Της λίμνης τα παράδοξα
Πρόσωπα και γεγονότα δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.
Γράφει ο Γιάννης Γκλάβατος
(…) Και τότε την είδε να στέκεται δίπλα του. Στο πλάι του που λέμε. Δεν ήταν η εκχυλίζουσα θηλυκότητα της. Δεν ήταν σε αυτή την κομψή παρουσία η απερίγραπτη ωραιότητα και τα μάτια τα μπλε τα ασύλληπτα. Ούτε τα μακριά ολόμαυρα ίσια μαλλιά, το βλέμμα το σπαθάτο, οι χαριτωμένα ατίθασες κινήσεις. Όχι δεν ήταν αυτά που τον αναστάτωσαν. Ό ήχος της φωνής της ήταν και η οσμή της, η μυρουδιά της. Πράγματα που δεν περιγράφονται, μόνο να τα αισθανθεί μπορεί κάποιος(…). Όση ώρα της μιλούσε ένοιωθε την άχνα της ψυχής της να τον συνταράζει. Σαν να ανέπνεε μέσα από αυτή.
Πάτησε το κόκκινο κουμπάκι της μίζας και ο κινητήρας ζωντάνεψε με αυτό τον όμορφο μπάσο ήχο. Η Ντόλυ ποτέ δεν έλεγε όχι. Η Ντόλυ ήταν η μοτοσικλέτα, ο φορέας της περιήγησης. Την βάφτισε έτσι παίρνοντας την ιδέα από το όνομα του αλόγου(το οποίο μιλούσε) του Λούκυ Λούκ. Εξαιρετικής ποιότητας και υφής αυτό το πανέμορφο θηλυκό. Μονοκύλινδρο μεσαίου κυβισμού εντούρο, δηλαδή μοτοσικλέτα διπλής προσωπικότητας. Σε ταξίδευε. Σε πήγαινε παντού. Ίσως επηρεαζόμενος από αυτή το τελευταίο διάστημα έμπλεκε με γυναίκες διπλής προσωπικότητας. Μόνο που εκείνες δεν τον πήγαιναν παντού, μα μόνο εκεί που αυτές νόμιζαν ότι ήθελαν. Και αυτό το σημείο ήταν πάντοτε συγκεκριμένο.
Ο Φοίβος ήταν σε κακή διάθεση με πρησμένο το συκώτι. Ήταν 34 χρόνων και είχε λίγα χρόνια που επέστρεψε στην γενέτειρα του, τον Βόλο. Έφυγε στα 18 για σπουδές στην Βόρεια Αγγλία. Τελείωσε τις σπουδές(φυσικός) έκανε γρήγορα μεταπτυχιακό (περί κβαντικής φυσικής). Βρήκε εργασία. Μετά 4 χρόνια σκέφτηκε (τον ώθησε και καθηγητής του πού πίστευε πως είχε λαμπρό μυαλό) να αναλάβει εκπόνηση διατριβής. Δύσκολα πράγματα: δουλειά και διατριβή. Κουράστηκε. Ήταν και η ξένη χώρα. Η διαφορετική κουλτούρα, ο «γκρι» ουρανός, οι συνήθειες των ανθρώπων εκεί στα βόρεια, η αποτυχία της σχέσης με το κορίτσι από τις Σέρρες… από ένα σημείο και μετά όλα τον ενοχλούσαν. Αντίθετα ο φίλος και συμφοιτητής Μίλτος προσαρμόστηκε μια χαρά. Θεωρούσε την Αγγλία δεύτερη πατρίδα του. Έτσι είναι οι άνθρωποι: κάθε προσωπικότητα είναι ανεπανάληπτη, μοναδική.
Πήρε απόφαση. Γύρισε πίσω. Είχε και τους γονείς στον Βόλο… Και άρχισαν τα δύσκολα. Με την νοοτροπία που απέκτησε στην Αγγλία, αγνοώντας το άπρεπο ελληνικό γίγνεσθαι, ποτέ δεν φαντάστηκε ότι θα ήταν δύσκολο να βρει μια αξιοπρεπή εργασία. Σπουδές είχε, προϋπηρεσία σε μια διεθνή εταιρεία με όνομα, συστατικές επιστολές από πανεπιστήμιο και την εταιρεία, εργατικός, έξυπνος και ευγενής ήταν, γιατί όχι; Δεν περνούσε από το μυαλό του ότι εκεί που σταματά η λογική αρχίζει η ελληνική ζοφερή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που μπροστά της ωχριούν πολλές αρχαίες τραγωδίες. Τον προέτρεπαν φίλοι συγγενείς ακόμη και οι γονείς να κάνει αυτά που σιχαινόταν και του προκαλούσαν οίδημα στους όρχεις: πολιτικά γραφεία, υποσχέσεις, διαβεβαιώσεις, χονδροειδή και τερατώδη ψέματα. Τα τεκταινόμενα αυτά, αν δεν ήταν γελοία, θα μπορούσαν να ήταν αστεία. Ευτυχώς δεν υπέκυψε. Άκουγε και παραινέσεις του τύπου: «άντε πότε θα παντρευτείς;». Βέβαια δεν ήταν όλες από κακή πρόθεση, αλλά να παντρευτεί στηριζόμενος, από οικονομικής απόψεως, πού; Και από πάνω ανεχόταν τους βολεμένους, εκείνους πού μοναδικό προσόν είχαν την εμπορική σχέση με τον βουλευτή να του πετούνε αφ’ υψηλού την ειρωνεία τους: «τι έγινε πού βρίσκεσαι τώρα;» ενώ ήξεραν. Ή «τι ήθελες και γύρισες; Γιατί δεν έμεινες εκεί;». Κάποιοι προχωρούσαν πιο πολύ: «Άσε Φοίβε αν έχεις ανάγκη και παπούτσια γυαλίζεις». Ήξερε βέβαια πολύ καλά δύο συμμαθητές που είχαν προσκομίσει πλαστό πτυχίο και με αυτό τον τρόπο διορίσθηκαν. Ένας εξ αυτών ξεστόμισε την ρήση περί στιλβώματος υποδημάτων. Ο Φοίβος δεν απαντούσε. Χαμογελούσε. Χαμογελούσε και δεν απαντούσε γιατί είχε ακλόνητη, ακράδαντη προσήλωση και πίστη στις αρχές του δικαίου και της αξιοπρέπειας. Δεν πίστευε ότι τα πτυχία (ούτε η απουσία τους) κάνουν τον άνθρωπο. Ρομαντικός; Ίσως… Αλλά κάποτε το χαμόγελο μπορεί να παγώσει και αν παγώσει το χαμόγελο εκκινεί η ψυχή να αφυδατώνεται, να μαραίνεται να ξεραίνεται…
Όμως με τους ρομαντικούς τους έντιμους, τους γνήσιους, τους εργατικούς, οδεύει η κοινωνία και η πολιτεία ψηλά. Όχι με τους κλέφτες και τους αριβίστες καιροσκόπους. Απλά πράγματα… Είσαι καθαρός ή βρώμικος.
Από δουλειά το μόνο που είχε βρει (και δύσκολα) ήταν εποχιακές εργασίες, πεντάμηνα κ.τ.λ. και φυσικά πολλές από αυτές όχι γραφείου. Παντού πήγαινε. Προς το παρόν, άνεργος. Επτά μήνες από την τελευταία σύμβαση. Λίγα κακοπληρωμένα, μαύρα μεροκάματα σε κτήματα μακρινού γνωστού, εννοείται από το πρωί ως το βράδυ.
Παρκάρισε την Ντόλυ εκεί που απλωνόταν ευθεία μπροστά η λίμνη Κάρλα. Είχε επισκεφτεί πιο παλιά το μουσείο λιμναίου πολιτισμού του ΚΕ.ΜΕ.ΒΟ. στο χωριό Κανάλια και τoν εντυπωσίασε. Έμαθε πολλά τα οποία αγνοούσε για την τοπική ιστορία και για αυτή την ιδιότυπη κοινωνία που ζούσε μήνες μέσα στην λίμνη. Για το γυναικοκρατούμενο χωριό τους μήνες που έλειπαν οι άντρες, τις καμπάνες πού χτυπούσαν όταν υπήρχε ομίχλη για να προσανατολίζονται τα πλεούμενα, την γιορτή της αμυγδαλιάς και τόσα άλλα. Η επίσκεψη σε συνδυασμό με την φυσική έλξη που είχε προς το υδάτινο στοιχείο έκαναν, τώρα δίπλα στην λίμνη, την ψυχή του να ελαφρώνει, να ίπταται, να ευαρεστείται, να χαίρεται. Τα προβλήματα και τα αδιέξοδα δεν εξαφανίζονταν, όμως ελάφρυναν. Και όπως τα «καράβια» της Κάρλας έβρισκαν την πορεία τους από τις καμπανοκρουσίες, έτσι και αυτός άρχιζε να αχνοδιακρίνει μονοπάτια που πιθανώς οδηγούσαν σε λύσεις. Μια λύση, εύκολη, η επιστροφή στην Αγγλία. Οι επαφές υπήρχαν.
Άναψε τσιγάρο ατενίζοντας την λίμνη μέσα από τον καπνό. Τα νερά της δανείζονταν το χρώμα του ουρανού. Ο ορίζοντας αποκτούσε βάθος. Η μέρα ήταν υπέρλαμπρη. Το φως έλαυνε στην ψυχή του και διεύρυνε το πνεύμα του.
Και τότε την είδε να στέκεται δίπλα του. Στο πλάι του που λέμε. Δεν ήταν η εκχυλίζουσα θηλυκότητα της. Δεν ήταν σε αυτή την κομψή παρουσία η απερίγραπτη ωραιότητα και τα μάτια τα μπλε τα ασύλληπτα. Ούτε τα μακριά ολόμαυρα ίσια μαλλιά, το βλέμμα το σπαθάτο, οι χαριτωμένα ατίθασες κινήσεις. Όχι δεν ήταν αυτά που τον αναστάτωσαν. Ό ήχος της φωνής της ήταν και η οσμή της, η μυρουδιά της. Πράγματα που δεν περιγράφονται, μόνο να τα αισθανθεί μπορεί κάποιος. ΝΑ ΕΧΕΙ Ο ΙΔΙΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ. Και ο Φοίβος την είχε.
• Πως από εδώ; τον ρώτησε. Του ήρθε έτσι αβίαστα και της περιέγραψε όλη την ζωή του. Όση ώρα της μιλούσε ένοιωθε την άχνα της ψυχής της να τον συνταράζει. Σαν να ανέπνεε μέσα από αυτή. Είχε την εντύπωση ότι μιλούσε σε ένα εξαιρετικά οικείο και γνώριμο πρόσωπο, αν και μπέρδευε τα λόγια του.
• Και εσύ πως από εδώ; την ρώτησε στο τέλος.
«Είμαι νεράιδα, κατοικώ στην λίμνη Κάρλα και μάλλον είμαι η νεράιδα σου. Με φωνάζουν Άρτεμη και, για να σε προλάβω, η θεά του κυνηγίου είναι πρόγονός μου. Υποθέτω ξέρεις και λίγο κολύμπι», ήταν η απάντησή της. Το μόνο που τον πείραξε ήταν η λέξη «μάλλον». Η λογική του επαναστατούσε αλλά υποτασσόταν στο συναίσθημα και σε αυτά που έβλεπε και άκουγε. Άλλωστε δεν υπάρχει μόνο μία πραγματικότητα (κάτι ίσως έχει να πει πάνω σε αυτό η κβαντική φυσική), ενώ γεγονός είναι ότι η κάθε πραγματικότητα ερμηνεύεται. Ο Φοίβος ο φυσικός δεν εντόπιζε τίποτε τα αφύσικο. Το λιμναίο αεράκι κυμάτιζε τα μαλλιά της Αρτέμιδος και η οσμή της συνεπικουρούμενη αγκάλιαζε τον Φοίβο. Και των δύο οι ψυχές χρειάζονταν ίαση, γιατρειά.
Παράμερα, αθέατοι, τρεις φτερωτοί κύριοι* είχαν πιάσει κουβέντα. Έδειχναν φίλοι εγκάρδιοι, μιλούσαν σε χαρούμενο τόνο. Ο καθένας είχε πάνω από μια ιδιότητα. Ενώ μιλούσαν αρκετά δυνατά, ο ήχος της ομιλίας τους ήταν αισθητός μόνο μεταξύ τους. Οι δύο εξ αυτών είχαν και την ιδιότητα του ταχυδρόμου. Το όνομα του πρώτου ταχυδρόμου διερμηνευόταν ως: «Ο Κύριος θεραπεύει». Ό έτερος είχε επινοήσει την λύρα, ενώ είχε λάβει δώρο από τον πατέρα του το ραβδί του πλούτου και της ευτυχίας. Ο τρίτος κύριος οπλοφορούσε. Φλερτάριζαν τα τρία αυστηρά, αδέκαστα και όμορφα κορίτσια** που κάθονταν ακριβώς απέναντι τους έκλωθαν και σιγομιλούσαν; Ή αποτελούσαν μια ανώτερη σύνοδο, που αποφάσιζε για τον Φοίβο και την Άρτεμη;
Ίσχυε το δεύτερο χωρίς να αποκλείεται εντελώς το πρώτο. Ο πρώτος αγγελιοφόρος ήταν εισηγητής χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Ό ήλιος εκπορευόταν από τα μάτια της Άρτεμης- έτσι το έβλεπε ο φυσικός-. Η νεράιδα ένοιωθε ανάπηρη την ζωή χωρίς τον Φοίβο δίπλα της. Για πάντα…
Αν υπάρχει πραγματική αγάπη, πήρε υπόσταση, υλοποιήθηκε εκεί, παράκτια της Κάρλας.
Η ουσιαστική επικοινωνία τους ήταν μη λεκτική, μα τόσο εκπληκτική και άμεση.
Κοινωνία ψυχών, συντροφική πτήση πνευμάτων, αγαλλίαση ζωής.
Κέφι και σφρίγος.
Η νεράιδα δίνοντας το μαντήλι της στον εκλεκτό της ίππευσε την Ντόλυ αγκαλιάζοντας τον. Αυτός πάτησε το κόκκινο κουμπάκι της μίζας. Ήταν ζευγάρι αδιάσπαστο και θα ζούσαν μαζί για πολλά πολλά χρόνια. Και το πιο σημαντικό: θα ζούσαν με αγάπη και ευτυχισμένοι…
___________________________________________________________
*Τα ονόματα των τριών φτερωτών κυρίων: Ραφαήλ ,Ερμής, Έρωτας.
**Τα ονόματα των κοριτσιών: Κλωθώ, Λάχεσις Άτροπος.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» της πόλεως του Βόλου και σε ελληνόφωνη – αγγλόφωνη εφημερίδα του εξωτερικού.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα