Ανταπόκριση από την Αμερική - Της Σώτης Τριανταφύλλου
Γράμματα στον Άγιο Βασίλη
Διαβάζω στο περιοδικό “Atlantic” γράμματα Αμερικανών πολιτών στον Ντόναλντ Τραμπ ή περί του Ντόναλντ Τραμπ: μερικοί από τους αποστολείς είναι ψευτο-liberals που βλέπουν με καχυποψία τη Χίλλαρυ Κλίντον· άλλοι είναι παραδοσιακοί συντηρητικοί πατριώτες· μερικοί συμπαθούν περισσότερο τον Μπέρνι Σάντερς – αλλά δεν τον ψηφίζουν επειδή «δεν θα μπορέσει να εφαρμόσει το πρόγραμμά του». Τα περισσότερα γράμματα στον Τραμπ δεν έχουν καμιά σχέση με την ιμπεριαλιστική και μισαλλόδοξη φρενίτιδα του ίδιου του Τραμπ: κυρίως πρόκειται για απλούς ανθρώπους που πιστεύουν στα αμερικανικά πρωτεία, στην αμερικανική εξαίρεση, την οποία, κατά τη γνώμη τους, δεν εξυπηρέτησε ο Ομπάμα. Πολλοί από αυτούς καταλαβαίνουν πόσο χυδαία είναι η συμπεριφορά του υποψηφίου για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών –στα γράμματά τους τον παρακαλούν να υπακούει στους κανόνες της ευπρέπειας– αλλά θεωρούν ότι αυτή η χυδαιότητα ενέχει κάποια ειλικρίνεια. Οι Αμερικανοί της ενδοχώρας πιστεύουν ότι τα μέλη της ελίτ –στην οποία ανήκει η Χίλλαρυ Κλίντον–διαθέτουν μεν ευγένεια, αλλά ότι οι τρόποι τους είναι ψεύτικοι.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι μια φρικαλεότητα: οι ψηφοφόροι του όμως δεν είναι απαραιτήτως φρικαλέοι, μολονότι σίγουρα υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό άξεστων, “ugly Americans” από εκείνους τους χριστιανοφασίστες που παίζουν με όπλα και δεν ξέρουν τίποτα για τίποτα. Οι περισσότεροι ψηφοφόροι του Τραμπ ανησυχούν για την εύθραυστη οικονομία (τα ΜΜΕ την παρουσιάζουν πιο εύρωστη απ’ ό,τι είναι πραγματικά), για τις φυλετικές σχέσεις (ισχυρίζονται ότι αυξάνεται η επιθετικότητα των Μαύρων και το έγκλημα στις μαύρες κοινότητες) και για τον ρόλο των ΗΠΑ στον κόσμο. Το σύνθημα που τους συγκινεί μοιάζει με εκείνο του Ρόναλντ Ρέγκαν: “The pride is back” και “Let’s make America great again”. Ο καθένας ερμηνεύει με τον τρόπο του αυτά τα συνθήματα: μερικοί πιστεύουν στον αμερικανικό απομονωτισμό –ότι οι ΗΠΑ πρέπει να συγκεντρωθούν στο εσωτερικό τους και να μην ασχολούνται με δαπανηρές και αδιέξοδες ξένες υποθέσεις– ενώ άλλοι θα ήθελαν να εφαρμόσει hard power και να κατατροπώσουν τους εχθρούς τους.
Ένα άλλο ζήτημα που τους απασχολεί και φαίνεται ιδιαίτερα πιεστικό είναι η δημογραφική αντικατάσταση: το συρρικνούμενο ποσοστό λευκών στον γενικό πληθυσμό και οι πολιτισμικές του συνέπειες. Το πρόβλημα δεν έχει εύκολη λύση, δεν μπορεί κανείς να επιδοθεί σε κοινωνική μηχανική. Αλλά, εδώ μπαίνει το ζήτημα της νοσταλγίας το οποίο ανακινεί ο Τραμπ με τον θορυβώδη τρόπο του και ο Μπέρνι Σάντερς με πιο διακριτικό και καλοήθη: τόσο οι ψηφοφόροι του Τραμπ όσο και του Σάντερς είναι νοσταλγικοί – πιστεύουν σε μια μεγαλειώδη Αμερική που ακτινοβολεί σε όλον τον κόσμο. Με αυτό το όραμα, ο Τραμπ προχωρεί στον καθυστερημένο, ευσεβή Νότο, προχωρεί και στον βιομηχανικό, φιλελεύθερο Βορρά: παρασύρει Προτεστάντες, Καθολικούς, στρώματα με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και με ρατσιστικές πεποιθήσεις. Ωστόσο, οι θεοσεβούμενοι δεν μπορούν να ταυτιστούν με τον Τραμπ: έχει κάνει τρεις γάμους, βγάζει λεφτά από καζίνα, κατηγορείται για απάτες, έχει ανάρμοστη αμετροέπεια· δεν είναι πρότυπο χριστιανού. Υπόσχεται όμως ότι θα παραχωρήσει περισσότερες εξουσίες στις χριστιανικές εκκλησίες και προπάντων διατυπώνει με απλά (υπερβολικά απλά) λόγια το ταυτοτικό πρόβλημα.
Αν θέλει κάποιος να ψηφίσει έναν έντιμο άνθρωπο θα ψηφίσει τον Μπέρνι Σάντερς. Οι ψηφοφόροι του Τραμπ ξέρουν το ποιόν των υποψηφίων: κανείς δεν κατηγορεί τον Σάντερς για ψέματα ή διαφθορά. Απλούστατα, λένε, ο Σάντερς έχει ευρωπαϊκό σχέδιο κι «εμείς δεν θέλουμε να γίνουμε σαν την Ευρώπη» ή «δεν είμαστε τόσο προοδευτικοί». Παρ’ όλ’ αυτά, όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 57% των οπαδών του Δημοκρατικού Κόμματος πιστεύει ότι «ο σοσιαλισμός θα ωφελούσε την Αμερική». Και ο Μπέρνι Σάντερς δηλώνει σοσιαλιστής χωρίς αυτό να μειώνει τη δημοτικότητά του.
Η αμερικανική πραγματικότητα είναι σύνθετη και οι υπεραπλουστεύσεις, ακόμα και σε ό,τι αφορά το πορτρέτο του ψηφοφόρου του Ντόναλντ Τραμπ, οδηγούν σε ασυνάρτητα συμπεράσματα. Πώς σχολιάζει κανείς το ότι 60% των Αμερικανών θα ψήφιζε για πρόεδρο έναν μουσουλμάνο αν, κατά τα άλλα, ικανοποιούσε τα κριτήρια; Σήμερα, μετά την οκταετία του Ομπάμα, το 92% των Αμερικανών θα ξαναψήφιζαν Μαύρο πρόεδρο, ενώ το ίδιο ποσοστό θα ψήφιζε gay ή λεσβία. Τα γράφω αυτά για να ερμηνεύσω την επιείκεια του κοινού έναντι του Ντόναλντ Τραμπ: οι Αμερικανοί νοσταλγούν τη δεκαετία του 1950 αλλά αποφασίζουν με τα δεδομένα του 2016 – ένα τόσο κραυγαλέο άτομο δεν θα μπορούσε να σταθεί δημοσίως στη δεκαετία του 1950. Kανείς από το πολιτικό mainstream δεν έμοιαζε με τον Τραμπ στη δεκαετία του 1950: ακόμα και ο Τζόζεφ Μακάρθυ, παρότι γραφικός, ήταν σοβαρότερος.
Ο πυρήνας της νοσταλγίας είναι, νομίζω, ο Νόμος και η Τάξη. Οι νοσταλγικοί επιθυμούν αυταρχικότερο καθεστώς κι έναν πρόεδρο που να «μη ζητάει συγνώμη για τη Χιροσίμα». (Έτσι εξέλαβαν μερικοί το ταξίδι του Ομπάμα στην Ιαπωνία). Οι ψηφοφόροι του Τραμπ δεν ελκύονται από το αξιακό του σύστημα (το οποίο είναι αμφίβολο), αλλά από την αγωνία ότι η χριστιανική λευκή ταυτότητα υποσκελίζεται και ξεθωριάζει μαζί με την παγκόσμια αμερικανική ηγεμονία.
Αυτή τη στιγμή, ο Τραμπ φαίνεται να αποκτά πολλές πιθανότητες – η υποψηφιότητά του άρχισε σαν φάρσα αλλά εξελίχθηκε σε μια χοάνη από Ρεπουμπλικάνους, Tea Partiers, μικροεπιχειρηματίες, συνταξιούχους και βετεράνους που ίσως είχαν ψηφίσει Ομπάμα: όλοι αυτοί παραπονιούνται για την υπερβολική υποχωρητικότητα του Νόμου έναντι των εγκληματιών, για την affirmative action που προωθεί τις μειονότητες παραμερίζοντας τους λευκούς και για την αδιαφορία του Κατεστημένου για τον «μικρό άνθρωπο». Και ως «μικροί άνθρωποι» γράφουν επιστολές στον Ντόναλντ Τραμπ, όπως θα έγραφαν στον Άγιο Βασίλη, περιγράφοντας την κατάσταση στη γειτονιά ή στο χωριό τους: μερικοί είναι εξοργισμένοι επειδή πιστεύουν ότι οι λευκοί έχουν γίνει τα σύγχρονα θύματα των φυλετικών διακρίσεων– άλλοι επειδή αποτιμούν τόσο αρνητικά την προεδρία Ομπάμα ώστε χρειάζονται ένα αντιστάθμισμα.
Συνεχίζω να πιστεύω, αν και με λιγότερη βεβαιότητα, ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ. Στηρίζω μερικές από τις ελπίδες μου στα σοβαρά στελέχη των Ρεπουμπλικανών, όπως ο Μαρκ Σόλτερ, ο Ντέιβιντ Ρος Μέιερς ή ο Έλιοτ Κόεν – ένα αποφασιστικό μέρος των ψηφοφόρων του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, κυρίως οι μορφωμένοι, οι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων και οι γυναίκες, θα προτιμήσουν να ψηφίσουν τη Χίλλαρυ Κλίντον μολονότι ήταν, είναι και θα είναι εξαιρετικά αντιπαθής. Εκτός αν όλα ανατραπούν, αν γίνει κάποιο ατύχημα, αν απέναντι στον Τραμπ βρεθεί ο Μπέρνι Σάντερς. Σ’ αυτή την περίπτωση, νομίζω ότι ο σοσιαλισμός, παρά τη δημοφιλία του, δεν θα επικρατήσει.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα