"Αναφιώτικα"
Είναι κάτι τέτοια ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού, που ακολουθώ τα βήματά μου στους δρόμους της πόλης που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Όχι τους πολύβοους και φανταχτερούς, μα εκείνους τους ταπεινούς, τους αθόρυβους, τους έρημους. Είναι κάτι στενάκια ξεχασμένα, λες, από χρόνο και ανθρώπους, με σπίτια αλλοτινού καιρού, μισογκρεμισμένα από το βάρος της Ιστορίας που κουβαλούν, με παράθυρα που χάσκουν και κάτι χορταριασμένες αυλές με μισάνοιχτες σκουριασμένες πόρτες με σφυρήλατα σχέδια. Είναι τα σπιτάκια εκείνα της Αθήνας, όχι της γνωστής στους πολλούς και κακοποιημένης, της άλλης, της δικής μου Αθήνας, που σε κάνουν ν' αναρωτιέσαι ποιος έζησε εδώ, τι έζησε, πώς έζησε...
Είναι κάτι τέτοια ζεστά μεσημέρια λοιπόν, που νιώθω να κατακλύζομαι από Ελλάδα. Ναι, αγαπημένε μου Ελύτη! "Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα" και την αφήνω να ρέει στις φλέβες μου, να γίνεται ένα με τους παλμούς της καρδιάς μου, να τρέχει με τον ιδρώτα μου. Όχι την Ελλάδα των δημοκόπων και αλώνητων, μήτε των δοκησίσοφων και αγυρτών. Την άλλη, τη δική μου Ελλάδα. Αυτή που φωλιάζει στην καρδιά μου κι αγωνιά για τη ζωή της - τη ζωή μου. Την Ελλάδα των ιδεών και των οραμάτων, των ιδανικών, των Γραμμάτων και των ηρώων, της ελιάς, της αρμύρας και του πεύκου. Την Ελλάδα που λαμνοκωπά σε θολά και άπατα νερά, μα ξέρω πως τελικά θα τα καταφέρει, θα βρει το δρόμο για τη στεριά. Ναι, μεγάλε μου Παλαμά! "Ο λαός των λειψάνων ζη και βασιλεύει χιλιόψυχος, το πνεύμα και στο χώμα λάμπει, το νιώθω, με σκοτάδια μέσα μου παλεύει". Πόσο δίκιο έχεις!
Και περπατώντας κάτω από τον πενταγάλανο αττικό ουρανό, χαμένη σε σκέψεις κι αμφιβολίες, - τι παράξενο! - καταλήγω πάντα εδώ. Ξανά και ξανά. Σε τούτη τη γειτονιά του ήλιου, που λατρεύω. Σ' αυτή τη λιλιπούτεια πολιτεία, που κλείνει μέσα της ολόκληρη την πατρίδα μου, τη δική μου πατρίδα, τη χιλιολατρεμένη.
Θα ήθελα, φίλοι μου, να μοιραστώ μαζί σας λίγους στίχους που έγραψα ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο, καθισμένη σε κάποιο ασβεστωμένο σκαλοπάτι, κάτω από τη σκιά μιας καταπράσινης μουριάς και περιτριγυρισμένη από πολύχρωμα γεράνια, εδώ, στη γειτονιά των θεών που σταμάτησε ο χρόνος, στις παρυφές του αιώνιου Βράχου...
Αναφιώτικα *
Σε τούτη τη μικρή αυλή θα κλείσω τη ζωή μου,
ανάμεσα σ' αγιόκλημα, βασιλικό και γιασεμί αγαπημένο,
ασβεστωμένους τοίχους,
παραθυρόφυλλα στο χρώμα τ' ουρανού.
Πλακόστρωτο βρεγμένο που αχνίζει,
απομεσήμερο καλοκαιριού,
κανάτα δροσερό νερό, ολόγλυκο καρπούζι
κι ένα κλωναράκι ελιάς - μοναδικό στολίδι -
στη μέση του παλιού του τραπεζιού.
Τιμημένοι ας είναι της Ανάφης οι μαστόροι,
που αγγέλων γειτονιά κατάφεραν να χτίσουν,
λαξεύοντας το Βράχο τον Ιερό.
Να κάθομαι κι εγώ μονάχη στην αυλίτσα,
- ένα κομματάκι ουρανός εδώ είναι αρκετό -,
να βλέπω την Ακρόπολη τη νύχτα με φεγγάρι
και παραπέρα το Λυκαβηττό,
να ταξιδεύω στα Κυκλαδονήσια,
του Αιγαίου τ' απέραντο γαλάζιο να θωρώ
και το βαθύτατο σκοτάδι,
μ' ευλάβεια αρχαίας μυσταγωγίας,
μπροστά στα μάτια μου να μεταλλάσσεται σε φως.
Αχ, ψυχή μου πικραμένη,
δε χάνεται έτσι εύκολα αυτή εδώ η πατρίδα·
ως και σε τούτη την αυλή την ταπεινή ολάκερη χωρεί.
*Το ποίημα τιμήθηκε με το βραβείο του Αρχιλόχου στον Δ΄παγκόσμιο ποιητικό διαγωνισμό της Αμφικτυονίας Ελληνισμού, με θέμα "Ο Λόγος ο Ελληνικός, Φως της Οικουμένης".
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα