Η γιαγιά μου - Του Πέτρου Δ. Καψάσκη*
Ήταν μια λαμπρή και ηλιόλουστη Παρασκευή του Μάη του έτους 1994. Η άνοιξη έμπαινε από τα ορθάνοιχτα παράθυρα του σχολείου, γεμίζοντας την αίθουσα με γύρη και λευκά χνούδια που χόρευαν ανέμελα στο βελούδο του αέρα, κάθονταν πάνω στις κεφαλές μας και ύστερα αναπηδούσαν στα θρανία. Ήταν μια από αυτές τις μέρες που κράτησαν μόνο μια στιγμή αλλά που ίσως με συντροφεύουν για χρόνια. Η τάξη της τρίτης δημοτικού του τμήματός μου είχε μόλις τελειώσει τη γυμναστική στον προαύλιο χώρο και ετοιμαζόταν για την τελευταία ώρα του μαθήματος. Η επιστροφή μας συνοδευόταν πάντοτε από βοές και ήχους γέλιων και πειραγμάτων στα οποία πρωτοστατούσαν συνήθως τα πειραχτήρια της τάξης και συγκεκριμένα η ταπεινότητά μου η οποία στα μαθητικά της χρόνια ανήκε σε εκείνα τα αγγελάκια...που στον ποπό φέρουν ουρά. Ήμουν με άλλα λόγια ο πονοκέφαλος των συγγενών και ο μπελάς των ξένων. Εκείνη την ημέρα, ακόμα και ο πιο ήσυχος μαθητής της τάξης δυσκολευόταν να παρακολουθήσει τον καθηγητή, ιδίως όταν είχε προηγηθεί το μάθημα της γυμναστικής που είχε πάντοτε την μαγική ικανότητα να μας ροδίζει τα μάγουλα, να μουσκεύει τις μπλούζες και τα μαλλιά μας. Ήμασταν όλοι αφηρημένοι. Άλλοι ζωγράφιζαν και άλλοι μιλούσαν, άλλοι πάλι περίμεναν καρτερικά το ρολόι να δείξει 13.30 έχοντας εξαφανίσει τουλάχιστον '20 λεπτά πριν χτυπήσει το κουδούνι τετράδια, βιβλία και κασετίνες από το θρανίο τους. Στα τελευταία δέκα λεπτά του μαθήματος, όσο έβλεπα έξω από το παράθυρο την γιαγιά μου να με περιμένει, τόσο περισσότερο αυξανόταν η επιθυμία μου για μια σοκολάτα. Φτάνοντας στο σπίτι άφηνα αμέσως την τσάντα του σχολείου στον καναπέ και έτρεχα φουριόζος στο σαλόνι για να παίξω, εννοώ να κάνω ζημιές. Ο παππούς βέβαιος ότι ο Αττίλας είναι πλέον εντός των πυλών δυνάμωνε κλιμακωτά την φωνή της τηλεόρασης σε σημείο τέτοιο που μερικές φορές καθίστατο αναγκαίο να επικοινωνούμε με νοήματα. Μετά το μεσημεριανό φαγητό η γιαγιά φρόντιζε τον παππού και του ετοίμαζε για να ξεκουραστεί ώστε να μπορεί μετά ελεύθερα να παρακολουθήσει μαζί μου την σειρά ''Το Μικρό σπίτι στο λιβάδι'' που έπαιζε τότε καθημερινά στην ΕΡΤ. Η ίδια συνήθιζε να έρχεται λίγο πριν αρχίσει το έργο με έναν μεγάλο δίσκο γεμάτο από γλυκίσματα και σιγοτραγουδούσε ''Sul mare luccica l'astro d'argento, placida e' l'onda prospero e' il vento. Venite all'agile barchetta mia, Santa Lucia! Santa Lucia!
Εκείνη την ημέρα όμως είχε αργήσει περισσότερο από το σύνηθες και οι τίτλοι του έργου την έβρισκαν ακόμα στην κουζίνα.
- Γιαγιά! Έλα γρήγορα, αρχίζει! Της φώναξα από το καθιστικό εκεί κοντά στο τζάκι. Ακούγοντας τις πρώτες νότες της εισαγωγής η γιαγιά άφησε ό,τι έκανε και ήρθε επί τροχάδην στο σαλόνι με τα χέρια φορτωμένα λιχουδιές. Πορτοκαλάδες, σοκολάτες, κουλουράκια (ζεστά), καραμέλες και γλυκό του ταψιού με παγωτό. Τα ακουμπούσε πάνω στο τραπέζι και καθόταν στην ξύλινη κουνιστή καρέκλα της. Μέχρι να πετάξει την ποδιά από πάνω της η τηλοψία έδειχνε τα παιδιά να τρέχουν στο χρυσό κάμπο, τα άλογα καμαρωτά μέσα στη στάνη, τα όμορφα ξύλινα σπιτάκια δίπλα στη λίμνη και εκείνη μην μπορώντας να κρατηθεί αναφωνούσε με φωνή που προερχόταν από τα βάθη της ψυχής της ''Παναγιά μου ομορφιές,'' κοιτάτε, κοιτάτε ωραία πράγματα!
Αφού έπαιρνε μια ανάσα, μου ανακάτευε τα μαλλιά θωπεύοντας το κεφάλι μου, με κοιτούσε με αυτά τα μεγάλα γελαστά της μάτια και μου έλεγε με αποφασιστικό τόνο στη φωνή: ''άνθρωπος που δεν αγαπά τη μουσική, τα ζώα και τα φυτά δεν μπορεί να λέγεται άνθρωπος''.
*Πέτρος Δ. Καψάσκης
Υποψήφιος διδάκτωρ Πολιτιστικής Διπλωματίας
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα