Ολυμπιακοί Αγώνες, 10 χρόνια αργότερα - Της Σώτης Τριανταφύλλου
Ήμουν αντίθετη στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα –για τους προφανείς λόγους– αλλά, όπως οι περισσότεροι από μας, το καλοκαίρι του 2004 (ή και νωρίτερα ακόμη) παρασύρθηκα από το γιορταστικό πλήθος. Οι οπαδοί των Αγώνων αποκαλούσαν εμάς τους αντι-Ολυμπιακούς διαψευσθείσες Κασσάνδρες – ουφ, ευτυχώς: όλα φαίνονταν να λειτουργούν κανονικά· δεν συνέβη τίποτα φρικτό, τίποτα ανεπανόρθωτο. Οι εφιάλτες μου –κερκίδες που καταρρέουν, τρομοκρατικά χτυπήματα Μουτζαχεντίν, συνωστισμός, τσαλαπάτημα με ανθρώπινες απώλειες, ηλεκτρονικά σφάλματα– δεν πραγματοποιήθηκαν. Στην Αθήνα ακούγονταν τραγούδια των Beatles – και στο καινούργιο iPod μου το καινούργιο άλμπουμ των Black Keys, το «Live at the Deaf Club» των Dead Kennedys, το compilation των Guns N’Roses. Είχα αγοράσει τα τελευταία cd της ζωής μου· στο εξής θα κατεβάζαμε μουσική, δεν θα την αγοράζαμε. Στο εξής θα γινόμασταν πειρατές. Θα μας συνέβαιναν κάμποσα ακόμα πραγματάκια.
Για όσους από μας γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στην Αθήνα, το καλοκαίρι των Ολυμπιακών ήταν το highlight της ζωής μας στην πόλη. Ποτέ η Αθήνα δεν ήταν τόσο αστραφτερή, καθαρή, φιλική, με αέρα μεγαλούπολης. Κι εγώ έγραφα μια στήλη στη Libération όπου την παρουσίαζα ως τον απόλυτο τόπο για εκείνη τη χρονική στιγμή – δεν θυμάμαι ακριβώς τι έγραφα, σίγουρα όμως έγραφα υπερβολές. Αράδιαζα όσα ήθελα να πιστέψουν οι Γάλλοι για μας: ότι, κατά βάθος, είμαστε οργανωμένοι («με τον τρόπο μας»), ότι διεκπεραιώνουμε επικίνδυνες αποστολές, ότι τα στερεότυπα περί Ελλήνων καφενόβιων και μπεγλεροπαικτών είναι αναχρονιστικά και κακόβουλα. Και καθώς έγραφα κάτι τέτοια –Φάτε τη σκόνη μας!–διαισθανόμουν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ή μάλλον ότι κάτι πήγαινε πάρα πολύ στραβά. Για να διώξω τις άσχημες σκέψεις, τηλεφωνούσα σε φίλους στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στο Λος Άντζελες και τους έβαζα να ακούσουν από το τηλέφωνο τους ήχους της Ολυμπιακής Αθήνας: Wow, έκαναν· you’re having a blast. Wow.
Εμένα μου λες Wow.
Πιστεύαμε, και ταυτοχρόνως δεν πιστεύαμε, ότι η Ελλάδα θα γινόταν μια χώρα ευημερίας – αξιόπιστη, ενήλικη, «κανονική». Δεν παίρναμε υπόψη ότι τα οικονομικά και θεσμικά προβλήματα είχαν ριζώσει· ότι η ανομία ήταν ο κανόνας. Εξάλλου, οι Έλληνες διαφωνούσαν μεταξύ τους ακόμα και στα αυτονόητα, είχαν και έχουν αποκλίνουσες επιδιώξεις: οι προαναφερθέντες όροι –ευημερία, αξιοπιστία, ενηλικίωση, κανονικότητα, αυτοσεβασμός– προσλαμβάνονται και ερμηνεύονται ποικιλοτρόπως. Και οι κατ’ όνομα πολίτες αντιδρούν σύμφωνα με τη δική τους πρόσληψη και ερμηνεία.
Όταν τελείωσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες και οι επισκέπτες έφυγαν, επήλθε η αναμενόμενη αποκλιμάκωση. Κι εγώ δεν είδα την Αθήνα για πολύ-πολύ καιρό. Έπειτα, την είδα: είχε επιστρέψει στον παλιό της εαυτό, εκείνον που ξέρω καλά. Είχαν προστεθεί ένα σωρό εγκαταλελειμμένα κτίρια, εγκαταστάσεις, υποδομές – και τεράστια χρέη. Οι μεγαλεπήβολες υποδομές αποδείχτηκαν εφήμερες. Εκτός από το μετρό, το οποίο, ωστόσο, έπρεπε να δημιουργηθεί ανεξαρτήτως των Ολυμπιακών Αγώνων – το παραδέχομαι, μολονότι δεν είμαι άνευ όρων υπέρ των υπογείων συγκοινωνιών. Το μετρό διορθώνει, θα λέγαμε, κουτσά-στραβά, κάποια πολεοδομικά λάθη, κάποιες αυθαιρεσίες στον τρόπο με τον οποίο χτίστηκε η πόλη. Άλλη συζήτηση όμως αυτή.
Η Αθήνα έγινε λοιπόν ο γεωμετρικός τόπος –στην κυριολεξία– όλων μας των προβλημάτων, όλων μας των νοσημάτων: από την ανικανότητα των πολιτικών μέχρι την έλλειψη κοινωνικής συμπεριφοράς των κατοίκων. Θέλω να πω: δεν ευθύνονται οι πολιτικοί για το ότι αρνούμαστε να μάθουμε ότι στους κάδους ανακύκλωσης δεν πετάμε σακούλες με φαγητά. Δεν απαιτείται περισσότερη «διαφώτιση»: το πράγμα είναι απλό· στον μπλε κάδο ρίχνουμε συσκευασίες και άλλα ανακυκλώσιμα υλικά. Τα ψάρια δεν είναι ανακυκλώσιμα: τα βάζουμε σε κλειστές σακούλες και τα πετάμε στον άλλο κάδο που βρίσκεται δίπλα. Επίσης, δεν παρκάρουμε σε πεζοδρόμους (οι οποίοι, έτσι κι αλλιώς, αποτελούν ένα ακόμη χονδροειδές πολεοδομικό λάθος: ας μην επαναλαμβάνω τα ίδια...), ούτε σε πεζοδρόμια: κι αυτό απλό είναι, δεν θέλει φιλοσοφία. Εξάλλου, υπάρχει σχετική διάταξη – η παραβίασή της, σε φυσιολογικές συνθήκες, τιμωρείται με πρόστιμα, με απομάκρυνση των τροχοφόρων με γερανό και τα λοιπά και τα λοιπά.
Η Αθήνα εξέπεσε από ένα ήδη χαμηλό σημείο: περιπλανώμενοι μετανάστες, ντόπιοι και ξένοι τοξικομανείς, ροπή προς το χάος –το παλιό, γνώριμο «ό,τι θέλω κάνω!» και μάλιστα όποτε θέλω–, απουσία οποιασδήποτε αρχής νόμου και τάξης προστέθηκαν στην, τρόπον τινά, post-coital μελαγχολία. Στη συνέχεια εκδηλώθηκε η κρίση – η αμερικανική, η ευρωπαϊκή, η ελληνική: τρία στάδια, τρεις εκδοχές. Και η Αθήνα άρχισε να θυμίζει, στα δικά μου μάτια, με τις δικές μου παραστάσεις, το Μπρονξ της δεκαετίας του 1970 και 1980, το οποίο, ωστόσο, σήμερα, είναι μια εκτεταμένη, πράσινη, φυλλώδης προαστιακή περιοχή – όπου κελαηδούν τα πουλιά κι όπου οι κάτοικοι βγάζουν βόλτα τον σκύλο τους. Το αναφέρω διότι θα επιμείνω: όλα τα προβλήματα είναι επιλύσιμα. Χρειάζεται αυτό που ονομάζουμε πολιτική βούληση και που, για την ελληνική νοοτροπία, σημαίνει κάτι «μη δημοκρατικό»: το να παίρνει κανείς τις σωστές αποφάσεις είτε αρέσουν, είτε δεν αρέσουν στους πολλούς. Η υπερβολική δημοκρατία δεν είναι δημοκρατία. Η άμεση δημοκρατία δεν είναι δημοκρατία.
Επιστρέφω στους Ολυμπιακούς για τους οποίους πιστεύω, ως συνήθως, το αυτονόητο: ορισμένοι πρέπει να λoγοδοτήσουν. Οι σπατάλες και οι κομπίνες είναι πασιφανείς: φερθήκαμε σαν νεόπλουτοι χωριάτες, αλλά δεν ευθυνόμαστε όλοι το ίδιο. Ο τίτλος του βιβλίου της κ. Αγγελοπούλου «My Greek Drama: Life, Love, and One Woman’s Olympic Effort to Bring Glory to Her Country» τα λέει όλα – κυρίως το πώς πληρώνουμε τη μεγαλομανία μερικών ανθρώπων οι οποίοι ισχυρίζονται ότι θέλουν να προσδώσουν «δόξα» στη χώρα τους (τι να την κάνουμε τη δόξα;) ενώ, στην πραγματικότητα, ενδιαφέρονται για τη δική τους δόξα.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα