Κείμενο αφιερωμένο στον Έντγκαρ Άλαν Πόε
Μια μέρα του Οκτωβρίου του 1849…
Νομίζω πως τα πράγματα γύρω μου είναι βαμμένα με ένα τόσο φωτεινό χρώμα, που με τον τρόπο τους μου λένε να φύγω…. Γιατί τι δουλειά έχει άραγε το απόλυτο σκοτάδι, η μοναχική θλίψη, με τα χρώματα του ουρανού;
Και τότε ίσως προλάβω να σχηματίσω στο κάτωχρο πρόσωπο μου ένα μοναχά χαμόγελο, κοιτώντας ευθαρσώς και απευθείας τα χρώματα αυτά απέναντι μου. Και να γελάσω, ναι να γελάσω! Όμως δεν είμαι παρανοϊκός….
Απλά γνωρίζω πως καιρό πριν, τα ίδια αυτά χρώματα, ήταν βροχή και συννεφιά σε ένα γκρίζο τοπίο και πως δίχως αυτά, δεν θα στέκονταν απέναντι μου να με γιουχάρουν έτσι. Μπορεί κάποτε όταν αυτά θα έχουν ξεθωριάσει πια από τους ορίζοντες μπροστά μου, να λάμψω και εγώ αντλώντας δύναμη από την υπομονή, τα δάκρυα και τις εκφράσεις λύπης και θυμού οι οποίες στολίζαν κατά καιρούς το πρόσωπο μου….
Κατά βάθος απεύχομαι αυτή η ομιχλώδης έμπνευση που με ακολουθεί να κρατήσει για πάντα, όσο όμορφη και αν είναι η έλξη που ασκεί στο μυαλό μου το άγνωστο του σκότους! Δεν μπορεί ή μάσκα που θα αφήσει πίσω του ο εαυτός μου μια μέρα, να είναι η λυπημένη έκφραση μιας μισοτελειωμένης υπόθεσης! Δεν μπορεί τα λιγοστά χρώματα του ουρανού μου να με εγκαταλείψουν στο απόλυτο σκότος και έρεβος! Δεν είναι δυνατόν οι σκέψεις μου, να ποτιστούν τόσο από τις καταιγίδες οι οποίες βρέχουν μέσα μου ώστε τελικά να θολώσουν και να μην βγάζουν κανένα νόημα πια! Δεν πρέπει το φως να με ξεχάσει και στο τέλος να καταντήσω μια σκιά στο κόσμο του λυκόφωτος…
Πρέπει να βγω από τον εαυτό μου, δεν επιτρέπω το σκοτάδι να με μετουσιώσει σε ένα άνοστο δείπνο, σε μια νύχτα δίχως φεγγάρι.
Δεν είναι δυνατόν η καρδιά να πάψει να χτυπάει έτσι, τόσο απλά σαν κάποιος να το ευχήθηκε για μένα μέσω της πένας του…
Και στο τέλος το λευκό χαρτί με το ποτό, έγιναν η καλύτερη μου συντροφιά. Μια παρέα η οποία με τραβούσε προς το γκροτέσκο και τη καταχνιά, απομυζώντας από μέσα μου και την τελευταία σταγόνα αισιοδοξίας, ίσως και χαράς.
Ω, ζωή δεν μου έδωσες κανένα περιθώριο! Ό,τι αγαπούσα το τράβηξες στο χάος και όσα χαμόγελα φανταζόμουν να σου χαρίσω από την καρδιά μου, τώρα πια χαθήκαν στα χρώματα των λουλουδιών του φθινοπώρου…
«Κύριε βοήθησε τη φτωχή ψυχή μου», συλλάβισα με δυσκολία απευθυνόμενος στο κενό….
Και το κόκκινο των παιδικών μου χρόνων μαράθηκε και έγινε μαύρο, σε ένα θλιβερό δωμάτιο το οποίο μοιράστηκα με την μοναξιά, την τελευταία μου συντροφιά πριν να αφήσω πίσω μου αυτή την άθλια λυπημένη μάσκα μιας μισοτελειωμένης υποθέσεως…..
Tη συγγραφή του κειμένου, ανέλαβε η Μελπομένη της Μνημοσύνης.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα