Ἕνα δάκρυ γιὰ τὴν Ἀθήνα - Του Σαράντου Καργάκου
Θυμαμαι τὸ μετοκατοχικὸ ἆσμα ποὺ προφητικὰ προέλεγε τὸ requiem τῆς Ἀθήνας: «Λὲς καὶ σ’ εἶχαν ἄχτι νὰ σὲ κάνουν στάχτη». Ἔζησα τὴν Ἀθήνα –καὶ μάλιστα σὲ ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνη ζώνη– λίγο μετὰ τὰ Δεκεμβριανὰ. Δὲν εἶχε τὰ χάλια τὰ σημερινά. Ἡ πόλη ἀνάπνεε. Ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια ἡ Ἀθήνα ἐξαφανίζεται λὲς καὶ βυθίζεται σὲ τάφο. Γίνεται μιὰ πόλη βουβὴ, ἄψυχη καὶ παγερὴ σὰν πτῶμα.
Ὁ ἄλλοτε μαγευτικὸς ἀττικὸς οὐρανὸς, ποὺ τὸν ὕμνησαν ἑκατοντάδες ποιητὲς καὶ μουσικοὶ, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι τὴν πρόσφατη ἐποχὴ, μοιάζει μὲ σάβανο. Ἀκόμα καὶ ἡ κραυγὴ ποῦ δονεῖ συχνὰ τὸν ἀέρα εἶναι πιὸ βουβὴ καὶ ἀπὸ τὴ σιωπή.
Μίλησα πιὸ πάνω γιὰ πτῶμα. Ἄς γίνω πιὸ ἀκριβής: Πρόκειται γιὰ ἕνα ζωντανὸ, ἀπειλητικὸ πτῶμα. Τὶ ἄλλο εἶναι ἕνας κόσμος ποὺ κινεῖται μὲ ταπεινωμένη καὶ θλιμμένη σκληρότητα; Μιὰ ἀπειλὴ αἰωρεῖται στὰ βλέματα τῶν περισσοτέρων. Τὸ χαμόγελο ἔχει πιὰ τελειώσει. Ὁ ἡττημένος πόλεμος ἔκλεισε τὸν κύκλο του. Τώρα ἀρχίζει ἕνας χαμένος πόλεμος. Τὶ νόημα θὰ ἔχει κι ἄν ἡ Ἑλλάδα ὀρθοποδήσει, ἄν δὲν θὰ ἔχει κανέναν νὰ τὴν κληρονομήσει; Γίνονται λίγοι οἱ Ἕλληνες στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λίγους λίγοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ λέγονται - καὶ κατ’ οὐσίαν νὰ εἶναι Ἕλληνες. Ἄραγε, θὰ μπορέσουμε νὰ νικήσουμε τὸ θάνατὸ μας; Αὐτὸ θὰ ἐξαρτηθεῖ ὄχι ἀπὸ τὸ τὶ σκεπτόμαστε γιὰ τὸν ἑαυτό μας ἀλλὰ ἀπὸ τὸ τὶ πράττουμε γιὰ τὸν ἑαυτὸ μας. Ὄχι, ὅμως, σὲ ἀτομικὴ ἀλλὰ σὲ συλλογικὴ διάσταση. Πρὸς τὸ παρὸν ὁ λαὸς μας ἐνεργεῖ ἔτσι ποὺ μετατρὲπει τὴ χώρα του –καὶ πρωτίστως τὴν πρωτεύουσα– σὲ θαμπὸ καθρέφτη. Ὅλα φαίνονται θολά. Ἀκόμη καὶ κάποιες πολυφωτισμένες αἴθουσες πλημμυρισμένες ἀπὸ ἕναν ἀλλόκοτο, ἀνήθικο, γλεντοκόπο, δουλοπρεπῆ κόσμο, χορτασμένο ἀπὸ τὸν αἰσθησιασμὸ καὶ τὴ μεγαλοψυχία, ἕνα κόσμο ποὺ ἀναδίδει τὴ νεκρὴ ὀσμὴ τῶν ἀνθέων ποῦ κοσμοῦν τὰ πολυτελῆ φέρετρα. Ὅλα παράγουν τὴ νεκρικὴ αἴσθηση μιᾶς διαβρωμένης σάρκας.
Ἡ Ἀθήνα, τὸ ἐπὶ αἰῶνες ἰοστεφὲς ἄστυ, μοιάζει μὲ πόλη ποὺ διάλεξε ὁ Διάβολος νὰ στηρίξει τὸ ἕνα του ποδάρι. Ἔχει χαθεῖ κάθε λογῆς ἱερότητα. Τίποτα πιὰ δὲν γεννᾶ ἔρωτα καὶ σεβασμό. Ὅλο μαρτυροῦν χαλασμό. Μιὰ πόλη ποὺ κατακτήθηκε καὶ λεηλατήθηκε χωρὶς πόλεμο. Τὸ σημερινὸ gratin, ὅ,τι δηλαδὴ μπορεῖ νὰ λέγεται ἀφρόκρεμα τῶν Ἀθηνῶν, εἶναι ἕνα «σμάρι», ἕνας συρφετὸς γεμάτος μεγαλομανία, μιὰ συμμορία βαθειὰ διεφθαρμένη καὶ ὑπερήφανη γιὰ τὴν ἠθικὴ της ἀναισθησία καὶ γιὰ τὴν ἔλλειψη καλαισθησίας. Καθὼς περπατῶ στοὺς ἔρημους δρόμους, στοὺς ἡμιφωτισμένους κεντρικούς δρόμους μὲ τὰ νεκρὰ μαγαζιὰ, θαρρῶ πὼς ὅλα ἐκπέμπουν μιὰ βουβὴ ἱκεσία, σὰν νὰ ζητοῦν λίγη συμπόνοια, λίγη βοήθεια. Κάτι σὰν θυμίαμα. Καὶ τὰ κτήρια ποὺ μοιάζουν μὲ ἀπεριόριστα μνήματα διευρύνουν τὴ θλίψη!
Σήμερα ὁ χειρότερος ἐχθρὸς μας δὲν εἶναι ἡ κρίση. Ἔχουμε περάσει πολύ χειρότερες στιγμές. Ἐχθρὸς τῆς Ἀθήνας εἶναι ἡ πλήξη. Οἱ παλαιοὶ κάτοικοι βλέπουν τὴ ζωὴ τους νὰ σβήνει σ’ ἕνα γερασμένο περιβάλλον σὰν νὰ μὴν εἶχε γνωρίσει ποτὲ νεότητα. Ἡ νεολαία εἶναι ὅ,τι πιὸ γερασμένο καὶ κουρασμένο σέρνεται σὲ τούτη τὴ σακατεμένη πύλη. Τὰ καφενεῖα ἦταν κάποτε προνόμιο τῶν γερασμένων. Τώρα, μὲ ποικίλες ὀνομασίες καὶ παραλλαγὲς, ἔγιναν φέουδα τῶν νέων. Κατανοητό. Ἡ Ἀθήνα ἔγινε μιὰ πόλη ποὺ σὲ γερνᾶνε ἀπὸ μικρό. Γιὰ τοὺς κατοίκους της εἶναι μιὰ ἄγνωστη πόλη. Μιὰ πόλη ποὺ σὲ παγώνει, ποὺ σὲ πληγώνει. Ἄν ἔλειπε ἡ Ἀκρόπολη, θὰ ἦταν βάλτους σὰν τὴν «καλὴ κοινωνία» τους. Φοβᾶμαι κάθε φορὰ ποὺ περνῶ ἀνάμεσα στὴν Ἀκαδημία καὶ στὸ Πανεπιστήμιο. Βλέπω παιδιὰ εἰκοσιπέντε ἐτῶν ποὺ ἔχουν τὸ μυστηριῶδες βλέμμα τῶν νεκρῶν. Λυπᾶμαι ἀλλὰ, παρὰ τὴ μεταπολιτευτικὴ κραιπάλη, δὲν ὀργανώσαμε πολιτικὴ ζωῆς. Ὀργανώσαμε πολιτικὴ θανάτου. Ὁ θάνατος τῆς Ἑλλάδος ἀρχίζει ἀπὸ τὸ θάνατο τῆς Ἀθήνας.
Πηγή: Κόντρα
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα