Η Ρίτσα Μασούρα συνομιλεί με τον Αντώνη Σατραζάνη*, φιλόλογο, ιστορικό και συγγραφέα
Γνωρίζω ότι έχετε σπουδάσει και ζήσει στο Παρίσι. Θα ήθελα λοιπόν να μου περιγράψετε τηλεγραφικά τις πιο δυνατές και εύγλωττες εικόνες από εκείνη την περίοδο, τολμώντας μια σύγκριση και με το σημερινό Παρίσι.
Η δεκαετία που έζησα στο Παρίσι, πράγματι σημάδεψε την κατοπινή μου πορεία όχι μόνον στα Γράμματα αλλά και στην καθημερινή μου ζωή. Επηρεασμένος από την σκέψη του Νίτσε, πάντα είχα στο νου μου τα λόγια του. «Ένας διανοούμενος δεν έχει άλλη πατρίδα στην Ευρώπη εκτός από το Παρίσι».
Στο τέλος της δεκαετίας του ’70 και λίγο μετέπειτα, στο Παρίσι, ζούσαν ακόμα περίφημοι διανοητές που ο Λόγος τους ήταν ζωντανός, οικείος σε εμάς τους έλληνες φοιτητές, που κάποιοι τουλάχιστον διψούσαμε για γνώση. Προσωπικά, ευτύχησα να σπουδάσω σε ένα περίφημο Πανεπιστήμιο, αυτό της Σορβόννης, και να παρακολουθήσω ειδικά σεμινάρια για τους υποψήφιους διδάκτορες στο θαυμαστό College de France, και είχα την ευκαιρία να ακούσω σπουδαίους Δασκάλους. Τον Κ. Θ. Δημαρά, την Αικατ. Κουμαριανού, τον Σπ. Ασδραχά, την Ελένη Αντωνιάδου, τον Κ. Αξελό, τον Κ. Καστοριάδη, την Αρβελέρ, τον Mario Vitti… και τόσους άλλους. Έλληνες και Γάλλους. Δημιουργήθηκαν και δυνατές φιλίες. Δεν μπορώ να ξεχάσω για παράδειγμα την στενή μου φιλία με τον καθηγητή Γ. Κουκουλέ, γιο του περίφημου βυζαντινολόγου Φαίδωνος Κουκουλέ, και τις ατέλειωτες συζητήσεις μας.
Υπήρχε μια ζεστασιά εκ μέρους των Γάλλων για εμάς τους Έλληνες που την εισπράτταμε ποικιλοτρόπως. Αυτά σε επίπεδο, σπουδών και συναναστροφών. Υπήρχε φυσικά και η καθημερινότητα. Το άγχος της επιβίωσης, το νοίκι, το φαγητό, η στέγαση κλπ. Η άλλη πλευρά, η φωτεινή όπως μ’ αρέσει να την αποκαλώ, ήταν αυτή της νιότης. Ο Χέμινγουεϊ είχε πει πως, «Αν έχεις ζήσει στο Παρίσι όταν ήσουν νέος, τότε, όπου και να πάς την υπόλοιπη ζωή σου, το κουβαλάς πάντα μαζί σου».
Μου άρεσε η επικοινωνία με τους ανθρώπους διαφόρων εθνικοτήτων, η ανταλλαγή απόψεων, και αν αυτό γινόταν σε έναν περίπατο στον Σηκουάνα ή σε ένα μπιστρό, ή ακόμα σε ένα φοιτητικό δωμάτιο, γινόταν ακόμα πιο δελεαστικό. Το Παρίσι του σήμερα, αν εξαιρέσουμε τον τρόμο που ζει εξαιτίας των πρόσφατων γεγονότων, λυπούμαι που το λέω αλλά για τους περισσότερους είναι..Ντίσνειλαντ… με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Τέλος, θα ήθελα να θυμίσω μια φράση του Γιάννη Ψυχάρη, αυτού του περίφημου γλωσσολόγου ουσιαστικά, που έζησε και δημιούργησε στο Παρίσι. « Στη Γαλλία τα οφείλω όλα».
Αγάπησα τη Γαλλία, αποτελεί ένα μεγάλο και καθοριστικό κομμάτι της ζωής μου, την τιμώ όταν μου δίνεται η ευκαιρία, αλλά και αυτή, ως στοργική μητέρα με περιβάλλει με την στοργή της. Για μένα πάντα υπήρξε μια ζεστή αγκαλιά. Με έχρισε Ιππότη των Τεχνών και των Γραμμάτων. Και όπως το γνωρίζετε, δεν το κάνει αυτό σε οποιονδήποτε. Πολλές φορές σκέφτηκα πως έπρεπε να μείνω εκεί, στην άλλη μητέρα πατρίδα, όταν η Ελλάδα με πληγώνει, και με πληγώνει συχνά.
Είστε και συγγραφέας – πείτε μου για τη συγγραφική σας εμπειρία, για τον τρόπο επιλογής του αντικειμένου του βιβλίου σας και τον τρόπο, ει δυνατόν, επεξεργασίας ενός τεράστιου όγκου πληροφοριών που αναζητήσατε και βρήκατε.
Ο χώρος της ιστορικής έρευνας αποτελούσε πάντα το πεδίο των επιστημονικών, και κατ΄ επέκταση των συγγραφικών μου αναζητήσεων. Η μνήμη, η ιστορική μνήμη κατέχει τον πρωταρχικό ρόλο στις αναζητήσεις μου και στις έρευνές μου. Από την μια η πατρώα γη η Θεσσαλονίκη και από την άλλη το Παρίσι. Προσπάθησα να τα συνταιριάξω. Μια καλή αφορμή αρχικά ήταν η προσέγγιση των δύο πόλεων με τη μέθοδο της λεγομένης «Ποιητικής της πόλης».
Με τον όρο «λογοτεχνία της πόλης», όπως παρατηρήθηκε, ή αλλιώς «λογοτεχνία του άστεως – αστική λογοτεχνία», δεν αναφερόμαστε βέβαια σε κάποιο πάγιο και θεσμοποιημένο στο χώρο της ποιητικής λογοτεχνίας είδος. Πρόκειται περισσότερο για επιλογή μιας οπτικής γωνίας ενός μεθοδολογικού στόχαστρου. Για το πώς δηλαδή η αυθεντική και συγκεκριμένη πόλη αποτυπώνεται και διαθλάται στη λογοτεχνία.
Με σύγχρονους όρους, θα λέγαμε ότι διαμορφώνεται μια έντεχνη «αστική ανθρωπολογία», η οποία καταγράφει και αποκρυπτογραφεί τους κώδικες της κοινωνικής συμπεριφοράς στους χώρους της πόλης. Τα πρόσωπα εμφανίζονται αχνά, υπολειτουργώντας, μπροστά στην πρωταγωνιστική αδηφαγία της πόλης. Οι πόλεις της λογοτεχνίας έχουν τη δυνατότητα, αλλά και την ευκολία να αλλάζουν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη-περιπατητή.
Μια άλλη αφορμή ήταν ο α΄ παγκόσμιος πόλεμος και η παραμονή της Γαλλικής Στρατιάς στη Θεσσαλονίκη. Ασχολήθηκα πολύ με το θέμα αυτό και έγραψα ορισμένα πονήματα, σε ένα θέμα αδιερεύνητο, αναφορικά με το Ανατολικό Μέτωπο. Οι Γάλλοι ξέρετε, δεν έδωσαν μεγάλη σημασία στα τεκταινόμενα και στις μάχες στο Μακεδονικό Μέτωπο, αφού τους απασχολούσαν περισσότερο αυτά που συνέβαιναν στο Δυτικό Μέτωπο.
Οι πληροφορίες αλλά και οι πηγές που αναζήτησα ήταν περίπου ανάμεσα στην αχλή της λήθης και της άγνοιας. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Πλήθος μαρτυριών από τα περίφημα επιστολικά δελτάρια που έστελναν οι στρατιώτες στην πατρίδα τους από το περιχαρακωμένοι στρατόπεδο της Θεσσαλονίκης. Και απ’ όλα αυτά ξεπήδησε η αίγλη της Θεσσαλονίκης, της πολυεθνικής, της πολύπαθης Θεσσαλονίκης, της πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης. Εσχάτως, πάλι με οδηγό τη μνήμη, αποφάσισα να… δραπετεύσω από τον χώρο της επιστημονικής έρευνας και να … μετακομίσω στη λογοτεχνία.
Εδώ και καιρό, πάντα με οδηγό τη μνήμη, συνθέτω κάποια διηγήματα που ουσιαστικά, αποτελούν ψήγματα της παιδικής μου ηλικίας στην πατρώα γη. Όταν τα ολοκληρώσω θα αποτελέσουν το πρώτο μου βήμα, μετέωρο ίσως σε έναν άλλο χώρο του μύθου αλλά και της πραγματικότητας. Ξέρετε, είμαι από τους τελευταίους του κύκλου της περίφημης «Διαγωνίου» του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Εκεί, στο χώρο αυτόν είχα την ευκαιρία και τη χαρά να γνωρίσω και να κουβεντιάσω με πολλούς λογοτέχνες της αμφιλεγόμενης «Σχολής της Θεσσαλονίκης», ένα θέμα που θα κουβεντιάσουμε μιαν άλλη φορά.
Η Θεσσαλονίκη, όπου σήμερα ζείτε, αίρει στους ώμους της εξαιρετικά σπάνιους συμβολισμούς που χάνονται ανάμεσα στην καθημερινότητα και σ’ αυτό που αποκαλούμε εξέλιξη. Εσείς τι θα θέλατε να αναδείξετε από τους συμβολισμούς της πόλης σας;
Η Ανατολή της Δύσης και η Δύση της Ανατολής. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη κατάφορτη με μνήμες από το παρελθόν. Από την εποχή της ίδρυσής της μέχρι σήμερα, οι άνθρωποι που έζησαν και δημιούργησαν στην πόλη και την ευρύτερη περιοχή, άφησαν τα αποτυπώματά τους σε κάθε σπιθαμή γης.
Αρχαιότητες από την ελληνιστική εποχή, μακεδονικοί τάφοι, σπαράγματα ναών, εξαιρετικές τοιχογραφίες. Δημόσια κτίσματα από την ρωμαϊκή εποχή, η περίφημη Εγνατία οδός, η Αγορά, το αυτοκρατορικό συγκρότημα.
Εκκλησίες από τη βυζαντινή εποχή διακοσμημένες με απαράμιλλης ομορφιάς τοιχογραφίες και ψηφιδωτά. Περίφημα λουτρά, κρήνες και δημόσια κτίρια από την οθωμανική περίοδο, καθώς και σύγχρονες δημιουργίες και κατασκευές που κοσμούν και διευκολύνουν την καθημερινή ζωή των κατοίκων και των επισκεπτών της.
Η ίδια η πόλη φέρει στα σωθικά της μια ιστορία πολλών αιώνων. Υπήρξε πράγματι ένα σταυροδρόμι λαών, πολιτισμών και θρησκειών. Το μαρτυρούν τα μνημεία της. Οι μικρές και μεγάλες αυτές ανακαλύψεις, οι επιστημονικές υποθέσεις και απόψεις τους, είτε αυτές επαληθεύονται, είτε ξεπερνιούνται από νέες ανακαλύψεις, ζωντανεύουν τις συλλογικές μνήμες της Θεσσαλονίκης. Αποκαλύπτουν άγνωστες εικόνες του παρελθόντος οι οποίες, παρότι επιμελώς κρυμμένες, φαίνονται οικίες, σαν να αποτελούν τη φυσική αλληλουχία των γεγονότων μιας πόλης με συνεχή αστικό βίο 23 ολόκληρων αιώνων. Όμως, λυπούμαι που το λέω αλλά η Θεσσαλονίκη, ζει στην σκιά της Αθήνας. Τι ήταν η Αθήνα στον 18ο και 19ο αιώνα; Και τι ήταν η Θεσσαλονίκη. Αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Βλέπετε τι γίνεται με τους Θεσσαλονικείς που μετακομίζουν στην Αθήνα. Όλοι διαπρέπουν και η Αθήνα με μια μεγάλη αγκαλιά τους υποδέχεται και δεν τη νοιάζει αν είναι θεσσαλονικείς. Μας διακατέχει ένα σύνδρομο ζήλειας αδικαιολόγητο. Ένα πλέγμα κατωτερότητας που αυτό συχνά μεταφράζεται σε μικροκακίες. Όταν ακούω τον χαρακτηρισμό «συμπρωτεύουσα» θλίβομαι και οργίζομαι συγχρόνως. Τι σημαίνει αυτό; Η Ελλάδα έχει πρωτεύουσα και είναι η Αθήνα. Παρεμπιπτόντως, την Αθήνα την λατρεύω κι εσύ ειδικά το γνωρίζεις αυτό, και την αγάπη μου αυτή την εκδηλώνω. Είμαι περήφανος για την πρωτεύουσά μας. Δυστυχώς, υπάρχουν ακόμα κάποιοι εδώ που καλλιεργούν αυτό το κλίμα της αντιπαλότητας. Τραγωδία δηλαδή.
Του Αγίου Δημητρίου η πόλη γιορτάζει την απελευθέρωσή της. Γίνονται εκδηλώσεις, παρελάσεις (με έκτροπα καμιά φορά). Ποια είναι η γνώμη σας για τη μνήμη, κυρίως τη συλλογική μνήμη και ποιος στις μέρες μας σκύβει πάνω της και παλεύει γι αυτήν;
Η πόλη της Θεσσαλονίκης μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου απέκτησε μοιραία μια νέα θρησκευτική, κοινωνική και πολιτισμική δομή και έως τον 9ο αιώνα παρέμεινε ένα επαρχιακό πολιτιστικό κέντρο με ιδιαίτερη ακτινοβολία.
Η ευημερία της αυτοκρατορίας και ο ρόλος που έπαιξε η Θεσσαλονίκη στη σχέσεις Ανατολής-Δύσης ευνόησαν την άνθιση των γραμμάτων στην πόλη από τον 11ο αιώνα και μετά. Στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα η πνευματική ζωή της πόλης είχε άμεση σχέση με τις διάφορες κοινωνικές εξελίξεις που παρατηρούνται σε ολόκληρη την επικράτεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Συγχρόνως, η προώθηση της σκέψης διαμέσου των κλασικών διδαγμάτων προκάλεσε την πνευματική και εθνική αναγέννηση σε ολόκληρη τη Μακεδονία, συνέβαλε στην ανάδειξη της ελληνικής πολιτιστικής παράδοσης. Η φυσιογνωμία του εκατόνταρχου του ρωμαϊκού στρατού Δημήτριου και κατόπιν Άγιου, πέρασε ανά τους αιώνες ως προστάτη Αγίου της πόλης και δέθηκε με τις υπόλοιπες δοξασίες των κατοίκων της. Ο «ωραίος λοχαγός» όπως μ΄αρέσει να τον αποκαλώ, μέχρι σήμερα ασκεί αυτήν τη γοητεία και επιρροή και είναι ένα πολύ ευαίσθητο θέμα αναφορικά με την αγάπη των Θεσσαλονικέων για την πόλη τους. Κοιτάξτε τώρα, από τις αρχές Οκτωβρίου του 1912 η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο με την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, έχοντας ως συμμάχους τη Βουλγαρία και τη Σερβία. Θέατρο των επιχειρήσεων, η περιοχή της Μακεδονίας.
Όμως, από την αρχή των εχθροπραξιών υπήρχε σοβαρή διαφωνία μεταξύ του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο διάδοχος επιθυμούσε πρώτα την κατάληψη του Μοναστηρίου προς Βορρά, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας την πιθανότητα να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από το βουλγαρικό στρατό, πίεζε τον Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς τη φυσική πρωτεύουσα της Μακεδονίας, μια περιοχή με στρατηγική σημασία, η απελευθέρωση της οποίας αποτελούσε διακαή πόθο του Ελληνισμού.
Τελικά, ο Κωνσταντίνος πείθεται με τη μεσολάβηση του πατέρα του, συνετού βασιλιά Γεωργίου Α’, και στις 25 Οκτωβρίου η εμπροσθοφυλακή του ελληνικού στρατού φθάνει προ των πυλών της Θεσσαλονίκης. Είχε προηγηθεί η καθοριστική νίκη στην σκληρή και πολύνεκρη μάχη των Γιαννιτσών, που είχε κάνει ευκολότερη την προέλαση του ελληνικού στρατού. Ο Χασάν Ταχσίν Πασάς, αυτός ο σώφρων Οθωμανός ευπατρίδης που υπερασπιζόταν τη Θεσσαλονίκη δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να ζητήσει μια έντιμη συμφωνία για την παράδοση της πόλης. Μάλιστα είχε δηλώσει πως θα παραδώσει την πόλη από αυτούς που την πήρε.
Κατά την άποψή μου, αυτός ο άνθρωπος έπρεπε να τιμηθεί από την πόλη μετά θάνατον. Να δοθεί το όνομά του σε κάποιο δρόμο της Θεσσαλονίκης ας πούμε. Ο γιος του, ο Κενάν Μεσαρέ, ο Κενάν Μπέης όπως ήταν γνωστός εδώ, υπασπιστής του τότε αλλά και σπουδαίος καλλιτέχνης, αποθανάτισε τις σκηνές αυτές της παράδοσης της πόλης σε θαυμάσιους πίνακες. Πρέπει να συμπληρώσω επίσης πως εκείνες τις κρίσιμες μέρες υπήρξαν κι άλλοι μνηστήρες που καλόβλεπαν τη Θεσσαλονίκη.
Ωστόσο, σήμερα δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν πως δεν επρόκειτο για απελευθέρωση αλλά για κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό, και η Θεσσαλονίκη έγινε ελληνική με την έλευση των προσφύγων από τη Μ. Ασία και τον Πόντο.
Έχετε στα σκαριά νέο συγγραφικό έργο κι αν ναι, τι πραγματεύεται;
Ένας ερευνητής, ιστορικός, δεν πρέπει να εφησυχάζει ποτέ. Η έρευνα και η συγγραφή αποτελούν τον τρόπο ζωής του. Με ελκύουν πάρα πολύ τα γεγονότα της εποχής του α΄ παγκοσμίου πολέμου, που όπως γνωρίζεις η Θεσσαλονίκη είχε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, τόσο με την αποβίβαση των Αγγλογάλλων, όσο και με την δημιουργία της προσωρινής Κυβέρνησης από τον Ε. Βενιζέλο.
Ήταν η εποχή που αποκαλούμε «Εθνικό Διχασμό». Συνέβησαν πολλά τότε, όσα συμβαίνουν όταν ο Ελληνισμός διαιρείται. Μίση, πάθη, εκδικητικότητα κλπ. Δύο από τους βασικούς συνεργάτες του Βενιζέλου στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας, ήταν οι αδελφοί Μαζαράκη- Αινιάν. Ο Κωνσταντίνος και Αλέξανδρος. Υπήρχε όμως και ο τρίτος που διέμενε στην Αθήνα. Ο Περικλής, ανώτατος υπάλληλος της Νομαρχίας Αττικής, συγχρόνως λόγιος και ιστοριοδίφης. Ξυλοκοπήθηκε άγρια στα σκαλοπάτια της Παλιάς Βουλής από τους οπαδούς του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Τα μίση και τα πάθη που σας έλεγα. Κρατούσε όμως ένα ημερολόγιο που είναι πολύ σημαντικό. Το ημερολόγιο αυτό λοιπόν μου το εμπιστεύτηκε ο ανεψιός του ο κ. Ιωάννης Κ. Μαζαράκης Αινιάν, Γενικός Γραμματέας του Εθνικού Ιστορικού Μουσείο των Αθηνών. Έχω σκύψει λοιπόν εδώ και αρκετό καιρό πάνω σ΄αυτό, ώστε να δημοσιευτεί με τα ανάλογα προφανώς ιστορικά σχόλια. Εδώ, επιτρέψτε να συμπληρώσω πως προσφάτως, έχω ολοκληρώσει ένα μεγάλο ιστορικό πόνημα διανθισμένο με πολλές και σπάνιες φωτογραφίες με τίτλο. «Θεσσαλονίκη. Στιγμές ιστορίας». Έκδοση του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.
Πριν από τα Χριστούγεννα θα παρουσιασθεί επίσημα στο κτίριο της Παλιάς Βουλής.
Κλείνοντας θέλω να σας ρωτήσω υπό την ιδιότητα του πατέρα δύο νέων ανθρώπων πώς αντικρίζετε με βάση τα δικά σας βιώματα το μέλλον των νέων μας και πώς εκτιμάτε ότι θα εξελιχθούν τα πράγματα με τους νέους τελικούς αποδέκτες;
Υπάρχει ένα θαυμάσιο κείμενο του Κορνήλιου Καστοριάδη με τίτλο, η άνοδος της ασημαντότητας. Η επιλογή των καταλληλότερων είναι η επιλογή των καταλληλότερων προς επιλογήν. Αυτοί οι τυχαίοι και αναπόφευκτοι ηγέτες τοποθετούνται επικεφαλής του τεράστιου γραφειοκρατικού μηχανισμού που λέγεται σύγχρονο κράτος και που είναι οργανικός φορέας και παραγωγός μιας καλπάζουσας ανορθολογικότητας. Οι κατέχοντες την εξουσία ας αναλογιστούν επιτέλους τη βαρύτητα των λόγων του Κικέρωνα: «Η διοίκηση μιας κυβερνήσεως καθώς και μιας κηδεμονίας δεν πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του κηδεμόνα αλλά του κηδεμονευομένου». Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει «τρόφιμους» ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Τη μνήμη της μακραίωνης παράδοσης του λαού μας σε καιρούς ακμής αλλά και σε αιώνες διωγμών; «Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι»; Είχε τονίσει ο Γ. Σεφέρης. Ο σημερινός Έλληνας θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει το είναι του, δηλαδή, την ίδια την καθημερινότητα του, όπως αυτή εκπορεύεται από τις ηθικές αξίες και τις γενικότερες αρχές του. Ο περιορισμός της άκριτης καταναλωτικής μανίας, η εξάλειψη της κακοδιοίκησης, η έμπρακτη «κατάργηση» των πελατειακών σχέσεων, αποτελούν σκληρά αθλήματα για τον νεοέλληνα. Η μονοδιάστατη αναγωγή «απολαύσεων» και «πόνων» σε μια ενιαία κλίμακα αποτίμησης παραπέμπει στο ωφελιμιστικό σύστημα του Τζέρεμι Μπένθαμ. Διακρίνουμε δηλαδή τη φιλοσοφική θεώρηση της ανθρωπότητας σαν ένα πλήθος από ζωντανές αριθμομηχανές για τον υπολογισμό κερδών και ζημιών, μηχανές που η καθεμιά δεν κάνει τίποτα άλλο απ’ το να επιδιώκει τη μεγιστοποίηση της απόλαυσης. Ο περίφημος Μοντεσκιέ το είχε τονίσει. Ο κάθε πολίτης έχει την υποχρέωση να πεθαίνει για την πατρίδα του, όμως κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να ψεύδεται για χάρη της.
Το υπόβαθρο αυτής της ασχήμιας είχε θεμελιωθεί νωρίτερα βέβαια με τις απίστευτες ενέργειες του 1976. Το “ψωμί, παιδεία, ελευθερία” έγινε κλειστό πανεπιστήμιο. Το ταγάρι της Πόπης έγινε Λουί Βιτόν. Ήδη τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη γιατί αυτοί είναι γεμάτοι από τον πλούτο των αρχαίων Ελληνικών. Η σύγχρονη κοινωνία είναι μια κοινωνία μουδιασμένη και βυθισμένη στην κοινοτοπία και την μετριότητα. Ο σύγχρονος άνθρωπος αρνείται πεισματικά τον εαυτό του ως δύναμη και επιθυμία δημιουργίας.
Ο Νίτσε είχε πει πως ο άνθρωπος όπως και η υπόλοιπη έμβια φύση κινείται από την βούλησή του για επικράτηση. Σύμφωνα με τον Νίτσε, η Δημοκρατία είναι το τέχνασμα, η μέθοδος των μετρίων να επικρατήσουν έναντι των αρίστων που αναπόφευκτα θα ξεχώριζαν διαφορετικά. Οι ταλαντούχοι, οι εργατικότεροι, οι πιο αποφασιστικοί, οι εξυπνότεροι, οι πραγματικά ισχυροί θα επικρατούσαν έναντι των πολλών άλλων.
Σας ευχαριστώ πολύ
Κι εγώ
*Ο Αντώνης Δ. Σατραζάνης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Ελληνική Φιλολογία. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία με μεταπτυχιακές σπουδές στο Universite de la Sorbonne Paris III και στο Universite de la Sorbonne Paris IV, απ’ όπου έλαβε και το διδακτορικό του δίπλωμα. Έχει εργαστεί ως επίκουρος καθηγητής στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διευθύνει το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης. Ασχολήθηκε με θέματα νεοελληνικής φιλολογίας και ιστορίας, σε τομείς που αφορούν το νεοελληνικό διαφωτισμό, αλλά και τη νεότερη εποχή. Έχουν εκδοθεί μελέτες και βιβλία του.
Πηγή: Global View
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα