Σμύρνη, ώρα μηδέν!
"Ο πατέρας μου αγαπούσε μεν τα άλογα, ιππασία, όμως δεν ήξερε. Καβάλησε, ωστόσο, ένα ήμερο, όμορφο, μαύρο άλογο και τράβηξε μέχρι την Αγία Άννα, ένα μέρος γεμάτο περβόλια. Προτού, όμως, φτάσει εκεί, σταμάτησε στη γειτονιά μας, τον Άγιο Τρύφωνα, για να δει τι κατάσταση επικρατούσε εκεί. Και καλύτερα να μην είχε πάει, να μην είχε δει. Έδεσε το άλογο έξω από την εκκλησία και μπήκε μέσα. Μέσα στον παγερό ναό βασίλευε νεκρική σιγή. Λιγοστό χρωματιστό φως από τα βιτρό παράθυρα έπεφτε πάνω στις τοιχογραφίες του θόλου.
Στ' αυτιά του αντήχησε σαν ηχώ η κυριακάτικη λειτουργία. Στα μάτια του πρόβαλε η ενορία που ερχόταν να εκκλησιαστεί τα πρωινά της Κυριακής, τα πεντακάθαρα κολλαρισμένα ρούχα των παιδιών, τα γαλήνια βλέμματα...
Η "Πλατυτέρα των ουρανών" έκλαιγε με λυγμούς. Πονούσε. Τόσο ψηλά δεν έφταναν για να καταστρέψουν. Κάτι μύριζε άσχημα. Πολλά παράθυρα σπασμένα από σφαίρες. Τα μανουάλια αναποδογυρισμένα. Κάτι πάτησε, γλίστρησε κι έπεσε: Ακαθαρσίες αλόγων. Το παγκάρι σπασμένο σε χίλια κομμάτια. Τα στασίδια αναποδογυρισμένα, κατεστραμμένα. Οι τοιχογραφίες πασαλειμμένες με κόπρανα. Σπιρτάδα ούρων διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Οι εικόνες; Πού ήταν οι εικόνες; Προχώρησε προς το Ιερό. Η Ωραία Πύλη ήταν ανοιχτή. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό. Η οσμή εμετική. Ένας διάκος σκοτωμένος κείτονταν αιμόφυρτος πάνω στην Αγία Τράπεζα, ανάμεσα σε ακαθαρσίες. Το αίμα σκούρο καφέ, σαπισμένο από μέρες. Το πρόσωπο εντελώς παραμορφωμένο, μελιτζανί. Τα μάτια ορθάνοιχτα, μη μπορώντας ωστόσο να δουν το λεφούσι από μύγες που ήταν κολλημένο πάνω στα αίματα και τα σκουλήκια που κατάτρωγαν αργά, αλλά σταθερά τα τουμπανιασμένα, άκαμπτα μέλη. Ο άνθρωπος αυτός δεν σφαγιάστηκε απλώς, αλλά πρέπει να μαρτύρησε με το χειρότερο τρόπο, όπως τόσοι άλλοι κληρικοί, που αποτελούσαν για τους υπανάπτυκτους Αγαρηνούς κόκκινο πανί.
_ Ήθελα να του κλείσω τα μάτια, μας διηγήθηκε αργότερα, δεν βρήκα όμως το κουράγιο να το κάνω.
Ζαλισμένος από το βουιτό των εντόμων, αηδιασμένος από τη μυρωδιά του σάπιου νεκρού σώματος μέσα στην κάψα του Σεπτέμβρη, βγήκε τρέχοντας από την πλαϊνή πόρτα, όπου έπεσε πάνω σ' ένα μπαούλο γεμάτο εικόνες. Τις είχαν μαζέψει οι Τούρκοι, προφανώς για να τις πάρουν αργότερα, μια και ήταν καμωμένες από ασήμι και χρυσάφι. Άνοιξε βιαστικά το μπαούλο κι αναζήτησε τη μικρή εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου - από τον οποίο είχε πάρει και τ' όνομά του - και της Αγίας Ελένης, που κάποτε ήταν τοποθετημένη σ΄' αριστερά της εισόδου της εκκλησίας. Αφού τη βρήκε, την έβαλε στο στήθος του, κούμπωσε το σακάκι του, καβάλησε το άλογο και έφυγε καλπάζοντας, αφήνοντας πίσω κονιορτό, ερείπια και χαλάσματα.
Το σπίτι μας έχασκε δίχως παράθυρα και πόρτες. Ο,τιδήποτε ξύλινο είχε καεί. Στο εσωτερικό, ό,τι δεν είχε καεί, είχε λεηλατηθεί. Η τέφρα σχημάτιζε ένα παχύ στρώμα στο δρόμο, στα πατώματα. Οι τοίχοι έστεκαν μπαρουτοκαπνισμένοι, θλιμμένοι, μόνοι. Πόσα χρόνια σ' αυτό το σπιτι! Αστραπιαία πέρασε από τα μάτια του ολόκληρη η ζωή του. Όπως στους ετοιμοθάνατους. Αναμνήσεις όμορφες, αναμνήσεις άσχημες. Τι σημασία έχει άλλωστε; Οι αναμνήσεις πάντα πονάνε, ακόμα και οι πιο γλυκιές. Έτσι κι αλλιώς, έφυγαν, πάνε, μαζί με τις στάχτες που τις παρέσυρε το απαλό αεράκι και τις σκόρπισε μακριά.
Πηγαίνοντας για την Αγία Άννα οι ακτίνες του ήλιου είχαν αρχίσει πια να γέρνουν. Σε πολλά σημεία οι δρόμοι ήταν απροσπέλαστοι. Σωροί από πέτρες και μπάζα έκλειναν τη δίοδο. Πτώματα διαμελισμένα και πεταμένα είχαν αρχίσει να σέπονται. Ήταν νωρίς το απόγευμα, όταν κάτι τράβηξε την προσοχή του. Κοντοστάθηκε. Ήταν βογκητά.
Κατέβηκε απ' το άλογο και άρχισε να ψάχνει από πού προέρχονταν, ώσπου μέσα σ' ένα λάκκο αντίκρισε ένα αγοράκι ίσα με επτά - οκτώ χρονών, σε άθλια κατάσταση. Καταλάβαινε όμως καλά. Γύρω, αποσυντεθειμένα πτώματα, με πλήθος εντόμων να περιφέρονται από πάνω σαν κοράκια. Το κεφάλι του δε θύμιζε πια κεφάλι, απ' τα χτυπήματα ήταν γεμάτο αυλακιές. Το είχαν στην κυριολεξία κάνει κιμά. Οι Τούρκοι νόμιζαν ότι το είχαν σκοτώσει, γι αυτό το άφησαν εκεί στο λάκκο. Ήταν όμως γραφτό του να ζήσει.
Αφού το έβγαλε απ' το λάκκο, ο πατέρας μου το ανέβασε στο άλογο, καλύπτοντάς το όσο μπορούσε με το σακάκι του, μαζί με την εικόνα και πήρε το δρόμο της επιστροφής..."
Από το βιβλίο "Μετά την Καταστροφή, Σμύρνη - Κατοχή", Χριστιάννα Λούπα, Εκδόσεις Ιωλκός 2003
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα