Περπατώντας στη Νέα Υόρκη 3.0 - Του Νίκου Ορφανού
Φωτο: Central Park, πατήστε το γκαζόν ελεύθερα. Τα σκυλιά βολτάρουν στο δικό τους πάρκο!
«Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά/ και στο Σικάγο μέσα ζει στη λεφτεριά…» έγραφε ο Μανώλης Ρασούλης, συνοψίζοντας απαράμιλλα την αίσθηση του να είσαι Έλληνας. Δεν ξέρω ποιος μπορεί και ελληνοξεχνά, στην Αστόρια πάντως, ο ελληνισμός είναι εμφανής.
Σε κάθε καφετέρια και ρεστοράν της Νέα Υόρκης, τα γκαρσόνια μέσα στην ευγένεια, βιάζονται να σε διώξουν, για να έρθουν οι επόμενοι, επομένως και το επόμενο πουρμπουάρ. Για να ξεφύγεις από αυτό το άγχος και να πιεις ένα καφεδάκι σαν άνθρωπος, μπαίνεις στο τρενάκι, και κατεβαίνεις στον υπέργειο σταθμό της 36ης λεωφόρου. Κατεβαίνεις τη σκάλα στο δρόμο και από κάτω η καντίνα με τα πιτόγυρα του Κώστα και του Γιώργου σε υποδέχεται! - Ωπ, έλα δω εσύ, με τσακώνει ο Κώστας (ή ο Γιώργος; Θα σας γελάσω), πώς βρέθηκες εδώ; Έλα να βγούμε μια φωτό! Ελλαδάρα αθάνατη, έξω καρδιά!
Στο καφέ Ακρόπολις, φραπεδιές στα τραπέζια, πελάτες με κομπολόγια, σερβιτόροι ακουμπισμένοι ράθυμα στα ντουβάρια περιμένουν το νεύμα της πελατείας, εδώ τα πράματα είναι ανατολίτικα και χαλαρά. Περνάω έξω από τον τοπικό σύλλογο φιλάθλων Παναθηναϊκού. Οι ομάδες εδώ, δεύτερη πατρίδα. Ομάδα-θρησκεία-οικογένεια =πατρίδα! Περάστε να σας κεράσουμε μας φωνάζουν τα πατριωτάκια, κοντοστεκόμαστε για λίγο, ντρέπομαι να δεχτώ, καλά είστε; Καλώς ήρθατε, καλά κάνατε και ήρθατε, να σας βλέπουμε! Ελληνικά άπταιστα, αυτά τα ελληναμερικάνικα δεν τα άκουσα, δεν συναπάντησα και πολύ πιτσιρικαρία είναι η αλήθεια.
Απολαμβάνω ένα ελληνικότατο κοτόπουλο στο φούρνο με κερασμένο χαλβά, στο εστιατόριο Μπαχάρι. Ευγενέστατοι οι πατριώτες, με σκλαβώσανε. Πάντα η Ελλάδα θα είναι εκτός από τη γλώσσα, μια αγκαλιά, ένα χαμόγελο και ένα ζεστό καλώς ήρθατε.
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων έχει βγάλει τα καρεκλάκια του στο πεζοδρόμιο, μπροστά στην πόρτα και απολαμβάνει το ζεστό απόγευμα. –Καλώς τα παιδιά, από την Ελλάδα είστε; Στα κηπάκια των σπιτιών τριαντάφυλλα λογιών λογιών, μοσχομυρίζουν μέσα στην υγρασία της πόλης.
Επιστρέφω στο Μανχάταν χορτάτος. Οι μέρες περνούν, κοιτάζω, ρουφάω εικόνες, ανθρώπους που περπατούν, βιτρίνες, οι ουρανοξύστες ανάβουν τα φώτα στο σούρουπο, καθώς διασχίζω τη γέφυρα του Μπρούκλιν, κρατώ τις τελευταίες μου σημειώσεις:
-Η καθημερινότητα εδώ τρέχει δαιμονισμένα. Δουλεύεις από το πρωί μέχρι όσο πάει. Όσο πιο πολύ δουλέψεις, τόσα περισσότερα θα βγάλεις. Αν δεν δουλέψεις, κοιμάσαι στα παγκάκια. Δεν σημαίνει ότι αν δουλέψεις σα σκυλί θα γίνεις υποχρεωτικά πλούσιος, αλλά τουλάχιστον, άμα δουλέψεις, σίγουρα κάτι θα βγάλεις, μιλάμε για πλήρως ανταποδοτική κοινωνία.
- Όλα πληρώνονται. Δε σε κερνάει κανείς τίποτα. Παίρνεις ό,τι πληρώνεις. Δεν πληρώνεις, δεν παίρνεις τίποτα. Αν όμως πληρώσεις, οπωσδήποτε θα πάρεις κάτι, δεν υπάρχει περίπτωση να πληρώσεις και να μην πάρεις τίποτα, όπως στην Ελλάδα. Το κράτος σου ανταποδίδει, καθαριότητα, υπηρεσίες, ένα σωρό.
-Ναι, υπάρχει φτώχεια, άστεγοι, ναρκωτικά, δυστυχία, αλλά και πολλοί αυτοδημιούργητοι επαγγελματίες, ο πλούτος φαίνεται πώς κερδίζεται και είναι κίνητρο ανταγωνισμού, τον εύπορο δεν τον στραβοκοιτάνε, δεν του τη λένε, θεωρείται ότι τα κέρδισε νόμιμα, οι πλουσιότεροι της χώρας φαίνεται πώς τα έχουν βγάλει, δεν αναρωτιούνται οι πολίτες πού τα βρίσκουν, ούτε κάνουν μπίζνες με το κράτος, ο Τζομπς πούλησε τηλέφωνα σε όλη τη γη, ο Γκέιτς λογισμικά αντίστοιχα. Αν είσαι φτωχός στην Αμερική, φταις εσύ, θεωρείται ότι κάτι δεν κάνεις καλά ή δεν είσαι σωστός γενικότερα.
-Μια διάχυτη αίσθηση ελευθερίας σε συνοδεύει σε κάθε σου βήμα. Μπορείς να ντυθείς όπως γουστάρεις, δε θα σε στραβοκοιτάξει κανένας, μπορείς να φορέσεις ό,τι θες, όλα είναι άποψη και σεβαστά.
-Οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια δεν κλείνουν ποτέ και για κανένα λόγο. Η πρόσβαση είναι αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα, κανένα άλλο δικαίωμα δεν το επισκιάζει. Ούτε διαδηλωτές, ούτε κρατικά αμάξια έχουν δικαίωμα να κλείνουν τους δρόμους. Και βεβαίως ούτε βαν από τηλεοπτικά συνεργεία, όπως είδα προχτές που είχαν παρκάρει όλοι οι τηλεκάφροι πάνω στην πλατεία Κουμουνδούρου, «για να κάνουν τη δουλειά τους».
- Ο κόσμος ψωνίζει πάρα πολύ από μικρά μαγαζιά, όχι μόνο από σουπερμάρκετ. Αλλά και τα μικρά μαγαζιά έχουν και διαφορετικό ωράριο και ξεχωριστά προϊόντα (βιολογικά, φρέσκες φρουτοσαλάτες, είδη φούρνου), δεν είναι ίδια με τα σουπερμάρκετ, η ποικιλία και η ιδιαίτερη ποιότητα είναι ζητούμενο σε κάθε επιχείρηση και αμοίβεται αναλόγως.
-Όλοι απολαμβάνουν τα πάρκα, τα οποία είναι καθαρά, φυλασσόμενα, κλείνουν τα βράδια, χωρίς τραπεζοκαθίσματα, (τ' ακούς πλατεία Κεραμεικού στο Γκάζι;), γεμάτα παγκάκια και με πράσινο περιποιημένο. Εδώ, κάτι ψωροπαγκάκια εδώ κι εκεί, ένα γκαζόν μαδημένο, σαν να σε διώχνει.
-Το κάπνισμα απαγορεύεται παντού. Και κανένας τζίρος δεν μειώνεται. Και μάλιστα ούτε στα τραπέζια έξω μπορείς να καπνίσεις, πρέπει να πας έξω από το χώρο του μαγαζιού τελείως. Αυτά είναι!
- Η Αστυνομία τελεί υπό τη διοίκηση του δημάρχου και τρέχει για όλα. Από το παράνομο παρκάρισμα μέσα στη νύχτα μέχρι το πέταγμα των σκουπιδιών εκεί που δεν πρέπει. Δικαιολογία, από αστυνομικό στην τηλεφωνική γραμμή του τύπου: «καλά, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα μόνος σας, γιατί τώρα δεν έχω περιπολικό να στείλω», δεν παίζει με τίποτα.
Κοντολογίς: Σε όλες τις πόλεις της δυτικής Ευρώπης και τώρα και στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, που έχω ταξιδέψει την τελευταία δεκαετία, τα στοιχειώδη θέματα της καθημερινότητας τα έχουν λύσει. Εμείς ακόμα τα συζητάμε. Και μην ακούτε για τον ελληναράδικο εαυτό μας. Στο εξωτερικό ο Έλληνας βγάζει κι αυτός τον καλό του εαυτό, και αυτή η ικανότητα προσαρμογής και στο καλό, είναι ίσως η μεγαλύτερή μας ελπίδα.
Κατακλείδα:
Αν είστε άνθρωπος με ενδιαφέροντα για την τέχνη, μουσική, σινεμά, μόδα, διακόσμηση, και δεν ξέρω τι άλλο, αυτή είναι η πόλη που πρέπει να δείτε, έστω μια φορά στη ζωή σας. Αν όχι, μάλλον δε διαβάζετε αυτές τις γραμμές, ούτως ή άλλως.
Δε ζήλεψα τη Νέα Υόρκη. Τη χάρηκα, όπως ελπίζω να τη χαρείτε κι εσείς αν πάτε, αλλά έπιανα μονίμως τον εαυτό μου καθώς παρατηρούσα γύρω μου να λέει: να μια ωραία ιδέα! Να κι άλλη μια ωραία ιδέα! Η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη ατελείωτης έμπνευσης, αρκεί να θες να εμπνευστείς από αυτήν και όχι να την απαξιώσεις ελληναράδικα και μίζερα.
Αυτά τα ωραία, μάι φρεντς. Από το επόμενο άρθρο επιστρέφουμε στη γνωστή μας στενάχωρη θεματολογία, μετά από καιρό.
The End!
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα