Περί ηγεμονικής κουλτούρας, ήθους και συμπεριφοράς - Της Σώτης Τριανταφύλλου
Παρατηρώ τη στάση των περισσοτέρων Ελλήνων (είναι άραγε αυτό που φαίνεται «πλειοψηφία» ή μήπως πλειοψηφία είναι ό,τι δεν φαίνεται;) μπροστά στα καθημερινά και χρόνια προβλήματά μας. Κυρίως, παρατηρώ τις μορφές συμπεριφοράς που θεωρούνται σωστές και δίκαιες, καθώς και όσες θεωρούνται «απαράδεκτες». Το σίγουρο είναι ότι ο πολιτισμός μας δεν περιλαμβάνει κοινό όραμα, αξίες, κανόνες, σύμβολα – είμαστε διχασμένοι ακόμα και ως προς την ίδια τη γλώσσα, πέρα από τις παραδοχές και τις πεποιθήσεις.
Στην Ελλάδα (και στη Γαλλία, αλλά πουθενά αλλού), ο κύριος κοινωνικός κορμός χαρακτηρίζεται από ερμηνείες, ψυχικές υποθέσεις και συλλογικές αξίες που αντιστοιχούν σ’ ένα πρώην πολιτιστικό περιθώριο. Ό,τι εκτυλίσσεται στο περιθώριο του ευρωπαϊκού πολιτισμού έχει καταλάβει κεντρική θέση στη σημερινή Ελλάδα. Επικρατεί μια κουλτούρα –όχι μόνον στον χώρο του πολιτισμού, αλλά σε όλους τους θεσμούς συμπεριλαμβανομένης της παιδείας, της πολιτικής, των ΜΜΕ– παραδοσιακή και, ταυτοχρόνως, δήθεν ανατρεπτική. Τα αξιακά και πολιτιστικά σκουπίδια εκτίθενται ως επιτεύγματα. Και η «κοινωνική ανατροπή» έχει γίνει το σύνθημα του βαθιά συντηρητικού κοινωνικού κομφορμιστή, του μικροαστού που προκύπτει από μια γραφειοκρατική, αντιπαραγωγική, κοινωνική οργάνωση.
Αντιμετωπίζουμε τον πολιτισμό μας με παραδοσιακό τρόπο, πλην όμως η ιστορική αφήγηση, οι τελετουργίες και τα σύμβολα είναι, θα λέγαμε, «αναθεωρητικά», υποκειμενικά και αντίστοιχα συγκεκριμένων, ανταγωνιστικών ιδεολογιών. Και παρότι η ερμηνεία και η αποτίμηση της ιστορίας μας παρουσιάζει ριζικές διαφορές εφόσον διϋλίζεται από αντίθετες ιδεολογίες, οι Έλληνες έλκονται από τα πολιτικά και πολιτιστικά άκρα με αποτέλεσμα να μοιάζουν μεταξύ τους – να εκδηλώνουν τις ίδιες ψυχικές και συμπεριφορικές ιδιότητες, παρόμοια αισθητική και ήθος.
Πρωταρχική τάση είναι η προσκόλληση είτε σε μια θρησκεία, είτε σε μια ιδεολογία, είτε και στα δύο. Η ελληνική κοινωνία δεν έχει εκκοσμισκευθεί, υπό την έννοια ότι δεν έχει αποκτήσει την ικανότητα της ορθολογικής αντίληψης του κόσμου: είναι επιρρεπής σε θυματολογία, ηρωολογία, μαρτυρολογία (σύμφωνα με τα θρησκευτικά πρότυπα: σταυρώσεις, αναστάσεις, αγιοποιήσεις κτλ), σε συνωμοσιολογία, σε μεταφυσικές ερμηνείες, σε περιφρόνηση της αστικής κοινωνίας (του νόμου, του πλαισίου κοινωνικής συμπεριφοράς, του εργασιακού ήθους) και σε υπερσυναισθηματική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Η «ανδροκρατική» μας κοινωνία, που παραβάλλει την ανατολίτικη αρρενωπότητα στη θηλυκότητα, έχει υπονομευθεί από εκθήλυνση των πολιτιστικών αξιών: για να το εκφράσω σχηματικά, όπως η αριστερά (η κάποτε διωκόμενη) επικράτησε στο κοινωνικό εποικοδόμημα –πολιτισμό, συνδικαλισμό, γλώσσα– η ελληνική ανδροκρατία υποχώρησε υιοθετώντας τον υπερσυναισθηματισμό που μας διακρίνει. Περάσαμε, τρόπον τινά, από μια νοσηρή κατάσταση σε μια άλλη.
Οι θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αξίες –καινοτομία, σταθερότητα, σεβασμός για τους ανθρώπους, αποδοτικότητα στην εργασία, ομαδικό πνεύμα, πίστη στην πρόοδο– μας διαφεύγουν. Και η ψυχολογία μας, όχι μόνο τα τελευταία χρόνια της κρίσης, χαρακτηρίζεται από αυτοκαταστροφικότητα, υπαρξιακό άγχος, παρανοειδείς ιδέες («μας επιβουλεύονται») και ανάγκη για «άμεση» ψυχαγωγία. Για όλα αυτά δεν ευθύνεται η κρίση, αν και έχει εντείνει τα φαινόμενα.
Αν δούμε τη χώρα μας μέσα από τη θεωρία των συστημάτων –ένα ενδιαφέρον πείραμα– θα εξηγήσουμε πώς αναπτύξαμε τη γραφειοκρατία και όλα τα συμπαρομαρτούντα για τη διατήρηση του status quo: για τους Έλληνες, πρώτιστης σημασίας είναι ασφάλεια του παρελθόντος και του μέλλοντος. Απορρίπτεται οτιδήποτε διαταράσσει το παρελθόν όπως το έχουμε φανταστεί και κατασκευάσει, καθώς και το μέλλον όπως μας βολεύει.
Η κοινωνία μας αποκτά λοιπόν μια (φαντασματική) συνοχή μέσω της απόρριψης των αξιών, όχι μέσω της ανάδειξής τους. Κοινές αξίες δεν φαίνεται να υπάρχουν: υπάρχουν ιδεολογικές αξίες, κομματικές κοσμοαντιλήψεις. Οι Έλληνες τείνουν να βλέπουν τον κόσμο όπως υπαγορεύει το ιδεολογικό τους «στρατόπεδο»: η ηθική των κομμουνιστικών κομμάτων σύμφωνα με την οποία το άτομο υποτάσσεται στην κομματική γραμμή έχει διαποτίσει ολόκληρη την κοινωνία. Επικρατεί οργανωτικό μοντέλο που περιλαμβάνει συναινετική σιωπή και συγκάλυψη για τα αρνητικά ενός ιδεολογικού χώρου, συστήματα ελέγχου εναντίον όποιων διαρρηγνύουν αυτή τη σιωπή (δυσφήμιση, character assassination), διαδικασίες παρακολούθησης, ιεραρχικές σχέσεις, τελετουργίες, ιστορίες και μύθους. Για παράδειγμα, όσα διαδραματίζονται στα ελληνικά πανεπιστήμια από το 1974 αποτελούν μια κουλτούρα μέσα στην ευρύτερη κουλτούρα, τη μικρογραφία μιας κοινωνικής δυστοπίας η οποία περιφράσσεται από τον νόμο περί ασύλου. Στην περίπτωση αυτή, μολονότι δεν πιστεύουμε στους νόμους και τους παραβιάζουμε με το επαναστατικό μας πνεύμα και τη διάθεσή μας για «πολιτική ανυπακοή», έχουμε προσκολληθεί στον νόμο περί ασύλου και τον ερμηνεύουμε στην κυριολεξία του, όχι ως προς το αληθινό του περιεχόμενο.
Αυτή η κοινωνική συγκόλληση είναι ευκαιριακή και εμπεριέχει τον κίνδυνο της ενδόρρηξης: όταν μας ενώνει η διαρκής παρόρμηση για επιδείνωση του κοινωνικού κλίματος –για εκδηλώσεις κοινωνικού μίσους, καταστροφή δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, ανάδειξη ηρώων από τον εγκληματικό πληθυσμό– βρισκόμαστε μπροστά σε μια αυταπάτη αλληλεγγύης και “togetherness”. Οι άνθρωποι που κινητοποιούνται στην κατεύθυνση της κοινωνικής διάλυσης δεν έχουν όραμα συνοχής, ούτε διαθέτουν τα μέσα για να επιτύχουν οποιοδήποτε όραμα: οι Έλληνες έχουν μάθει να ζουν σε περιβάλλον ασθενούς πολιτισμού χωρίς ευθυγράμμιση σε κοινές ηθικές και οργανωτικές αξίες. Όταν ο πολιτισμός είναι ισχυρός, οι άνθρωποι κάνουν αποτελεσματικά πράγματα, επειδή πιστεύουν ότι κάνουν το σωστό: αντιθέτως, όταν οι πολιτισμός είναι ασθενής, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος της αγελαίας σκέψης και πράξης με αποτέλεσμα (και αιτία) να καταδικάζονται σε σιωπή ή ιδιωτικό ψίθυρο όσοι δεν τις υιοθετούν. Ο ασθενής αυτός πολιτισμός έχει χαρακτηριστικά “tribal”: οι Έλληνες χωρίζουν τους άλλους σε «δικούς τους» και σε «εχθρούς τους», με παράλληλο εκφοβισμό της δεύτερης «φυλής» και επιστρατεύοντας τυραννικό ύφος ηθικού πλεονεκτήματος.
Για πολύ καιρό, η επιθυμία για κοινωνική αποδοχή έκανε τους Έλληνες να ψευτο-συμφωνούν ή να σιωπούν μπροστά σε μια απαράδεκτη πραγματικότητα. Με τα χρόνια, αμβλύνθηκε –αν υπήρχε ποτέ – το κριτήριο μεταξύ καλού και κακού, προόδου και αναχρονισμού, ρεαλισμού και ανεδαφικότητας. Όταν διαφωνούμε στην ερμηνεία βασικών εννοιών –τι είναι καλό, τι είναι κακό, τι είναι πρόοδος κτλ– επικρατεί έξαλλος υποκειμενισμός και, φυσικά, διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Όταν η κοινωνική συνοχή δεν αποτελεί κοινή αξία, παύει να υπάρχει. Όταν η εποικοδομητική κουλτούρα δεν αναγνωρίζεται ως αξία αλλά ως επαίσχυντος συμβιβασμός, δεν υπάρχει πνεύμα συνεργασίας, δεν υπάρχει καταμερισμός ρόλων, νόμιμος ανταγωνισμός, πρότυπα αριστείας: υπάρχει μετριότητα κι ό,τι βρίσκεται κάτω από τη μετριότητα.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα