εκείνη τη στιγμή, αλλά πιστεύω πως αυτό με έκανε συγγραφέα. Δεν ήταν απλά ότι οι γονείς μου είχαν καλές ιστορίες, αλλά ήταν και καλοί αφηγητές, και το να έχεις δύο γονείς μ’ αυτό το προσόν το θεωρώ μεγάλη τύχη. Πιστεύω ότι απ’ αυτό προήλθε το βιβλίο. Έχω γράψει άλλα τέσσερα βιβλία πριν απ’ αυτό, αλλά διαπίστωσα, καθώς τελείωνα το γράψιμο, ότι αυτό ήταν το βιβλίο που σήμαινε τα πάντα για μένα. Αν μπορείς να το καταφέρεις αυτό μ’ ένα απ’ τα βιβλία της καριέρας σου, τότε είσαι τυχερός.
Επιπλέον, πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευχάριστο το γεγονός ότι το συγκεκριμένο βιβλίο σημαίνει τόσα πολλά σε τόσο κόσμο...
Είναι αστείο, ήρθε η ώρα να καταλάβω ότι το βιβλίο έχει ζωή από μόνο του. Θυμάμαι καθώς το έγραφα ήμουν πεπεισμένος πως θα ήταν απ’ τα λιγότερο επιτυχημένα βιβλία μου, αλλά γινόταν όλο και καλύτερο. Είναι απελευθέρωση όταν συμβαίνει αυτό, γιατί σκέφτεσαι, «Εντάξει, θα το κάνω ακριβώς όπως εγώ το θέλω, γιατί δεν πρόκειται να το διαβάσει και κανείς άλλος.». Από τη μία πλευρά, είμαι ιδιαίτερα συνδεδεμένος μ’ αυτό το βιβλίο, αλλά απ’ την άλλη νιώθω σαν να έχει βγει παραέξω και να φτιάχνει τη δική του ευτυχισμένη διαδρομή χωρίς εμένα. Είναι κάπως σουρεαλιστικό μερικές φορές το όλα αυτά που συμβαίνουν σ’ αυτό το βιβλίο.
Πώς νιώθετε τώρα που θα γίνει και ταινία φαντασίας;
Είναι εκπληκτικό να βρίσκεσαι σ’ αυτά τα μονοπάτια. Το πρώτο πράγμα που παθαίνεις είναι να έχεις ένα τεράστιο αίσθημα ανακούφισης που δεν είναι πλέον δική σου ευθύνη. Αντιλαμβάνεσαι πως είσαι ο τυχερός που δεν χρειάζεται να ανησυχεί για τίποτα. Βρίσκεται ξαφνικά στα χέρια εκατοντάδων ανθρώπων, αλλά σε χέρια απίστευτα ταλαντούχων ανθρώπων. Κάθε φορά που ερχόμουν αντιμέτωπος με μια απόφαση καθώς έγραφα το βιβλίο, ακολουθούσα τη δική μου διαίσθηση και πάντα τη δική μου οπτική. Ο Brian και o Karen και όλοι ειλικρινά το σέβονταν αυτό και προσέθεταν τη δική τους οπτική στη δική μου. Δεν θα μπορούσα να ήμουν πιο ευτυχισμένος απ’ αυτή την άποψη, και τους ζητώ να ακολουθήσουν το δικό τους σκεπτικό. Ήταν προνόμιο για μένα να παρατηρώ, και λίγο άβολο επίσης, διότι δεν μου ανήκει πλέον, είναι δικό τους. Και στην πράξη είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα. Αναρωτιέσαι γιατί είστε εκεί και κάποιος θα σου πει, «ωραία, είμαστε όλοι εδώ χάρη σε σένα!»
Πώς συλλάβατε τον χαρακτήρα της Liesel;
Σου έρχονται όλα σε συνδυασμό με την τυφλή τύχη σε πολλές περιπτώσεις, όταν πρόκειται για ιδέες. Είχα μια ιδέα για ένα βιβλίο σχετικό με κλέφτη βιβλίου που θα τον όριζα στο σύγχρονο Σίδνεϊ, και έγραψα την πρώτη σελίδα του, όταν ξαφνικά χάλασε ο υπολογιστής μου. Είχα γράψει για ένα κορίτσι-πάντα πρόκειται για κορίτσι- που σκαρφάλωσε σ’ ένα παράθυρο κι έκλεψε ένα βιβλίο. Εναλλακτικά, πάντα σκεφτόμουν να γράψω για τους γονείς μου που μεγάλωσαν στη Γερμανία και την Αυστρία εκείνη την εποχή (κατά τη διάρκεια του Πολέμου). Και πιστεύω αυτό κάνεις συνήθως όταν είσαι συγγραφέας, ειλικρινά, είναι σαφές πως μια ιδέα δεν είναι αρκετή, οπότε πρέπει να έχεις δύο μαζί. Συνδύασα, λοιπόν, στο βιβλίο την ιδέα της κλέφτρας με την ιδέα της ιστορίας των γονιών μου, και μπορείτε να ανακαλύψετε πόσο καλά ταίριαξαν μεταξύ τους. Δεν ήταν μέχρι τις 400 σελίδες του βιβλίου που κατάλαβα πως, όταν το κορίτσι παίρνει ένα αντίγραφο του «Ο αγών μου», κλέβει πίσω τα λόγια και φτιάχνει τη δική της ιστορία μεταξύ αυτού και του καταστροφικού κόσμου. Ουσιαστικά τα συγχωνεύει όλα μαζί. Και στη συνέχεια το αποκορύφωμα είναι ότι σκέφτεσαι πως φέρνει κοντά της τον θάνατο ως συγγραφέας, κάτι που επίσης έχει νόημα. Είναι σαν να ανακατεύεις συστατικά σ’ ένα μπολ και να βλέπεις πώς αντιδρούν μεταξύ τους. Όταν ξεκινάει η ένωση δεν ρωτάς τίποτα, απλά παρατηρείς. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν ήταν δύσκολο να το γράψω, αλλά υπήρχε όλη την ώρα κάτι αληθινό γι’ αυτό.
Όλοι οι χαρακτήρες αποφεύγουν τα στερεότυπα και τα κλισέ, τα οποία υπάρχουν πολύ σε παλιότερες ιστορίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πόσο συνειδητά θέλατε να το κάνετε αυτό;
Δεν ήταν αλήθεια. Είναι οι μικρές αχτίδες που ακούς ή βλέπεις ή γενικά λέγονται για τα πράγματα. Μερικές απ’ τις πιο σημαντικές ιστορίες που άκουσα ως παιδί ίσως έχουν μερικά σημεία που διαδίδονται από στόμα σε στόμα. Η μητέρα μου είχε πει « Α! Ναι, ο πατέρας μου δεν ήθελε να κρεμάσουμε τη ναζιστική σημαία στο παράθυρο στα γενέθλια του Χίτλερ», και η μητέρα μου θα έλεγε « Αχ πρόκειται να έρθουν για σένα και καλό ξεμπέρδεμα.». Επομένως, μερικές ιστορίες είναι αρκετά διασκεδαστικές. Ειδικά όταν μιλάμε για το πόσο φτωχοί ήταν μετά τον πόλεμο και για τέτοια πράγματα. Ο πατέρας μου δεν ήθελε καθόλου να πηγαίνει στη νεολαία του Χίτλερ. Το έβρισκε βαρετό και απλά ήθελε να πηγαίνει στο ποτάμι και να πετάει βότσαλα στο νερό με τους φίλους του, ώσπου άρχισαν να εμφανίζονται γράμματα τύπου, «Ο γιος σας πρέπει να έρθει στη νεολαία του Χίτλερ». Το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό δεν είναι ότι αυτό είναι μια διαφορετική οπτική. Το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι είναι «Α! Αυτό είναι μια πολύ καλή ιστορία.» Μπαλώνεις μαζί αυτές τις λεπτομέρειες και ξεκινάς να βάζεις κάτι πιο μεγάλο μαζί. Και σ’ αυτή την περίπτωση, αυτό το μεγάλο πράγμα δεν είναι ότι όλοι οι Γερμανοί συμπεριφέρονταν όπως βλέπουμε σε πολλά ντοκιμαντέρ, με αυστηρά στρατιωτική πειθαρχία. Υπήρχαν άνθρωποι που πήγαιναν κόντρα σ’ αυτό. Δεν αποσκοπώ να γίνω κανενός είδους πρωτοπόρα φωνή γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Έχουν γραφτεί γι’ αυτούς στο παρελθόν. Ήθελα απλά να γράψω για τις ενδιαφέρουσες ζωές αυτών των ανθρώπων και ήλπιζα ότι τα υπόλοιπα θα γίνουν από μόνα τους.
Είχατε κάποιον αναγνώστη στο μυαλό όταν γράφατε το βιβλίο;
Το περισσότερο διάστημα, όταν γράφεις ένα βιβλίο, προσπαθείς να φροντίσεις τον αναγνώστη και να πεις, «Έλα μαζί μου, έλα λίγο περισσότερο. Ψάχνω εγώ για σένα.». Συνέχεια προσπαθείς να γοητεύσεις τον αναγνώστη ώστε να κολλήσει μαζί σου. Υπάρχει ένα σημείο, όπου έχεις δουλέψεις πάνω σ’ ένα βιβλίο για πολλούς μήνες και χρόνια και μετά απλά φεύγεις, «Ξέρεις κάτι; Είμαι αιματηρά άρρωστος απ’ αυτό. Αν θες να είσαι μέρος αυτού του βιβλίου, πρέπει να έρθεις μαζί μου.». Τους ανθρώπους που κρατάς μετά σε αγαπούν και πιστεύω πως είμαι πραγματικά τυχερός που βρίσκω αναγνώστες να με εμπιστεύονται. Οι άνθρωποι που το αγαπούν, το αγαπούν ειλικρινά και τους είμαι ευγνώμων. Νομίζω το θέμα είναι: δεν έχεις τόσο κόσμο, αν δεν ρισκάρεις τίποτα. Αν έχω μάθει κάτι τώρα που το βιβλίο υπάρχει εδώ και εφτά χρόνια, είναι ότι αν αρκετοί άνθρωποι σε αγαπούν, αρκετοί θα είναι κι αυτοί που δεν θα σε αγαπήσουν. Δεν μπορείς να τους έχεις όλους με το μέρος σου, οπότε κάνε ότι είναι να κάνεις όπως πρέπει να γίνει. Επομένως πιστεύω αρχικά πως η σχέση με τον αναγνώστη είναι μια ανοιχτή σχέση, αλλά έχεις χρέος να προσφέρεις σ’ αυτή.
Ο Geoffrey Rush είναι ιδιαίτερα παθιασμένος με το έργο. Πώς ήταν οι μεταξύ σας συνομιλίες;
Ήταν εκπληκτικά. Είναι πολύ ενδιαφέρων τύπος και πολύ δοτικός άνθρωπος. Όταν είσαι μαζί του είναι εγκάρδιος. Με βομβάρδιζε με ερωτήσεις όλη την ώρα. Ανέφερε δύο τραγούδια τα οποία παίζει στο ακορντεόν και μιλήσαμε πολύ γι’ αυτό. Μιλήσαμε για όλα αυτά τα πολύπλοκα πράγματα που θέλει να προσθέσει στο χαρακτήρα. Σκέφτεται κάθε λεπτό ότι είναι στην οθόνη και μπορεί να κάνει τα πάντα στον χαρακτήρα, ώστε να τον προβάλλει ζωντανό στο κοινό. Ήταν πραγματικά πολύ συγκινητικό το να βλέπεις αυτή την αφοσίωση. Αυτό ήταν ειλικρινές κι απ’ την Emily Watson, και βλέποντάς τους στα σκαλιά του 33 Himmel Steet ήταν αρκετά συγκινητικό. Δεν με ταρακούνησε αρκετά τότε- τίποτα δεν το έκανε εκείνη την εποχή- αλλά κοιτάζοντας πίσω, είναι μία απ’ τις σημαντικές στιγμές.
Η Rosa είναι ένας ασυνήθιστος χαρακτήρας για να τον υποδυθεί η Emily Watson- τι πιστεύετε ότι είναι αυτό που την κάνει ιδανική για τον ρόλο;
Όταν είδα το όνομά της, θα μπορούσα ιδανικά να τη φανταστώ για τον ρόλο της Rosa. Καθώς την έχουμε δει σε τόσα πολλά πράγματα, είναι σαφές ότι μπορεί να φέρει στην επιφάνεια τα κρυμμένα στοιχεία του χαρακτήρα. Πιστεύω πως όλοι θα θέλαμε να δούμε κάτι το απροσδόκητο και σίγουρα είναι πολύ ταλαντούχα σ’ αυτό. Θυμάμαι στο τέλος να της λέω, «Σας ευχαριστώ γι’ αυτό που κάνετε, είμαι πολύ ενθουσιασμένος που κάνετε αυτήν την ταινία.». Κι αυτή ήταν πολύ γλυκιά και μου έδωσε μια μεγάλη αγκαλιά και είπε ότι ήταν δική της η ευχαρίστηση. Υπάρχει ένα πραγματικά ωραίο συναίσθημα με όλους εκεί. Απ’ όσα είπαν όλοι για τονBrian επίσης, κατάλαβα πως έχει πραγματικά καλή καρδιά. Είναι το είδος του βιβλίου που χρειάζεται κάποιον σαν κι αυτόν να το κάνει.
Η Sophie είναι μια πραγματική ανακάλυψη. Είναι όπως φανταζόσασταν τη Liesel;
Βασικά, την είχα δει στη Monsieur Lazhar, που είναι μια πραγματικά άριστη γαλλο-καναδέζικη, περσινή ταινία. Ήταν εκπληκτική εκεί, και θυμάμαι που είπα στη σύζυγό μου, «Ναι, αυτή είναι η Liesel.». Πιστεύω η σχέση της με τον Nico Liersch, που υποδύεται τον Rudy, είναι φανταστική. Τους βλέπεις να περιπλανιούνται μαζί σαν παιδιά και είναι υπέροχο. Βλέπεις τη Sophie και δεν μπορείς να φανταστείς καμιά άλλη να υποδύεται τη Liesel. Παρομοίως και ο Ben Schnetzner, ο οποίος υποδύεται τον Max. Τον συναντήσαμε και δεν τον είχα δει να παίζει σε άλλη ταινία, αλλά με το που τον είδα να διασχίζει τον δρόμο, σκέφτηκα, "Αυτός είναι ο Max.". Έχουν δεθεί όλοι πολύ καλά μεταξύ τους.
Το βιβλίο δίνει μεγάλη έμφαση στη δύναμη των λέξεων, αλλά φυσικά η ταινία είναι ένα οπτικό μέσο. Πιστεύετε πως αυτό κάνει τη διαφορά;
Απ’ όσα γνωρίζουμε, η ταινία μπορεί να βγάλει αυτή τη δύναμη ακόμα πιο έντονα. Ξέρω πως έχοντας δει το σύνολο, με όλες τις λέξεις να συμπεριλαμβάνονται, δημιουργείται ένα πολύ όμορφο αποτέλεσμα. Και όταν κοιτάς το συγκεκριμένο καστ, πιστεύεις ότι ο Geoffrey Rush μπορεί να το κάνει αυτό σε δύο δευτερόλεπτα, απλά κοιτάζοντας κάποιον. Εντάξει, είναι διαφορετικό μέσο, αλλά μπορεί να φέρει στην επιφάνεια κάτι που δεν μπορεί να αναδείξει το βιβλίο. Στο τέλος της ημέρας, απλά θα ρωτήσω τον εαυτό μου τι πραγματικά ήθελα; Το ξέρω ότι θα είναι διαφορετικό. Ξέρω ότι θα λείπουν ορισμένα πράγματα τα οποία πιθανόν να τα προσπεράσω. Αλλά, σκέφτομαι ότι θα έχει την ίδια καρδιά με του βιβλίου και δεν πιστεύω πως μπορώ να ρωτήσω κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Πιστεύω πως η δύναμη των λέξεων που υπάρχει στην ιστορία σίγουρα θα υπάρχει και στην ταινία.
Ο Joe Utichi είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα