Ελένης Λιντζαροπούλου, «Η εποχή των λέξεων» - Κριτική της Ελένης Σαραντίτη
Τα δάχτυλά μου καρδιοχτυπούσαν
ή μάλλον
φτεροκοπούσαν
καθώς έψαυαν
το μελίφθογγο μα ανήσυχο αντίδωρο της ψυχής σου·
προπαντός εκείνος ο αριστερός παράμεσος, με το κεχριμπαρένιο εφηβικό δαχτυλιδάκι,
αν είχε φωνή, θα το εμπιστευόταν στους κάβους της νότιας πατρίδας μου,
να το αποθέσουν στους βυζαντινούς ναΐσκους
που κουρνιάζουν στα βράχια τους απ' αιώνος
κι έπειτα να το παραδώσουν στα γειτονικά, αενάως μανιασμένα κύματα.
Δεν είχε όμως.
Κι έτσι, διστακτικά, στοχαστικά, το παρεχώρησε σ' εμένα·
που τόσα χρόνια πια, θήτευσα στην αλήθεια, μα και στην αίγλη των λέξεων,
κι έμαθα πώς να παραδίδω την μουσική τους στον γαλανό ζέφυρο
και στη θάλασσα, παραστάτισσα ψυχών ακαταπόνητων.
Στην Ε.Λ. από την Ε.Σ.
Στις άλογες μέρες που κατά καιρούς βιώνει ο άνθρωπος, στα παράλογα γεγονότα που επίμονα και συχνότατα τον δίωξαν ή τον καταπολέμησαν, στις άδικες και αδικαιολόγητες καταστάσεις που τον πλήγωσαν και τον αποθάρρυναν, στις συναντήσεις και γνωριμίες με ανήμερα πλάσματα, θα συμβεί, καμιά φορά, κάτι αναπάντεχο και ελπιδοφόρο: ένα γεγονός που θα τον ημερέψει, που δυνατόν να είναι αυτό λόγια που θα τον κανακέψουν και θα τον γλυκάνουν, χέρια χαϊδευτικά, μια ανατολή καταγάλανη, ένας κελαηδισμός, η βροχή στην πρασιά με τα χρυσάνθεμα και τις γαριφαλίτσες, τα μάτια μιας αγάπης, ή μπορεί και μιας ψυχής αποτυπώματα και ανθρώπου γνωρίσματα· χαρές και λύπες, πεθυμιές και μετανιωμοί, αγάπες κι αποχωρισμοί, ανταμώματα, λαχτάρες, προσδοκίες, μνήμες. Όλα, το παν που κάνει έναν άνθρωπο χαριτωμένο και εγρήγορο, το σύμπαν μιας εύφορης και ευφάνταστης ύπαρξης, λειασμένα και χαραγμένα σ' ένα βιβλίο. Σε μερικές μόνον τυπωμένες σελίδες μπορεί να καρτερούν ανυπομονώντας ο γλυκασμός και η πράυνση για να σου χαριστούν.
Αρκούν όμως κάποιες αράδες ποίησης για να σε απαλλάξουν από τα γνώριμα βάρη, τα δικά σου ή και του άλλου; Φθάνουν; Βεβαίως όχι, με την ποίηση δεν απαλλάσσεσαι· απλώς βρίσκεις συμπαράσταση, συμπόρευση, έναν ώμο να ακουμπήσεις αβρά και γλυκά. Ανακουφιστικά και ανεπιφύλακτα. Κι ακόμη, μια φωνή που ακούγεται αληθινή και στοχαστική. Κάποτε και παρηγορητική. Ιδού ορισμένα από τα –πολύτιμα– δώρα της ποίησης. Στην ποίηση δε της Ελένης Λιντζαροπούλου δεν θα περάσουν απαρατήρητες οι δωρεές αυτές. Διότι εδώ συμβαίνει ό,τι συμβαίνει με τα έργα τα καλά, γεννήματα ψυχής πάλλουσας: επενεργούν ιαματικά.
Ήδη με την πρώτη ποιητική συλλογή της, Ο πίθος των γυναικών, η οποία κυκλοφόρησε προ δυο ετών, αισθάνθηκα ότι μπήκα σε κήπους όπου ο λόγος, η σκέψη, η τέρψη, η κατανόηση και η θέαση των ατραπών νου και ψυχής, η γνώση του αληθινού και σταθερού, η συνειδητοποίηση καταστάσεων του παρόντος μα και του παρελθόντος, τα ανήσυχα ανθρώπινα όνειρα θάλλουν και ευωδιάζουν άλλοτε διακριτικά και λεπτά, άλλοτε με δύναμη και παραφορά. Ωστόσο, ευθύς εξαρχής, και παρότι ο λόγος της πολυσήμαντος, η ποιήτρια έδειξε ότι οι ηχηρές λέξεις, οι περίπλοκες, μακρές προτάσεις, δεν ανήκουν στις προτιμήσεις της. Λέξεις μετρημένες, κυριαρχούμενες από συστολή και φειδώ, πόσα και πόσα δεν εκφράζουν. Και τι δεν χαράσσουν. Και τι δεν κραυγάζουν, χαμηλοφώνως όμως, σαν σε εξομολόγηση:
ΚΡΑΥΓΑΖΩ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
To μι
Το σίγμα
Το ο μικρόν και μέγα
Κραυγάζω γράμματα
Τώρα που έχασα τις λέξεις...
έγραφε στον Πίθο των γυναικών· τι εικόνα! Και οι λέξεις λίγες, ελάχιστες, πλην αιχμηρές σαν λάμα, σαν κοπίδι. Και αντί για σελίδα βιβλίου πέτρα λεία, ζεσταμένη από τον ήλιο, ή μάρμαρο που αστράφτει στις πρωινές ακτίνες. Σεπτό ανάθημα στο μάγεμα του λόγου.
Κι εδώ, στην Εποχή των λέξεων; Ω, το βιβλίο θα μπορούσαμε και να το τιτλοφορήσουμε «Η εποχή της ανθοφορίας των λέξεων». Γιατί εδώ οι λέξεις ανοίγουν, ανθοβολούν, ευωδιάζουν. Κι ας μην είναι περίτεχνες, κι ας είναι αφτιασίδωτες και ας φείδεται κάπου κάπου η ποιήτρια:
ΑΠΛΟΤΗΤΟΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ Ι
...Το ποίημα δεν είναι σύννεφο να περάσει
είναι ποτάμι να συμπαρασύρει στο πέρασμά του
την σκόνη από τις ιδέες που γεννιούνται
και πεθαίνουν ως να πεις «τίποτα»
Αλήθεια είναι να την δεις
Όπως στην φράση
«Ο Θεός είναι απλός»
Που τρόμαξες να κατανοήσεις.
Ενώ στην αντικριστή σελίδα η Ελένη Λιντζαροπούλου συνομιλεί με τις λέξεις και για τις λέξεις:
ΑΠΛΟΤΗΤΟΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΙΙ
Ζηλεύω τ' άσπρα σου
τριανταφυλλάκια
Στολίζουν τ' ακούραστα
ποιήματά σου
Και τις περίτεχνες πλεξούδες λέξεων
«βήμα» και «ρήμα» και «ρίμα» και
«κρίμα»
Αρέσουν στ' αγόρια
κι είναι παράξενο πόσα πολλά είναι αυτά
συνωστισμένα
κάτω απ' τις βλεφαρίδες σου.
Η παραβίαση των καθορισμένων ορίων είναι ολοφάνερη και αισθητή στην ποίησή της, όπως και η σχέση της με το υπεραισθητό:
ΝΕΟΙ ΤΗΣ ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ
...Έχει πέσει στάχτη πάνω στις λέξεις μου.
Λάμπουν οι προθέσεις στο νου μου
και τα δάκτυλα σε ετοιμότητα
όμως στερεύει το νερό.
Αύριο πάλι.
Απόψε, θα ξημερωθώ
αναίτια
και ματαίως.
Κάποτε ο Γκαίτε (1749-1832) βρισκόταν στην πλατεία του Σαν Μάρκο στη Βενετία. Αποτραβηγμένος σ' ένα περίτεχνο τραπεζάκι του φημισμένου Καφέ Φλοριάν της Βενετίας, συζητούσε με έναν Έλληνα, άνδρα νέο, αριστοκράτη από τη Μονεμβάσια. Ήταν η εποχή όπου ο μεγάλος ποιητής και δημιουργός ενός τεράστιου έργου, έμενε (δυο ολόκληρα χρόνια, 1786- 1788) στην Ιταλία, χώρα που του χάρισε ένα από τα ωραιότερα έργα του, το Ταξίδι στην Ιταλία. Λοιπόν η συζήτηση αφορούσε μιαν όμορφη νέα που εκείνο το πρωινό αγωνιωδώς αναζητούσε με τα μάτια ο νεαρός Έλληνας. «Αδίκως την αναζητάτε εδώ στο καφέ. Και σε ολόκληρη τη Βενετία να την ψάξετε, δεν θα την εύρετε. Ανεχώρησε. Πάντως θα την ξαναδείτε. Αλλά όχι εδώ. Θα την καλέσετε κάποτε και θα σπεύσει...» είχε μιλήσει πάνω απ' το γεμάτο χαρτιά τραπεζάκι ο Γκαίτε, τακτικός θαμώνας του Καφέ Φλοριάν. Και ο ερωτευμένος Έλληνας, έκπληκτος και αναθαρρημένος, «Αλλά εσείς είσθε ποιητής. Δεν είσθε προφήτης...» παρατήρησε. «Μα, αγαπητέ! Από όλους εδώ μέσα, περισσότερο εσείς, λόγω καταγωγής, θα έπρεπε να γνωρίζετε πως ο ποιητής είναι και προφήτης!» απάντησε ο ποιητής κι είχαν μια απέραντη γλύκα ανάμεικτη με θλίψη τα μάτια του. Σάμπως να το είχε προφητέψει ο μεγάλος Γερμανός, ο άρχοντας Μονεμβασίτης την ξαναείδε την όμορφη νέα. Φευ, αργοπορημένα πολύ. Στο στερνό του όνειρο...
Εάν ο ποιητής δεν είναι και προφήτης, τότε η Ελένη Λιντζαροπούλου πώς είναι τόσο καίρια και ευθύβολη στους παρακάτω στίχους, από το ποίημα «Άκου Ισραήλ»;
Μα κι εσύ Κύριε
δεν έκανες κάτι
για να σε καταλάβω
Μόνο φωνές
«Κύριε Κύριε»
και σημεία ακατανόητα
«εν τη ερήμω»
Και στο υπέροχο, «Γνώση» τιτλοφορούμενο, να χρησμοδοτήσει αποπειράται, βεβαίως με τρέμουλο και με την ψυχή στο στόμα:
Ένα να ξέρεις
Θα παραμείνουμε
μόνο
σώματα
ή χείλη
αν δεν κατατεθούμε
Πρωτόπλαστοι
του έρωτα
Και λίγοι στίχοι ακόμη, όχι για να ολοκληρωθεί το σημείωμα με τα ειλικρινή και θερμά επιδοκιμαστικά σχόλια, αλλά για χάρη του αναγνώστη· να απολαύσει δηλαδή μόνος του τον λαμπρό ποιητικό λόγο της Ελένης Λιντζαροπούλου σε ώρες δύσθυμες, βαριές:
ΜΗΔΕΙΑ ΙΙ
Είναι φορές που ντύνεσαι στα λευκά,
τα πασχαλιάτικα,
όταν οι χρησμοί σου
επικυρώνονται
στα πρωινά δεσμωτήρια
[...]
Ο προπάππος σου ο Κάλχας
Το 'ξερε
Ποτέ δεν θα κατάφερνες
να δεις
με βεβαιότητα
Δεν ήταν που δεν είχες
το χάρισμα
Ο έρωτας όμως
αυτά τα χαρίσματα
και τις μαντεψιές
τα εξουθενώνει.
Εντυπωσιακοί οι δέκα πίνακες της Ιωάννας Ασσάνη, θάλλουν ορμητικοί συνυπάρχοντες αρμονικά με τον λόγο.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα