Η ποιότητα του πολιτικού προσωπικού - Της Σώτης Τριανταφύλλου
Πολλοί από μας διατηρούμε κάποιο ενδιαφέρον για την πολιτική: σε περιόδους κρίσης αυτό το ενδιαφέρον εντείνεται ενώ σε περιόδους σχετικής ευημερίας και κοινωνικής γαλήνης γινόμαστε «αφηρημένοι» ή αδιάφοροι. Περί άλλα τυρβάζουμε.
H συνέπεια της αδιαφορίας μας είναι ότι συμβαίνουν πολύ άσχημα πράγματα που δεν βλέπουμε ή που παριστάνουμε ότι δεν βλέπουμε: είτε στην οικονομία, είτε στο διεθνές περιβάλλον (για παράδειγμα, την επέλαση του ισλαμοφασισμού ευνόησε η εθελοτυφλία της Δύσης). Και μολονότι όλοι μας θέλουμε δίκαιους νόμους, ευημερία, ειρηνικό περιβάλλον λίγοι ενδιαφερόμαστε να γίνουμε πολιτικοί. Η πολιτική δεν είναι ελκυστική δουλειά, ιδιαίτερα σ’ έναν κόσμο που προσφέρει τόσες ευκαιρίες για δημιουργία, τεχνολογία, ελεύθερο χρόνο, ακόμα και πλούτο – γιατί να επιλέξει κανείς να εργάζεται χωρίς ωράριο και να βρίσκεται διαρκώς εκτεθειμένος στην καχυποψία του εξαγριωμένου πλήθους; Ό,τι και να κάνουν οι πολιτικοί, στα δημοκρατικά καθεστώτα θα υπάρξει οπωσδήποτε αντίλογος, ή, έστω, ανεπαρκείς ανταμοιβές. Περιφρονούμε τους πολιτικούς, τα ΜΜΕ τους κακομεταχειρίζονται – και, κατά κανόνα, συντρέχουν σοβαροί λόγοι για να συμβαίνουν αυτά. Η ζωή και η πολιτεία τους αποκαλύπτουν τα ηθικά τους ελαττώματα: ακόμα κι αν απολαμβάνουν προνομίων για μακρά περίοδο, στο τέλος τιμωρούνται, πέφτουν σε δυσμένεια, γελοιοποιούνται. Λίγοι αποφεύγουν αυτή τη μοίρα: πράγματι, οι επιτυχημένοι πολιτικοί ασκούν εξουσία, κάτι που τους προκαλεί μεγάλη συγκίνηση, εφόσον οι πολιτικοί γίνονται πολιτικοί γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Αλλά οι περισσότεροι πολιτικοί δεν είναι επιτυχημένοι: πασχίζουν να γλιτώσουν από τους εχθρούς τους, μαζεύουν ψηφουλάκια, λένε ψέματα, εξευτελίζονται, αγχώνονται, πάσχουν από αϋπνίες, παλεύουν να αυξήσουν την επιρροή τους και τελικά κάποιος άλλος βηματίζει υπούλως από πίσω τους και τους κλέβει τη θέση.
Η σύγχρονη πολιτική δεν απαιτεί μόνο ένα σύνολο ειδικών δεξιοτήτων. Απαιτεί όρεξη για έναν δυσάρεστο και κοπιώδη τρόπο ζωής. Οι περισσότεροι από μας αυτή την όρεξη δεν την έχουμε – θέλουμε απλώς να ζήσουμε τη ζωή μας ως φιλήσυχοι πολίτες. Έτσι, λιγοστεύουν οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται να πολιτευτούν και, πιθανότατα, μειώνεται η ποιότητα και το ανάστημά τους. Αυτό είναι καλό αν έχει κανείς την πρόθεση να πολιτευτεί: ο ανταγωνισμός δεν είναι σκληρός, άρα η επιθυμία του πολιτεύεσθαι αρκεί για να του δοθεί μια ευκαιρία.
Για παράδειγμα, σήμερα, στη Βρετανία, τα πολιτικά στελέχη προέρχονται από μια μικρή δεξαμενή επαγγελματιών οι περισσότεροι από τους οποίους κινούνται στον χώρο της πολιτικής από τα φοιτητικά τους χρόνια. Πολλοί προέρχονται από τα ίδια πανεπιστήμια. (Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην Ελλάδα με τη διαφορά ότι οι Βρετανοί φοιτούν σε πανεπιστήμια γοήτρου ενώ τα εγχώρια στελέχη είναι συνήθως καταληψίες και αντιγραφείς σε διαλυμένα ΑΕΙ). Ο σημερινός πρωθυπουργός της Βρετανίας, όπως και ο υπουργός Εξωτερικών, ο υπουργός Οικονομικών, ο υπουργός Παιδείας, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι υπουργοί Οικονομικών και Εσωτερικών της σκιώδους κυβέρνησης των Εργατικών είναι απόφοιτοι της Οξφόρδης. Παρατηρώντας τον Ντέιβιντ Κάμερον και τον δήμαρχο του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον να ανεβαίνουν στην κορυφή της βρετανικής πολιτικής βγάζω το συμπέρασμα ότι ούτε στη Βρετανία η αναρρίχηση είναι όσο δύσκολη ήταν παλιότερα.
Η σημερινή βρετανική εκδοχή φαίνεται σαν επιστροφή σε μια μορφή πολιτικής παλιότερη κι από εκείνη του 18ου αιώνα όταν η αξία έπαιζε μικρότερο ρόλο από τα προνόμια και τις οικογενειακές σχέσεις. Η βρετανική πολιτική βρίσκεται στα χέρια μιας ολιγομελούς ελίτ που τυχαίνει να διαθέτει το κατάλληλο υπόβαθρο: το σημείο της εκκίνησής σου είναι σημαντικότερο από το σημείο στο οποίο θέλεις να φτάσεις. Επαναλαμβάνω ότι περίπου το ίδιο συμβαίνει στην Ελλάδα τηρουμένων των αναλογιών: εκτός από απόφοιτοι των ίδιων πανεπιστημίων, τα μέλη του πολιτικού προσωπικού προέρχονται από τις ίδιες πολιτικές οικογένειες.
Η ηγεσία των Βρετανών Εργατικών συντίθεται από άτομα συνδεδεμένα μεταξύ τους με οικογενειακούς και εκπαιδευτικούς δεσμούς. Και η πολιτική τους κυριαρχείται εδώ και κάμποσα χρόνια από την αντιζηλία μεταξύ δύο αδελφών –του Ντέιβιντ και του Εντ Μίλιμπαντ– που μεγάλωσαν στη σκιά του μαρξιστή πατέρα τους. Ο μαρξισμός τούς πέρασε, αλλά η σχέση τους με τον κόσμο της πολιτικής απεδείχθη ανθεκτικότερη: αμφότερα τα αγόρια κινούνταν ανάμεσα στα υψηλά κλιμάκια του Εργατικού Κόμματος από τότε που ήταν έφηβοι. Στο μέλλον, η πολιτική των Εργατικών φαίνεται ότι θα κυριαρχείται από μιαν άλλη οικογένεια: το ζεύγος Έντι Μπολς και Υβέτ Κούπερ, που είναι αυτή τη στιγμή οι πιο κοντινοί αντίπαλοι του Εντ Μίλιμπαντ (από τότε που ο αδερφός του μετακόμισε, τσαντισμένος, στη Νέα Υόρκη).
Όσο για τη Γαλλία υπάρχει μακρά παράδοση κατασκευής ηγετών και γραφειοκρατών μέσω ενός επιλεκτικού εκπαιδευτικού συστήματος. Πολλοί από όσους φτάνουν στην κορυφή της γαλλικής δημόσιας ζωής ξέρουν ο ένας τον άλλον από τότε που ήταν φοιτητές στην Ecole Normale Supérieure ή στην Ecole Nationale d’Aministration (ENA). Ο στόχος αυτών των σχολών είναι να προωθήσουν την ακαδημαϊκή αριστεία στην κατεύθυνση των υψηλών δημοσίων λειτουργημάτων, ακόμα κι αν το αποτέλεσμα είναι μια λέσχη από φιλαράκια με έντονα φαινόμενα ενδογαμίας.
Παρόμοιοι οικογενειακοί δεσμοί παίζουν όλο και μεγαλύτερο ρόλο στην αμερικανική πολιτική. Στις επόμενες προεδρικές εκλογές ίσως αναμετρηθούν δύο φατρίες: η Χίλλαρυ Κλίντον εναντίον του Τζεμπ Μπους, δηλαδή η σύζυγος του πρώην προέδρου και ο νεότερος γιος πρώην προέδρου και αδελφός επίσης πρώην προέδρου. Υπάρχουν εικασίες για μελλοντικό ανταγωνισμό μεταξύ της Τσέλσι Κλίντον, κόρης της Χίλλαρυ, και του Τζορτζ Π. Μπους, γιου του Τζεμπ, αλλά γι’ αυτό δεν παίρνω όρκο. Σε κρατικό επίπεδο, πολλές οικογένειες κατέχουν τις κορυφαίες θέσεις, από την οικογένεια των Κουόμο στη Νέα Υόρκη (ο σημερινός κυβερνήτης είναι ο γιος ενός πρώην κυβερνήτη) μέχρι τους Μπράουν στην Καλιφόρνια (μια από τα ίδια). Σήμερα, τα παιδιά των πολιτικών έχουν περισσότερες πιθανότητες να πολιτευτούν απ’ όσο παλιότερα. Η ελληνική πολιτική σκηνή το αποδεικνύει και, ταυτοχρόνως, δεν το αποδεικνύει: πολύ περισσότερα πολιτικά στελέχη θα μπορούσαν να προέρχονται από τις γνωστές ελληνικές οικογένειες αλλά, προφανώς, φοβούνται το λιντσάρισμα για το οποίο είμαστε περιβόητοι.
Παρ’ όλ’ αυτά, η συρρίκνωση της πολιτικής τάξης μέσω οικογενειακών δεσμών είναι αναμφισβήτητη και αποτελεί συνάρτηση της επαγγελματικοποίησης της πολιτικής και των υψηλών φραγμών που εμποδίζουν να μπει σ’ αυτή οποιασδήποτε δεν ανήκει στις πολιτικές οικογένειες. Η πολιτική έγινε μια ειδικότητα: ο καλύτερος τρόπος να τα καταφέρει κανείς σ’ αυτή είναι να αρχίσει από νωρίς και να έχει διασυνδέσεις που να βοηθήσουν για μια πολλά υποσχόμενη αρχή. Παραλλήλως, όπως προανέφερα, η πολιτική έχει γίνει αντικείμενο περιφρόνησης: πρόσφατη έρευνα στις ΗΠΑ έδειξε ότι οι γονείς προτιμούσαν οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα για τα παιδιά τους – αγρότης και κτηνοτρόφος για παράδειγμα. Εντούτοις, πολλά παιδιά συνεχίζουν το επάγγελμα των γονιών τους, συχνά επειδή απλούστατα είναι εξοικειωμένα με αυτό. Εξίσου συχνά, λείπει η φαντασία και η πρωτοβουλία στον επαγγελματικό προσανατολισμό: τα παιδιά των γιατρών γίνονται γιατροί, τα παιδιά των πολιτικών γίνονται πολιτικοί.
Πειράζει που συρρικνώνεται η πολιτική τάξη; Από μια άποψη όχι. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν να έχουν καμιά σχέση με την πολιτική είναι ένδειξη ευρείας αποδοχής του πολιτικού συστήματος. Αν ήταν δυσαρεστημένοι, ακόμα και οι φραγμοί που τους αποτρέπουν από την πολιτική δεν θα τους σταματούσαν. Αν ήταν πάρα πολύ οργισμένοι θα γκρέμιζαν αυτούς τους φραγμούς.
Υπάρχουν περισσότερα κίνητρα για να εμπλακεί κανείς στην πολιτική όταν τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα από όταν τα πράγματα πηγαίνουν καλά. Αυτή ήταν μια από τις θεμελιώδεις διαπιστώσεις του Τόμας Χομπς όταν έκανε λόγο για τη λειτουργία του κράτους. Όπως γράφει ο David Runciman, χρησιμοποιώντας ως παραδείγματα δυο χώρες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους –τη Δανία και τη Συρία– η πολιτική στη Συρία είναι φρικτή: γι’ αυτό, όλο και περισσότεροι Σύριοι θέλουν να εμπλακούν σε αυτή ώστε να σταματήσουν τον Άσσαντ από το να ασκεί εξουσία προς όφελός του. Η οικογένεια Άσσαντ δεν βρίσκεται στην εξουσία διότι τα μέλη της ενδιαφέρονται για την πολιτική: είναι γκάνγκστερ και τύραννοι. Ο μοναδικός τρόπος να τους σταματήσει κανείς είναι να πάρει την πολιτική από τα χέρια τους. Από την άλλη πλευρά, η Δανία είναι μια απολύτως δημοκρατική και ευημερούσα χώρα όπου ο σημερινός ηγέτης ανήκει επίσης σε πολιτική οικογένεια: η πρωθυπουργός Χέλλε Τόρνιγκ-Σμιτ είναι παντρεμένη με τον Στήβεν Κίνοκ, τον γιο του πρώην ηγέτη του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας Νιλ Κίνοκ και της συζύγου του Γκλένις, η οποία υπήρξε ευρωβουλευτής και πρώην υπουργός ευρωπαϊκών υποθέσεων. Αυτό εκνευρίζει κάπως τους Δανούς, ιδιαίτερα από τότε που μαθεύτηκε ότι ο Κίνοκ δεν πλήρωνε φόρους, αλλά όχι αρκετά ώστε να θέλουν να πολιτευτούν στη θέση της Τόρνιγκ-Σμιτ. Εξάλλου, πάντοτε υπάρχει η αμφιβολία –η σχεδόν βεβαιότητα– ότι, ακόμα κι αν άνθρωποι με υψηλό ήθος και ικανότητες αναλάμβαναν την πολιτική, τα αποτελέσματα δεν θα ήταν καθόλου καλύτερα.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα