Αγαπητοί φίλοι, Μπορείτε να στέλνετε τα κείμενά σας στο palmografos@gmail.com - Δωρεάν δημοσίευση Αγγελιών στο palmografos@gmail.com

"Nymphomaniac": Είναι νυμφομανής και δεν αισθάνεται τίποτα. Ή όχι; Ένα «πορνό» αριστούργημα (trailer)

Αρχική | Ελεύθερος χρόνος | Κινηματογράφος | Νέες Ταινίες | "Nymphomaniac": Είναι νυμφομανής και δεν αισθάνεται τίποτα. Ή όχι; Ένα «πορνό» αριστούργημα (trailer)

Του Τάσου Θεοδωρόπουλου


Ο ΤΑΖ εξατμίζεται μπροστά σε μια οθόνη που αρπάζει φωτιά από γυμνά σώματα, ομορφιά, βία, μελαγχολία, σκέψεις, πρόκληση και πολύ σεξ. Ξεχάστε την αγάπη, μήπως την ανακαλύψετε ξανά.


ΝΥMPHOMANIAC VOLUME 1
Βαθμολογία: 10 / 10

1ο Μέρος Κριτικής
Aυτό είναι ένα κείμενο που θα γραφτεί σε δύο μέρη. Το ένα 4 το πρωί και το άλλο όταν ξυπνήσω αύριο. Γιατί όχι; Έτσι δεν δόμησε και ο Τρίερ το παιχνίδι με την «Νυμφομανή» του; Σε δύο μέρη και σε δύο εκδοχές; Μια με περισσότερα κοντινά πλάνα σε γεννητικά όργανα και διεισδύσεις (θα κάνει πρεμιέρα στο Βερολίνο) και μια άλλη, πιο «μαλακή». Νομίζω ότι ο Τρίερ πάντα έπρεπε να κόβει σε δύο μέρη τις ταινίες του. «Αντέχεις στο ένα; Μπες και στο άλλο.»

Μάρκετινγκ ή καλλιτεχνική ανάγκη; Μα πότε η σύγχρονη τέχνη δεν ήταν μάρκετινγκ; Και ακόμα περισσότερο το γαμήσι; Ή το συναίσθημα, έστω και στην απουσία του. Στην απουσία ούτως ή άλλως, είναι που το συναίσθημα είναι πάντα πιο έντονο. Και φαντάζομαι, πως ένας μεγαλοφυής τσιρκολάνος του σινεμά όπως ο Λαρς, αυτό το ξέρει καλύτερα από όλους.

Θεωρητικά φαντάζομαι τι περιμένεις από το «Nymphomaniac» αλλά χωρίς να θέλω να σου χαλάσω την έκπληξη (μολονότι εξακολουθεί έστω και «μαλακωμένο» να δικαιολογεί το χαρακτηρισμό του «αυστηρώς ακατάλληλο») είναι η πιο ευαίσθητη ταινία αυτού του ανθρώπου. Του σκηνοθέτη που οι μαντάμ ντε κομπανί του σινεμά, κατηγορούν ως μισάνθρωπο. Αν είσαι άσχετος, μπορεί και να πιστέψεις το παιχνίδι του, ότι δηλαδή εφηύρε την πυρίτιδα ανάμεσα στην τέχνη και το πορνό. Γιατί με τις μικροαστικές σου προσλαμβάνουσες παίζει πάλι, μπας και στανιάρεις χωρίς να μπουκωθείς με τις ποσότητες αντικαταθλιπτικών που συνηθίζεις.

Ο Λαρς πάντα εξερευνούσε το τι θα έγραφε ο Λιούις Κάρολ, αν όταν έγραφε την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» δεν φορούσε κορσέ να του ζουλάει το πουλάκι του. Ο βορειοευρωπαϊκός προτεσταντισμός ήταν ανέκαθεν, έξοχο εφαλτήριο για ένα τέτοιο wild party απελευθέρωσης. Με κουνελάκια, να στάζουν από το χουχούνι τους υγρά συγκίνησης και ηδονής, όταν πεθαίνει ο μπαμπάς τους όπως η πρωταγωνίστρια της ταινίας όταν χάνει τον δικό της.

Σε ένα παιχνίδι αναμέτρησης ηθικής, θρησκείας, πάθους και απάθειας. Προκλητική λοιπόν για ποιον η ταινία ; Μόνο για τον ανάπηρο. Μια ζωή, μια εξομολόγηση νυμφομανούς, χωρισμένη σε κεφάλαια. Χωρίς καν να ξέρουμε την αλήθεια. Και μια κάμερα, μοντάζ, φωτογραφία, σε αλλαγή ύφους από κεφάλαιο σε κεφάλαιο και παιχνίδισμα με το στιλ. Σαν να σου υπενθυμίζει ότι ακόμα κι όταν στην οθόνη κυριαρχεί ένα πέος ή ένα αιδοίο σε απελπισμένη αναζήτηση της στερημένης χαράς, δεν είναι τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από τα γεννητικά όργανα του Πίτερ Παν που δε θέλει να μεγαλώσει. Ναι, σόρι κι όλας αλλά είναι γνωστό πως σε μεγάλο βαθμό, πηδιόμαστε γιατί φοβόμαστε το θάνατο και θέλουμε να κρατηθούμε από αυτό που δημιουργεί ζωή και μετά αυτό μας φοβίζει και το απορρίπτουμε σαν θάνατο.

Μόλις γύρισα από το «Νymphomaniac» του Τρίερ και δεν έχω λόγια. Σαν να έχω καταπιεί έκστασι με ξυράφια. Το είδα σε αίθουσα, με κοινό. Απαγορεύεται αν είσαι σοβαρός να το δεις 10 το πρωί, τσάμπα σε δημοσιογραφική. Αισθάνομαι όπως όταν ανακάλυπτα το σινεμά και το γαμήσι, παιδί. Σαν μεγαλειώδες κωμικοτραγικό παιχνίδι συναισθημάτων και απάθειας. Σαν φάρσα τραγωδίας γεμάτη από οδηγούς, απαντήσεις και ερωτήσεις. Και πραγματικά δεν ξέρω τι ακριβώς να γράψω. Ακόμα και το γνωστό μου θράσος, υποχωρεί ατάκτως όταν πρέπει να «αγγίξει» μια μεγαλοφυΐα όπως ο Τρίερ.

2ο Μέρος Κριτικής
Ξύπνησα και το μόνο που ξέρω είναι πως θέλω να ξαναδώ την ταινία το συντομότερο. Για να βιώσω ξανά τη χτεσινή μου εμπειρία, σαν δομημένα με μαθηματική ακρίβεια ιδεογράμματα που κάνουν επίθεση στο συναίσθημα μου την ώρα που εγώ έχτιζα αμυντικά τείχη με τη λογική μου. Ποιος την απαυτώνει τη λογική μπροστά στο ένστικτο; Ακόμα και όλα τα υπέροχα φιλοσοφικά τσιτάτα που ανταλλάσουν οι ήρωες της ταινίας, αυτό σου λένε: «Πέτα τη λογική και την εξήγηση μπας και γαμηθείς με χαρά».

Κάτι που σίγουρα δεν καταφέρνει, ή μάλλον παλεύει «Δαμάζοντας τα Κύματα» να πετύχει η Τζο. Η ηρωίδα της ταινίας που μαζεύει από το δρόμο, δαρμένη και ημιλιπόθυμη ένας εβραίος διανοούμενος. «Είμαι πολύ κακός άνθρωπος» θα του πει η νυμφομανής Τζο και θα αρχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής της σε κεφάλαια. Σαν παραμύθια εξωφρενικής σεξουαλικότητας από τα πρώτα κι όλας χρόνια της ζωής της. Είναι αλήθεια; Είναι κάτι σαν αλήθεια; Όπως και το σεξ το ίδιο. Είναι χαρά; Είναι λύπη; Είναι προσομοίωση συναισθημάτων; Ο Τρίερ κινηματογραφεί τα επεισόδια της ζωής της Τζο, κάτω από ένα πέπλο (λερωμένου με άφθονα σωματικά υγρά) παραμυθιού. Σαν παιχνίδι εννοιών, εικόνων και αισθήσεων.

Ένα παιχνίδι δηλωμένο από την αρχή, όταν πριν καν ξεκινήσει η ταινία διαβάζουμε στην οθόνη την (εννοείται ψευδή ως προς τη συμμετοχή του δήλωση) πως «αυτή είναι η λογοκριμένη εκδοχή της ταινίας. Το μοντάζ της πραγματοποιήθηκε χωρίς καμία ανάμειξη από τον Λαρς Φον Τρίερ αλλά με την απόλυτη έγκριση του». Κλείνοντας το μάτι στον τρόπο με τον οποίο ο κάθε ένας από μας, μοντάρει τις επιθυμίες του από το υποσυνείδητο στο συνειδητό. Από τη σκέψη στην πράξη, από την καταχωνιασμένη μνήμη στην ανάκληση της.
Μερικές φορές σαν σκληρό, κυνικό πορνό, άλλες σαν μελαγχολικές ιστορίες απώλειας αθωότητας ή σαν σουρεαλιστικό, τραβηγμένο από τα μαλλιά κωμικό δράμα (όπως το εξαιρετικό κομμάτι με την Ούμα Θέρμαν). Πάντα όμως άρρηκτα συνδεδεμένες με τα πάντα γύρω μας. Τους κορσέδες μας και τις μηχανές αναζήτησης ηδονής και αλήθειας. Την τέχνη, την καθημερινότητα, τα μαθηματικά, την κοινωνική και θρησκευτική ενοχή. Χωρίς καμία διάθεση ηθικολογίας, και τολμώ να πω, ούτε καν πρόκλησης, ο Τρίερ υφαίνει την ιστορία του μέσα από ένα κάρο αναφορές, από τον Μπαχ ως το ποταμίσιο ψάρεμα, τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, τα μαθηματικά, τον Επίκουρο, τον Φρόιντ, τους αριθμούς Φιμπονάτσι, τον Πυθαγόρα, τον συμβολισμό, τα στερεότυπα και την αναίρεση τους, με μια μοναδική κομψότητα που σε καθηλώνει.

Χρησιμοποιώντας ότι μέσο έχει στη διάθεση του, σχεδόν ανακεφαλαιώνοντας όλη την καριέρα του. Από την εικαστική του ιδιαιτερότητα μέχρι την ντοκιμενταρίστικη ρεαλιστική αποστασιοποίηση. Με τους αγγλόφωνους γνωστούς ηθοποιούς του (Κρίστιαν Μπέιλ, Ούμαν Θέρμαν, Σάια Λα Μπεφ, Κρίστιαν Σλέιτερ) σε εντελώς ασυνήθιστους ρόλους, δίπλα στους συνήθεις υπόπτους της κινηματογραφίας του όπως η άλλη μια φορά εξαιρετική Σαρλότ Γκενσμπούρ, και ο Στέλαν Σκάρσγκααρντ, να συνεισφέρουν στον ποιητικό, σχιζοειδή αποπροσανατολισμό του συνόλου, σε μια ιστορία που λογικά εξελίσσεται κάπου στη βόρεια Ευρώπη, αλλά όλοι μιλάνε αγγλικά. Μην ξεχάσω την φοβερή λολίτα Στέισι Μάρτιν στο ρόλο της νεαρής Τζο, που βάζει φωτιά στην οθόνη.

Το σεξ πάντα είχε τη δική του γλώσσα. Και αυτήν τη γλώσσα εξερευνεί ο Τρίερ με την επιμονή ενός πορνογράφου εντομολόγου ψυχοθεραπευτή, σε οπτικοακουστικό ντελίριο υψηλής αισθητικής προκειμένου να μετατρέψει πίνακες σε μουσικές παρτιτούρες και αντίστροφα, όπως παίζει ανάμεσα στην ροκάδικη αγριεμένη «κακοφωνία» των Rammstein και την κλασσική ευγενική «πολυφωνία» του Μπαχ στο soundtrack του.
Καθηλώνοντας ακόμα και τους ανυποψίαστους. Πιτσιρικαρία που είχε μπει στην αίθουσα για να δει παρτούζες και να κάνει χαβαλέ, ως δια μαγείας το βούλωσε μετά το πρώτο τέταρτο. Γιατί αυτή τη φορά το σοκ, έρχεται από κει που δεν το περιμένεις. Όχι από τη δήλωση αλλά από τη μη δήλωση. Όχι από το πάθος αλλά από το μη πάθος. Από την αγωνία για την επανεφεύρεσή του στην πιο αγνή μορφή. Πέρα από την ηθική. Από απορία απέναντι στην αξία του έρωτα. Και απόλυτο δέος απέναντι στη δύναμη, ακόμα και της πιο καταστροφικής εκδοχής, του σεξ.

Ελπίζω να μην το παρεξηγήσεις αναγνώστη, αλλά πρώτη φορά βλέπω ετεροφυλόφιλο (απ' ότι ξέρουμε) σκηνοθέτη να κάνει μια τόσο gay ταινία πάνω στο straight (;) σεξ. Σαν λούνα παρκ τρενάκι εντάσεων και αποτυπωμάτων, ψιθύρων και κραυγών, δράματος και σαρκασμού, κάτω από την ευγένεια μιας σπάνιας μελαγχολίας. Αυτή την άτυπη «τριλογία της Μελαγχολίας» του Τρίερ, μετά το επεισόδιο της σοβαρής κατάθλιψης του, ολοκληρώνει με τον καλύτερο τρόπο το «Νymphomaniac». Σαν οι ήρωες του «Αντίχριστου» να βίωσαν το τέλος του κόσμου στο «Μelancholia» και να ξεκινάνε από την αρχή, μετρώντας τραύματα και θαύματα, με όλη την ακραία έπαρση αυτού που ξέρει πως θα επιβιώσει μέσα στην μελαγχολική μοναξιά του κόστους που πρέπει να πληρώσει γι αυτό.

Και την παιδική απορία, απέναντι στο αν υπάρχει συνειδητή επιλογή, ελεύθερη βούληση και ποιο το τίμημα τους, σε ένα κόσμο που τα επικαλείται σαν αξία, αλλά τρέμει απέναντι στη δυναμική τους. Σε έναν κόσμο που λέει «αισθάνομαι», μόνο επειδή αν παραδεχτεί το αντίθετο, θα διαλυθεί μέσα στην αυταπάτη του και θα πρέπει να μπει στον κόπο να ξαναχτιστεί. Τολμάς;

*Από τις 30 Ιανουαρίου, στις αίθουσες. Αυστηρώς ακατάλληλο.

 


Πηγή: iefimerida.gr





Πρόσθεσέτο στο Facebook Πρόσθεσέτο στο Twitter

Σινεμά: "Το Κοστούμι" - Κριτική Ελισσαίου Βγενόπουλου

29 Μαϊου 2022, 21:11
Πρόβα επιβίωσης -Δεν είναι τέχνη είναι τεχνική, ψιθυρίζει ο ήρωας μας και εννοεί ότι χρειάζεται, ...

Σινεμά: Οι ταινίες της εβδομάδας από 28/4/22 - Κριτική Γιάννη Ζουμπουλάκη

29 Απριλίου 2022, 20:37
 – Λίαμ Νίσον χωρίς μνήμη Μια μόνο νέα ταινία ξεχωρίζει από σήμερα στις αίθουσες όπου ...

Όσκαρ 2022*: Οι ταινίες που πρωταγωνίστησαν - Του Ελισσαίου Βγενόπουλου

01 Απριλίου 2022, 20:44
Η «έκπληξη» που όλοι είχαν προβλέψει. Σε μια επιτυχημένη τελετή,  η ταινία  CODA  της Apple ...


Σχολιάστε το άρθρο:



συνολικά: | προβολή:

Newsletter
Email:
Λέξεις κλειδιά
Αξιολογήστε αυτο το άρθρο
0