«Ζερμαίν»
Κάποιες σελίδες της Ιστορίας – και δυστυχώς είναι πάρα πολλές - αναμφισβήτητα δεν τιμούν το ανθρώπινο γένος. Το να τις απαριθμήσει κάποιος είναι πρακτικώς αδύνατον. Συνήθως, ωστόσο, θυμόμαστε με φρίκη τις πιο πρόσφατες και ειδεχθείς.
Στη Θεσσαλονίκη, πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατοικούσαν πενήντα έξι χιλιάδες Εβραίοι, που αποτελούσαν το ¼ του πληθυσμού της. Ελάχιστοι επέζησαν του Ολοκαυτώματος.
Τον Ιούλιο του ’42 οι Γερμανοί συγκέντρωσαν εννέα χιλιάδες άρρενες Εβραίους της πόλης στην Πλατεία Ελευθερίας και τους υπέβαλαν σε διάφορους εξευτελισμούς κάτω από τον καυτό ήλιο, όπως γυμναστικές ασκήσεις και ξυλοδαρμούς. Επτά χιλιάδες απ’ αυτούς στάλθηκαν στα περίχωρα για καταναγκαστική εργασία και πολλοί πέθαναν από ελονοσία και κακουχίες. Λίγους μήνες αργότερα οι Γερμανοί, με το πρόσχημα του αστικού σχεδιασμού, κατέστρεψαν το εβραϊκό νεκροταφείο, που ήταν ακριβώς εκεί που είναι σήμερα το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ενώ στις αρχές του ’43 όλοι οι Θεσσαλονικείς Εβραίοι υποχρεώθηκαν ν’ αφήσουν τα σπίτια τους και να εγκατασταθούν σε γκέτο. Σε κάρα μετέφεραν, οι δύσμοιροι, ό,τι μπορούσαν να σώσουν από τα υπάρχοντά τους. Στο μεταξύ, σύμφωνα με τους νόμους της Νυρεμβέργης, υποχρεώθηκαν να φορούν το κίτρινο άστρο.
Ας σημειωθεί εδώ, ότι οι κατακτητές λήστεψαν ένα τεράστιο μέρος της περιουσίας των ισραηλιτών. Τον Μάρτιο του ’43, μάλιστα, ιδρύθηκε η ΥΔΙΠ (Υπηρεσία Διαχείρισης Ισραηλιτικής Περιουσίας) που κατέσχεσε τις περιουσίες τους, από ζώα μέχρι μαγειρικά σκεύη. Το ίδιο συνέβη και στην Πρέβεζα και τα Ιωάννινα, με τη συμμετοχή – δυστυχώς – και τοπικών παραγόντων. Ταυτόχρονα, η τελευταία πράξη του δράματος έχει ξεκινήσει.
Από τον Μάρτιο έως τον Αύγουστο, ολόκληρα καραβάνια «υπανθρώπων» (Untermenschen) συγκεντρώνονται στου Βαρόνου Χιρς κι από εκεί οδηγούνται στο Σταθμό, όπου στοιβάζονται σαν τα ζώα στα τρένα του θανάτου για το Άουσβιτς. Συνολικά έφυγαν για την Πολωνία δεκαεννέα αμαξοστοιχίες - νεκροφόρες, που μετέφεραν πενήντα χιλιάδες Εβραίους. Επέστρεψαν χίλιοι εννιακόσιοι πενήντα…
Η δεκαεφτάχρονη Ζερμαίν, είναι το κορίτσι της διπλανής πόρτας: η αγαπημένη φίλη, η γειτόνισσα, η συμμαθήτρια. Πηγαίνει να συναντήσει τη μοίρα της χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, σε άφιλη γη. Να γνωρίζει άραγε ότι έχει ραντεβού με το θάνατο; Χωρίς αμφιβολία, πάντως, δεν θα φανταζόταν τίποτα απ’ αυτά που την περίμεναν, όταν κάθε πρωί χτένιζε τα όμορφα μαλλιά της, φορούσε τη μαθητική ποδιά, φιλούσε τη μητέρα της και ξεκινούσε για το σχολείο, όταν συμμετείχε σε αθώες εφηβικές συνωμοσίες, όταν έκανε την κυριακάτικη βόλτα της μπροστά από το Λευκό Πύργο, όταν μοιραζόταν τα πρώτα ερωτικά φτερουγίσματα με τη συμμαθήτρια κι αγαπημένη φίλη της, η οποία την παρακολουθεί να κατεβαίνει, σαν ομηρικός ήρωας, στον Άδη, ανήμπορη να τη βοηθήσει.
Η Ζερμαίν επιβιβάστηκε στην πρώτη αμαξοστοιχία, υπ’ αριθμόν Λβ964, για το καταραμένο κολαστήριο. Ήταν μία από τους δύο χιλιάδες οκτακόσιους μελλοθάνατους που μοιράστηκαν την ίδια τύχη.
Ένα λουλούδι, ένα λεύκωμα, μια ανάμνηση που καίει, μια πληγή που δεν κλείνει, ένα κορίτσι που θα μπορούσε να λέγεται Μαρία, Έστερ, Φατίμα, Ναντέντσκα, ένα πελώριο ΓΙΑΤΙ;…
Στη Ζερμαίν είναι αφιερωμένο το ποίημα με το οποίο συμμετείχα στο διεθνή ποιητικό διαγωνισμό με θέμα το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων και θα ήθελα πολύ, φίλοι μου, να μοιραστώ μαζί σας. Ένα ποίημα που, εδώ και χρόνια, χρωστούσα στον εαυτό μου. In memoriam…
Ζερμαίν*
Σαλονίκη, Μάρτης του ’43.
Καταραμένο πρωινό!
Παράλληλα βαδίζω με την πομπή των ζωντανών νεκρών,
από του Βαρόνου Χιρς ως το σταθμό.
Σου νεύω, σε κοιτώ, σπρώχνω μέσα στο πλήθος,
ιδρώτας στο πρόσωπο αρμυρός,
τα μάτια μου θολά.
«Ζερμαίν!»,
ακούω τη φωνή μου να ουρλιάζει,
- φωτιά μέσα στο στήθος –
ξανά και ξανά.
Μικρή βαλίτσα, μαύρο πανωφόρι,
κίτρινο άστρο στο μέρος της καρδιάς.
Στον ήλιο λάμπουν τα μαύρα σου μαλλιά!
Ανάμεσα σε πρόσωπα σκυφτά,
δεν μ’ ακούς, μήτε με βλέπεις,
μονάχα ολόισια στη μοίρα σου τραβάς.
Νέκυια!
Βαγόνια – νεκροφόρες περιμένουν στη σειρά.
Βαριά κλείνει πίσω σου με πάταγο η πόρτα.
Κάτι έσπασε μέσα μου με κρότο,
σε βλέπω μήπως για στερνή φορά;
Για μια στιγμή – πώς θα ‘θελα, Θεέ μου! –
στην αγκαλιά μου να σε σφίξω, όπως πρώτα!
Χρόνια μετά, κίνησα να σε βρω.
“Να σε γνωρίσω, θα καταφέρω τάχα;”,
μια σκέψη μού τυραννάει το μυαλό.
Άουσβιτς, τόπος μαρτυρίου.
Την Πύλη του θανάτου διαβαίνω και ριγώ.
Το όνομά σου ο άνεμος, θαρρείς, σφυρίζει,
ή μήπως είναι αγγέλων ψιθύρισμα γλυκό;
Χιλιάδες πανέμορφα λουλούδια,
- καθένα, μια ψυχούλα -
από το λίπασμα νεκρών.
Το πιο ευωδιαστό διαλέγω,
στον κόρφο το κλείνω με λαχτάρα˙
ξέρω πως είναι το σωστό.
Το λεύκωμα των σχολικών μου χρόνων ανοίγω τρυφερά.
Ζωγραφιές, ποιήματα, αγγελούδια, αθώα μυστικά…
Ψάχνω τη σελίδα.
Τα γράμματά σου αναγνωρίζω, στρωτά και πλαγιαστά:
«Θα σ’ αγαπώ για πάντα, λατρεμένη φίλη,
Ζερμαίν»
και δίπλα μια μικρή εφηβική καρδιά.
Ανάμεσα στις σελίδες κλείνω το λουλούδι.
Ναι, αγαπημένη, μαζί παντοτινά!
* Τιμήθηκε με το α΄ βραβείο στο Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης στην ελληνική γλώσσα, με θέμα «Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων», που προκήρυξε το Ευρωπαϊκό Κέντρο Τέχνης (EUARCE) της Ελλάδος με την τιμητική υποστήριξη της Αμερικανικής Οργάνωσης «Classrooms Without Borders» της Δυτικής Πενσυλβάνια, του Κέντρου Ανατολικοευρωπαϊκών και Ρωσικών Σπουδών και του Προγράμματος Εβραϊκών Μελετών του Πανεπιστημίου Pittsburgh (Η.Π.Α.), τιμώντας την 70ή επέτειο της λήξης του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και τη μνήμη του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος.
Συμπεριλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή «Απόπειρες», Χριστιάννα Λούπα, Εκδόσεις Ιωλκός (υπό έκδοση).
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα