Μαρίας Πολυδούρη, πέντε ανέκδοτα ποιήματα
Η αγάπη του Ποιητή
Μ᾿ ἀπάντησες στὸ δρόμο σου, Ποιητή.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ δίψα τῆς ἀγάπης ποὺ ζητεῖ
σοῦ φλόγιζε τὴ σκέψη καὶ τὰ χείλη.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο. Κλειστὴ
τότε ἡ πηγὴ τῶν στοχασμῶν μου, ἐμίλει
μόνο ἡ καρδιά μου ἀθώα καὶ λατρευτή,
ὅταν τὸ πρῶτο βλέμμα μου εἶχες στείλει.
Μὲ τὸν καιρό, τὸν πόθο σου σ᾿ ἐμὲ
νὰ φανερώσης σίμωσες. Ὠιμέ,
εἴμασταν μιᾶς γενιᾶς παιδιά. Ἡ καρδιά μας
Ἀγάπαε μὲ τὸ πάθος ποὺ ζητᾶ
νὰ πάρη, τὸ αἰσθανθήκαμε φρικτὰ
καὶ πήραμεν ἀλλοῦθε τὴ ματιά μας.
Σ' αναμονή θανάτου
Δὲν εἶνε νὰ χαρῶ στὸν κόσμο ἄλλο
τίποτα πιά. Τὰ χέρια σου βαριὰ
γεμάτα καὶ μοῦ τἄδιασες Ζωή.
Τὰ δέχτηκα, δὲ διάλεξα μεγάλο,
μικρό, ἦταν χώρια, ἦταν μαζί.
Μὰ κάτι ποὺ κρυφά μου τὦχες τάξει
κάποτε σπλαχνική, πονετικιὰ
σὲ μένα, τὴ μία ὡραία καὶ χωριστή
στράτα γιὰ νὰ μὲ βρῆ ποὖχες χαράξει
σ᾿ αὐτὸ μόνο δὲ φάνηκες πιστή.
Ὢ δὲν μπορεῖ, κι᾿ αὐτὸ θὰ μοῦ τὸ δώσης
μον᾿ τὸ κρατᾶς ὡς ποὺ νὰ ξεγνοιαστῶ
καὶ νὰ μὲ βρῆ σὰν ἄξαφνη χαρά.
–Τη περηφάνειά μου μὴν ταπεινώσης
κύττα, μή μου λερώσης τὰ φτερά.
Ποιος ξέρει...
Καμμιὰν ἀπὸ τὶς πίκρες μου δὲ γνώρισες
τὶς πίκρες μου τὶς ἄσωστες τὶς μαῦρες.
Καὶ στῶν ματιῶν μου μέσ᾿ στὸ φεγγοβόλημα
τὰ δάκριά μου στεγνωμένα τὰ ᾿βρες.
Ἐσὺ μονάχα τὸ γλυκὸ χαμόγελο
καμάρωσες στὰ χείλη μου ἁπλωμένο
κ᾿ ἔχες μέσ᾿ στῶν ματιῶν μου τὸ ξαστέρωμα
τὸν πόθο σου τρελλὰ καθρεφτισμένο.
Μὲ γνώρισες νὰ γέρνω στὴν ἀγάπη σου
σὰν πεταλούδα στὸ ἄλικο λουλούδι
καὶ νὰ σκορπίζω ὅσο ἡ καρδιά μου ἐδύνοταν
μεθυστικὸ τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι.
Γνώρισες τῆς χαρᾶς μου τὸ ἄγριο ξέσπασμα
στὸν ἀνοιξιάτικον ἀγρὸ ποὺ εὐώδα
λαχτάρας κύμα ἐγίνονταν ἡ ἀγκάλη μου
τὰ νειάτα σου νὰ σφίγγη καὶ τὰ ρόδα.
Ἐσὺ ποτὲ κρυφὰ δὲν ἀκολούθησες
τὸ βῆμα μου σὰν φεύγω ἀπὸ κοντά σου
κι᾿ ὅμως καὶ μὲ τὴ σκέψη σου μοῦ δόθηκες
καὶ μὲ τὴ φλόγα ἀκόμα τοῦ ἔρωτά σου.
Μὰ ποιὸς τὸ ξέρει ἄν, μία στιγμὴ βρισκόσουνα
κάπου ποὺ νὰ μὲ βλέπεις ὅταν γέρνω
καὶ σκύβω μαζωχτὴ κάτω ἀπὸ τἄγριο
χτύπημα, τὶς στριγγὲς φωνὲς ποὺ σέρνω
ἂν ἄκουες, καὶ στοῦ πόνου τὸ ξεχείλισμα
τὸ δόσιμο στὸ ξέψυχο μεθύσι,
τὰ δάκρια, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.
Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει.
Ένα βράδι στο Σταθμό
Τί θλιβερὸ πράμμα ὁ Σταθμός,
ποὺ μόλις νἄχῃ φύγει τὸ τραῖνο.
Οὔτε στιγμή, μόλις ποὺ ἐδῶ
στὶς ράγιες του βαριὰ σταματημένο
καὶ πηγαινόρχονταν γοργά,
ἀνίδεα γελώντας ταξειδιῶτες.
Κι᾿ ὅσοι ποὺ μείνανε κι᾿ αὐτοὶ
δὲν ἔχουνε τὴν ὄψη τους σὰν τότες.
Ἡ ἄδεια θέση κι᾿ ἡ σιωπὴ
μέσ᾿ στὸ Σταθμὸ ποὺ τοὔφυγε τὸ τραῖνο.
Κι᾿ αὐτοὶ ποὺ μείνανε σκορποῦν
κ᾿ ἔχουν τὸ βῆμα τὸ ἀποφασισμένο
ὅσων τὴ μοίρα ἀκολουθοῦν.
Κάθε φορὰ τοὺς φεύγει κι᾿ ἀπὸ κάτι
καὶ κεῖνοι μένουν στὸ Σταθμὸ
λυγίζοντας τὸ θολωμένο μάτι.
Στρέφουν στὰ ἴδια θαρρετοὶ
δῆθεν κ᾿ ἡ πλάτη τους κυρτώνει πίσω.
-Καταραμένε χωρισμὲ
ὅμως κι σένα ἀπόψε θ᾿ ἀγαπήσω.
Γιατί τὸ «χαῖρε» ἦταν γλυκὸ
καθὼς τὸ χέρι σειόταν στὸν ἀέρα
ἀπ᾿ τὸ μαντήλι πιὸ λευκὸ
κι᾿ ἀπ᾿ τὸν ἀνθό, σὰ φῶς ποὺ ἔφευγε πέρα,
ποὺ δὲν τὸ εἶχα ἰδῆ ποτὲ
τόσο γαλήνια ὡραῖο τ᾿ ὅραμά σου,
Καταραμένε χωρισμέ.
Μοῦ τρέμουνε τὰ χείλη στὄνομά σου.
Του Καρυωτάκη
«Οἱ νέοι ποὺ φτάσανε μαζὶ στὸ ἔρμο νησί» μὲ σένα
κάποια βραδιὰ μετρήθηκαν κ᾿ ηὖραν ἐσὺ νὰ λείπης.
Τὰ μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρὶς κανένα
ρώτημα, μόνο ἐκίνησαν τὶς κεφαλὲς τῆς λύπης.
Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, ἀπὸ τὴ μόνωσή σου
ἕνα σημεῖο ἀπὸ φωτιὰ τοὺς ἔστελνες, γνωρίζαν
τὸ θλιβερὸ χαιρέτισμα ποὺ φώταε τῆς ἀβύσσου
τοὺς δρόμους κι᾿ ὅλοι ἀπόμεναν στὸν τόπο τους ποὺ ὁρίζαν.
Ἀπόμεναν στὴν ἴδια τους πικρία, κρεμασμένοι
ἔτσι μοιραῖα καὶ θλιβερὰ στὸ «βράχο» τοῦ κινδύνου.
Κι᾿ ὅταν πιὰ τοὺς χαιρέτισες, οἱ αἰώνια ἀπελπισμένοι
ψάλαν μαζὶ κάποια στροφὴ καθιερωμένου θρήνου.
Μὰ φτάνουν πάντα στὸ «νησί» τὰ νέα παιδιὰ ὁλοένα.
Στὴν ἄδεια θέση σου ζητοῦν τῆς ζωῆς τὸ ἐλεγεῖο.
Σοῦ φέρνουνε στὰ μάτια τους δυὸ δάκρυα παρθένα
καὶ τῆς καινούριας σου Ἐποχῆς τὸ πλαστικὸ ἐκμαγεῖο.
Πηγή:
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/maria_polydoyrh/anekdota_poihmata.htm
Λίγα λόγια για τη Μαρία Πολυδούρη:
Γεννήθηκε το 1902 στην Καλαμάτα.
Στα γράμματα εμφανίστηκε σε ηλικία 14 ετών με το πεζοτράγουδο "Ο πόνος της μάνας". Αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού που ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη. Στα 16 της διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας και παράλληλα εξέφρασε ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. Το 1920, σε διάστημα σαράντα ημερών, έχασε και τους δύο γονείς της.
Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της εργαζόταν και ο ομότεχνός της Κώστας Καρυωτάκης. Γνωρίστηκαν και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας, που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της.
Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922. Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδόσει δύο ποιητικές συλλογές, τον "Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων" (1919) και τα "Νηπενθή" (1921) και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του.
Το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης ανακάλυψε ότι έπασχε από σύφιλη, μία νόσο που τότε ήταν ανίατη και αποτελούσε κοινωνικό στίγμα. Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα του εραστή της για να την εγκαταλείψει.
Το 1924 μπήκε στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Ήταν νέος, ωραίος και πλούσιος και η Πολυδούρη τον αρραβωνιάστηκε στις αρχές του 1925. Η Μαρία όμως αγαπούσε πάντα τον Καρυωτάκη.
Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Έχασε τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και εγκατέλειψε τη Νομική. Φοίτησε στη δραματική σχολή Κουναλλάκη και μάλιστα πρόλαβε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση, "Το κουρελάκι", όπου είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το καλοκαίρι του 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της και έφυγε για το Παρίσι. Σπούδασε ραπτική αλλά δεν πρόλαβε να εργαστεί γιατί προσβλήθηκε από φυματίωση. Επέστρεψε στην Αθήνα και συνέχισε τη νοσηλεία της στη "Σωτηρία" όπου έμαθε για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της, Κώστα Καρυωτάκη. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή "Οι τρίλλιες που σβήνουν" και το 1929 τη δεύτερη, "Ηχώ στο χάος". Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της. Η φυματίωση όμως τελικά την κατέβαλε και τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 άφησε την τελευταία της πνοή με ενέσεις μορφίνης που της πέρασε ένας φίλος της στην Κλινική Χριστομάνου.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα