Νίκου Μπατσικανή, "Αξέχαστο Καλοκαίρι" - Διήγημα
Αξέχαστο Καλοκαίρι*
Εκείνη τη χρονιά, το καλοκαίρι ήταν δροσερό και ειδικά στην αρχή, όταν τα φρέσκα λαχανικά άρχισαν να δίνουν τους πρώτους καρπούς. Τα φασολάκια είχαν την τιμητική τους, μιας κι ο καιρός τα ευνοούσε, το ίδιο και οι κολοκυθιές, που ήταν κατάφορτες. Ψήλωναν και μεγάλωναν, αγκαλιάζοντας ολόκληρο τον κήπο της κυρά Λένης, ώσπου σκαρφάλωσαν στον φράχτη, περνώντας στο διπλανό κτήμα, του μπάρμπα Στάθη. Εκείνος, έξαλλος για την κατάσταση αυτή, κάθε μέρα, γκρίνιαζε στη γειτόνισσά του. Διαμαρτυρίες υπήρχαν, όμως, κι απ’ τον τοίχο, που υπήρχε ανάμεσα στα δυο κτήματα, το ίδιο κι απ’ τον κισσό, που ήταν σφιχταγκαλιασμένος πάνω του. Και οι δυο τους αγανακτούσαν με τους απρόσκλητους επισκέπτες, κι ο αναστεναγμός τους ήταν πνιχτός, σαν κλάμα μικρού παιδιού, ενώ, κάθε τόσο, τίναζαν από πάνω τους τα κλωνιά των ανεπιθύμητων εισβολέων, για να πάρουν λίγο αέρα.
«Αχ, έσκασα, πια» ακουγόταν κάθε τόσο.
Κάτω από τη γενική κατακραυγή των περιοίκων, οι φασολιές έκαναν μυστική σύσκεψη, για να δουν πώς θα αντιμετωπίσουν την κατάσταση, καθώς έβλεπαν τα μικρά τους πεταμένα στο χώμα, μαραμένα.
̶ Να διαμαρτυρηθούμε στον δήμαρχο, είπε η Τσαουλιά, σε έξαλλη κατάσταση, φωνάζοντας, με την ελπίδα να την ακούσει κι ο μπάρμπα Στάθης, και να σταματήσει τις βιαιοπραγίες του αφού, κάθε τόσο, έκοβε τα βλαστάρια που έμπαιναν στον κήπο του και, μαζί μ’ αυτά, και τα πιο τρυφερά - μικρά φασόλια.
̶ Όχι, δεν είναι η καλύτερη λύση, απάντησε η Στενοφασολιά˙ εδώ, είναι χωράφια˙ τον αγροφύλακα να φωνάξουμε.
Προς στιγμή, επικράτησε πανικός, και οι διαμαρτυρίες έφτασαν μέχρι το νερό που πότιζε τα φυτά. Εκείνο, μουρμούρισε, σκεφτικό, κι αντέταξε τη δική του άποψη:
̶ Γνώμη μου είναι να καθίσετε στ’ αυγά σας ισχυρίστηκε, με τη θυμοσοφία που το χαρακτήριζε ανέκαθεν, καθώς ήταν ο πιο παλιός της περιοχής, κι όλοι σεβόντουσαν τη γνώμη του, παραμερίζοντας στη ροή του. Άλλωστε, το είχαν ανάγκη, και πολλές φορές, τα φυτά είχαν μαλλιοτραβηχτεί για χάρη του.
«Εγώ θα το πάρω σήμερα» φώναζε το ένα.
«Δική μου σειρά» το άλλο.
«Εδώ να έρθεις, καλό μου, σε έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη, και δε θα σ’ αφήσουμε έτσι» ούρλιαζαν οι κολοκυθιές, απλώνοντας τις κορφάδες τους, να κλείσουν τον δρόμο του προς τις ντοματιές. Εκείνες πρασίνιζαν απ’ το κακό τους, κι έγερναν τα κλωνιά τους μαραμένα, διψασμένες. Το νερό ανατρίχιαζε απ’ το δίλλημα, και συνέχιζε την πορεία, που του είχε βάλει το σκαλιστήρι της κυρά Λένης.
̶ Και πώς θα λύσουμε το πρόβλημα; φώναξε η Μαυρομάτα.
̶ Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, απάντησε το ρυάκι. Μην μπαίνετε σε ξένα χωράφια, να μη σας κόβουν.
Η άποψη αυτή επικράτησε, καθώς φάνηκε λογική, και οι φασολιές κατέβασαν τα μούτρα και τα κλαδιά τους απ’ τον φράχτη, λυπημένες.
̶ Έχω μια ιδέα, πετάχτηκε, ξαφνικά, η Μπαρμπουνιά. Καλοκαίρι είναι˙ να στείλουμε μερικά παιδιά στην εξοχή. Κάπου εδώ, πιο κάτω, στην ακροθαλασσιά, υπάρχουν κατασκηνώσεις του δήμου, εκεί ας πάμε ορισμένες από ’μάς, και ξαναγυρίζουμε το φθινόπωρο.
̶ Κούκλα μου, εκεί πάνε μόνο παιδιά, συμπλήρωσε η Γιγαντιά. Το πολύ πολύ, να τα συνοδεύσουμε, μόνο. Πάμε, κι επιστρέφουμε αυθημερόν.
̶ Ναι, ναι, συμφώνησε η Ελεφαντιά. Να πάρουμε και τα μαγιό μας, να κάνουμε κανένα μπανάκι, έχω πιαστεί ολόκληρη, και σκάω εδώ, απότιστη. Άσε που έχω ρευματισμούς, και ο γιατρός μού συνέστησε ιαματικά λουτρά, συμπλήρωσε. Εκεί δε χύνονται τα ιωδιούχα;
̶ Ακριβώς, είπε η Τσαουλιά. Η πεθερά μου, εκεί βρήκε την υγειά της, αλλά δεν αρκεί ένα μπάνιο. Προτείνω να πάρουμε και τις σκηνές μαζί μας και να ξεκαλοκαιριάσουμε στην παραλία.
̶ Μα, το θέμα είναι τι θα κάνουν τα παιδιά, όχι οι μεγάλες, μουρμούρισε μια χαμηλοβλεπούσα Νανιά, στριμωγμένη κάπου απόμερα. Εμείς έχουμε τις ρίζες μας, χωμένες βαθιά στο χώμα, και δροσιζόμαστε κάπως.
Καμιά δεν της έδωσε σημασία, και βάλθηκαν, όλες, να ετοιμάζονται. Τα σούρτα φέρτα σταματημό δεν είχαν. Φωνές ακούγονταν από παντού:
«Να πάρουμε και τις βελόνες. Ευκαιρία να πλέξουμε κάτι ζεστό για όταν έρθουν τα κρύα».
«Εγώ, θα πάρω τον καμβά και θα κεντήσω ένα υπέροχο τοπίο, αγναντεύοντας τη θάλασσα. Ξέρεις, αυτόν που μου είχε φέρει η συννυφάδα μου, πέρυσι το καλοκαίρι, σαν είχε έρθει να μας δει απ’ τις Πρέσπες».
«Αχ, ναι˙ μην ξεχάσεις ν’ αγοράσεις τ’ απαραίτητα, κι αν δεν γνωρίζεις από πού, ρώτα με˙ ξέρω ένα μαγαζί στο κέντρο, που διαθέτει τα καλύτερα στο είδος του. Κάτι κλωστές μούρλια˙ σκέτο μετάξι και σε άπειρες αποχρώσεις. Με κάθε ματσάκι, δίνει κι ένα βελόνι δώρο».
«Βελόνι; Μα έχω τόσα, εκτός αν εννοείς βελονάκι, που πλέκουν…».
Και οι ετοιμασίες καλά κρατούσαν. Τα καλάθια γέμισαν με λογιών λογιών εφόδια και καλούδια.
Το βραδάκι, οι μάνες - φασολιές έβαλαν τα μικρά τους στη σκάφη και τα πάστρεψαν, παρά τις διαμαρτυρίες των άτακτων νεαρών. Τους έκοψαν μαλλιά και νύχια, και τα μικρά φασόλια ήταν φρέσκα και περιποιημένα, έτοιμα για το ταξίδι.
Σαν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, φορτωμένοι με ταγάρια, και τα καλάθια περασμένα στο χέρι, κρατώντας τα παγουρίνια τους, ξεκίνησαν για την ακρογιαλιά, κατηφορίζοντας το στενό μονοπάτι, δίπλα στη ρεματιά. Το θέαμα ήταν μοναδικό, όπως και το τοπίο τριγύρω, με τους κισσούς να σκαρφαλώνουν στις θεόρατες λεύκες και στα πλατάνια, που έφταναν ως τα σύννεφα, θαρρείς.
Η Στενοφασολιά έδωσε το σύνθημα, και το τραγούδι έσκισε το βαθύσκιωτο ρέμα:
Ήρθε το καλοκαίρι
η ζέστη και τα μπάνια
καιρός να δροσιστούμε
μακριά απ’ τα μποστάνια.
Ξαφνικά, χιλιάδες πουλιά τινάχτηκαν μέσα απ’ την ποταμιά, κι άρχισαν να κελαηδούν, συνοδεύοντας τις φωνές των φασολιών. Μια ουρανομήκης μελωδία απλώθηκε γύρω, και το νερό, (που κυλούσε μέσα,) την πήγε ως τη θάλασσα, εκεί που χυνόταν, χρόνια τώρα.
Στην ακροθαλασσιά, έγινε χαμός, σαν έφτασαν τα μαντάτα. Καβούρια και αχιβάδες τινάχτηκαν πάνω στην άμμο, κι άρχισαν τις αποδοκιμασίες, διαδηλώνοντας την αντίθεσή τους για τους απρόσμενους επισκέπτες, που θα τάραζαν τη ραστώνη, μα και την ασφάλειά τους, κατά πώς υπέθεσαν.
Η Γαλάζια καβουρίνα, χρόνια στο κουρμπέτι, πήρε τον λόγο, διατάζοντας να γίνει ησυχία, για να την ακούσουν:
̶ Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης. Κανείς δεν θα τολμήσει να παραβιάσει τα εθνικά μας σύνορα και την υφαλοκρηπίδα μας. Εμπρός, όλοι σε θέση μάχης. Ανοίξτε τις δαγκάνες σας και παραταχθείτε κατά μήκος του γιαλού.
Μια μικρή αχιβάδα τόλμησε να φέρει αντίρρηση, αναλογιζόμενη πως, μια επιστράτευση, θα τους χαλάσει τις διακοπές και τα σχέδιά τους να περάσουν ένα όμορφο και ξέγνοιαστο καλοκαίρι. Άλλωστε, είχαν γίνει και πολλά έξοδα, που θα πήγαιναν χαμένα. Από μέρες, οι πιο νέες είχαν κατέβει στην αγορά του παραθεριστικού κέντρου, εκεί κοντά, κάνοντας τις απαραίτητες προμήθειες για τη σεζόν. Με όσες οικονομίες είχαν καταφέρει να μαζέψουν τον χειμώνα, αγόρασαν αντηλιακά, κρέμες και ομπρέλες, που θα τις προστάτευαν απ’ τον καυτό ήλιο.
Με την τσαχπίνικη φωνή της, θέλησε να επηρεάσει την κοινή γνώμη:
̶ Προς Θεού, μην το παρατραβάμε. Τουρίστες είναι, όχι επιδρομείς, ούτε πρόσφυγες. Προς τι όλη αυτή η αναστάτωση; Εμείς είμαστε οι άρχοντες εδώ˙ αυτά, θα πάνε στον ήσκιο των πεύκων, άντε να κάνουν και κανένα μπάνιο, όπως και οι άλλοι λουόμενοι. Ας μη χαλάσουμε την ησυχία μας άδικα. Ακούς, εκεί, επιστράτευση και προετοιμασίες πολέμου. Πού βρισκόμαστε; Ειρηνική, φαντάζομαι, θα είναι η επίσκεψη των φασολιών.
̶ Όχι, αυτή είναι η απάντησή μας, αντέταξε η Γαλάζια καβουρίνα.
«Όχιιι» ακούστηκε η φωνή του πλήθους.
̶ Κανείς δεν θα περάσει. Μολών λαβέ! συνέχισε η αρχηγός.
Ο σύντροφός της, μέσα στη γενική κατακραυγή, συμφώνησε αναγκαστικά, γνωρίζοντας, εκ των προτέρων, και τις συνέπειες που θα είχε μια αντίθετη γνώμη. Έχοντας πικρή εμπειρία από άλλες διαφωνίες του, στο παρελθόν, συμμορφώθηκε με την ιδέα της συμβίας του, καθώς τη θεωρούσε ικανή να τον εγκαταλείψει, όπως άλλοτε, και να την ψάχνει, από πέτρα σε πέτρα, ενώ αυτή τα έπινε μ’ έναν μάγκα κάβουρα, που συνάντησε στο διάβα της, φορώντας, μάλιστα, σούπερ μίνι, και βαμμένη προκλητικά.
«Ήμαρτον, Κύριε, με τον Βελζεβούλ που έμπλεξα» είπε μέσα του, για να συνεχίσει μεγαλοφώνως:
̶ Επικροτώ κι επαυξάνω. Έχω, μάλιστα, να προτείνω, αυτή τη φορά, και εν όψει του μεγάλου κινδύνου, να συμμαχήσουμε και με τους αχινούς.
«Ναιιι» επανέλαβαν οι συγκεντρωμένοι, με δυνατή φωνή.
«Έτσι σε θέλω» δήλωσε η δικιά του, αναλογιζόμενη πως έχασε την ευκαιρία να ξεπορτίσει πάλι, και να γυρίσει ανανεωμένη στην τρύπα της, έχοντας γευτεί τους χυμούς των νεαρών της παραλίας.
Εδώ, όμως, υπήρχε μέγας κίνδυνος, και η σύρραξη ήταν αναπόφευκτη. Έτσι, βούτηξε στο νερό και, με γρήγορες απλωτές, στυλ κρόουλ, έφτασε ως τους πρώτους αχινούς, προσπαθώντας να μεταφέρει το αίτημα των παράκτιων φίλων της. Βάζοντας σε ενέργεια το σχέδιο που είχε καταστρώσει στη διαδρομή, άρχισε τις γαλιφιές και τα καλοπιάσματα:
̶ Αγορίνες μου, σας έχω μια έκπληξη˙ φέτος, θα περάσουμε υπέροχο καλοκαίρι. Οι ωραιότερες αχιβάδες και οι πιο τσαχπίνες καβουρίνες αποφάσισαν να είναι κοντά σας, κι έχω την υπόσχεσή τους πως θα σας κάνουν όλα τα χατίρια. Τις έπεισα να μη σας φοβούνται πια, αλλά θέλω μια χάρη κι από σας. Να τις καλοπιάσετε και μην τις τρυπάτε με τ’ αγκάθια σας. Εντάξει;
̶ Έγινεεε, απάντησαν εκείνοι, με μια φωνή, ξαφνιασμένοι απ’ την απροσδόκητη εξέλιξη.
̶ Αν θέλετε να ξεδώσετε (εκτονωθείτε), παίζοντας με τις βελόνες σας, κάντε το τώρα, πριν έρθουν κοντά σας τα κορίτσια. Θα σας δώσω εγώ το σύνθημα, αλλά και θα σας δείξω το αντικείμενο του πόθου σας.
Μεμιάς, οι αχινοί όρθωσαν το ανάστημά τους, ενεργοποιώντας το αμορτισέρ που, ως γνωστόν, διαθέτουν στο κάτω μέρος και, στα ρηχά, μια σειρά μαύρων αιχμηρών σπαθιών ξεπρόβαλε απ’ το νερό. Κοιτώντας, κάποιος, ένα απροσπέλαστο φρούριο εκτείνονταν σε όλη την ακτογραμμή. Από τη μια, τα καβούρια με τις δαγκάνες και οι αχιβάδες με ανοιχτά στόματα και, πιο μέσα, οι λόγχες των αχινών, σε παράταξη μάχης.
«Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή» έπιασαν το τραγούδι οι πιο θερμόαιμοι, και οι αχιβάδες άρχισαν να φτιάχνουν οχυρά, αδειάζοντας την άμμο τους, ενώ, τα καβούρια, ίδια γκρέιτερ, με τις δαγκάνες τους, έσπρωχναν βότσαλα και πέτρες, κάνοντας τα φρούρια απροσπέλαστα. Γενική αναταραχή επικρατούσε στο στρατόπεδο της παραλίας, όταν φάνηκαν οι πρώτοι επισκέπτες. Λογιών λογιών φασόλια, σφυρίζοντας ανέμελα, κατηφόριζαν το μονοπάτι, κάποια ανεμίζοντας πολύχρωμα μαντήλια, κι άλλα κρατώντας αλεξήλια. Φτάνοντας στο ξέφωτο, πίσω απ’ την αμμουδιά, ξαφνιάστηκαν με όσα είδαν τα μάτια τους, κι αφήνοντας κάτω τα πράγματά τους, έμειναν να κοιτούν, απορημένα, τον γενικό αναβρασμό.
̶ Μα τι γίνεται ’δώ; πού ήρθαμε; ξεφώνισε η Νανιά, και κάθισε χάμω, λιγοψυχισμένη.
̶ Σταθείτε, μη χάνετε την ψυχραιμία σας, κραύγασε η Μπαρμπουνιά, για να την ακούσουν όλοι. Περιμένετε, πάω να δω τι συμβαίνει, συμπλήρωσε και κατρακύλησε ως την ακτή.
Εκεί, το θέαμα που αντίκρισε ήταν απερίγραπτο. Η αμμουδιά είχε ανασκαφεί ολόκληρη κι έμοιαζε με βομβαρδισμένο τοπίο. Λίγο πιο μέσα, κάτω απ’ το νερό, ξεπρόβαλλαν οι πανοπλίες των καβουριών και τα κοντάρια των αχινών.
̶ Τις ει; ακούστηκε μια αγριεμένη φωνή, και η φασολιά κοκάλωσε.
̶ Της κυρά Λένης είμαι, καλέ, ’δώ πιο πάνω. Τι πράγματα είν’ αυτά;
̶ Ακίνητη, ψηλά τα χέρια, συνέχισε η φωνή του κάβουρα, που εκείνη την ώρα περιπολούσε. «Χταπόδι». Προχώρα στο παρασύνθημα.
̶ Να σου αστράψω μια ξανάστροφη, να σου δείξω εγώ, παλιορεμπεσκέ, που μιλάς έτσι σε μια κυρία, και μάλιστα Αρσακειάδα, είπε η Μπαρμπουνιά, μα πριν ολοκληρώσει τη φράση της, δέχτηκε την πρώτη πέτρα, που παραλίγο να την ξαπλώσει στην άμμο.
Σκύβοντας, κατάφερε να οπισθοχωρήσει, καλυπτόμενη απ’ τα βότσαλα. Σε όλη αυτή τη διαδρομή, τσιριχτά και ανάκατες κραυγές κάλυψαν την ακτή, που της έκοψαν την ανάσα, και κατάλαβε πως κάτι ζεστό έτρεχε ανάμεσα στα σκέλια της.
«Ίτε, παίδες Ελλήνωννν. Κανείς δεν θα περάσειιι» ακούστηκε ο βαρύς αχός των αμυνομένων.
Τότε, την έπνιξε το άδικο, νιώθοντας και το βρακί της μούσκεμα, και σύρθηκε, οκλαδόν, κοντά στα υπόλοιπα φασόλια.
̶ Τους αναθεματισμένους, παρά λίγο να με σκοτώσουν, που κακόχρονο να ’χουν, κατάφερε να ψελλίσει, και σωριάστηκε στο χώμα, κλαίγοντας.
Οι τρομοκρατημένοι εκδρομείς έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τη συνεφέρουν, αλλά μάταιος κόπος, μέχρις ότου, ένας νεαρός φασίολος της έδωσε το φιλί της ζωής, κι άνοιξε τα μάτια της, ζαλισμένη απ’ το μέλι των χειλιών του. Κοιτούσε γύρω της, μα δεν ήξερε τι συμβαίνει, και ξαναβυθίστηκε στον λήθαργο, ευτυχισμένη, στην άγνοιά της, βλέποντας ένα ωραίο αρχοντόπουλο, πάνω σε άσπρο άλογο, να έρχεται να την παίρνει δίπλα του, πάνω στα καπούλια του ζώου, και να φεύγουν μαζί, καλπάζοντας.
̶ Ξύπνα, κυρά μου, να φύγουμε. Αυτοί είναι ικανοί να μας σκοτώσουν όλους, άκουσε μια φωνή, κι ένα χέρι τη σκούντησε.
Ένα κουβάρι, όλα τα φασόλια, τράβηξαν κατά ’κεί που βρίσκονταν τα πεύκα, κι οχυρώθηκαν πίσω απ’ τους κορμούς. Κάποια, όμως, δεν τα κατάφεραν κι έπεσαν, ηρωικώς αμυνόμενα, αφού δέχτηκαν κάμποσες πετριές, που τα συνέθλιψαν.
Μοιρολόγια ακούστηκαν σε όλο το ακρογιάλι, και οι δύο πλευρές προσπαθούσαν να πάρουν τους νεκρούς τους. Ομηρικές μάχες διεξάγονταν, μπρος στα έντρομα μάτια όλων. Η σκόνη σηκώθηκε σύννεφο, και δεν ξεχώριζες ποιοι είναι οι Πράσινοι και ποιοι οι Βένετοι.
Σαν κόπασαν οι μάχες, η Λευκή φασολιά, έβγαλε το άσπρο τσεμπέρι της, το στέριωσε πάνω σ’ ένα κλαδί και το σήκωσε όρθιο, φωνάζοντας:
̶ Ανακωχήηη.
Σιωπή απλώθηκε τριγύρω, κι ο Γαλαζοκάβουρας, έκανε να πάει προς το μέρος της.
̶ Εσύ, να καθίσεις εδώ που κάθεσαι, άκουσε τη φωνή της κυράς του. Αυτό, δα, σου ’λειπε, να σε στείλουμε και προξενητή.
Εκείνος, πισωπατώντας, επανήλθε στη θέση του, κι έμεινε ’κεί, κοκαλωμένος, χωρίς να βγάλει άχνα.
̶ Τι κάνουμε τώρα; ρώτησε μια μεγάλη αχιβάδα.
̶ Εμείς θα τα κανονίσουμε όλα. Είμαστε γυναίκες και ξέρουμε να μιλάμε και να διαπραγματευόμαστε˙ οι άντρες, μόνο για τον πόλεμο είναι, αποκρίθηκε η Γαλάζια καβουρίνα, ρίχνοντας λοξές ματιές στον άντρα της, που είχε λουφάξει κάτω απ’ τη φούστα της.
̶ Εσείς όλα; ρώτησε ένας αχινός, μέσ’ απ’ το νερό. Εσείς το κομπόδεμα, εσείς το φαγητό… τα προξενιά; Εμείς, τι ρόλο παίζουμε;
̶ Θα σου ’λεγα εγώ, αλλά έχε χάρη που είναι και μικρά παιδιά μπροστά, απάντησε η Γαλάζια, οργισμένη. Και με αυτά, έπιασε το χέρι της Λευκής αχιβάδας, και της μουρμούρισε κάτι στο αυτί. Εκείνη, φώτισε απ’ τη χαρά της, και αφού έβγαλαν, μπροστά σε όλους, τα καθρεφτάκια και τα κραγιόν τους, άρχισαν να βάφονται.
̶ Μα τι κάνουν εκεί, οι αθεόφοβες; ρώτησε ένα περαστικό λαυράκι.
̶ Οι κυρίες, επιτρέπεται να το κάνουν δημόσια, είπε ένας νεαρός χάνος, που είχε ξενερίσει και κοιτούσε το θέαμα άφωνος.
Κάτι πήγε να πει κι ένας αχινός, μα η Γαλάζια καβουρίνα, τον αποστόμωσε:
̶ Σςς, τσιμουδιά. Έλα, καλή μου, κι αγκαζέ με τη Λευκή αχιβάδα, τράβηξαν για το αντίπαλο στρατόπεδο, δίκην πρεσβειρών, καρφώνοντας, με τα μάτια τους, τα πιο όμορφα νεαρά φασόλια.
̶ Τις πρόστυχες… μου θέλουν και τεκνά, είπε ανάμεσα στα δόντια της, η Στενοφασολιά.
Μα οι δύο απεσταλμένες την άκουσαν, και τότε έλαβε χώρα δεύτερος γύρος μάχης.
̶ Καρακάξα, που θα με πεις εμένα «πρόστυχη» φώναξε η Γαλάζια καβουρίνα, κι όρμησε πάνω της, βουτώντας την απ’ το μαλλί, συνεπικουρούμενη κι απ’ τη Λευκή αχιβάδα.
̶ Καρακάξα είσαι και φαίνεσαι, απάντησε η Στενοφασολιά, και προσπάθησε να χώσει τα νύχια στα μάτια της.
Πιασμένες μαλλί με μαλλί, κυλίστηκαν κάμποση ώρα στο χώμα, ώσπου τρόμαξαν να τις χωρίσουν. Όλοι, επισκέπτες και θαλασσινά, κοιτούσαν, τρομαγμένα, την απρόσμενη εξέλιξη.
̶ Εσένα, δεν σου είπα να μην κουνηθείς απ’ τη θέση σου, τσίριξε η Γαλάζια καβουρίνα, βλέποντας τον άντρα της να ’χει πλησιάσει και να στέκεται δίπλα σε μια πανέμορφη φασολιά.
̶ Επιτέλους, ηρέμησε. Πα, πα, τι άνθρωπος είσαι ’σύ, Παναγία μου. Για να κλείσουμε συμφωνία είμαστε ’δώ, όχι για τσακωμούς. Να, πάρε, έφερα τα χαρτιά που θα υπογράψετε, και της έδωσε έναν φάκελο.
Εκείνη, τα βούτηξε αγριοκοιτώντας τον, και στρώθηκε στον ήσκιο ενός πεύκου, φωνάζοντας κάποια φίλη της να της φέρει μελάνι, για να πέσουν οι υπογραφές.
̶ Αυθεντικό; ή ξαναγεμισμένο; ρώτησε η σουπιά, πλατσουρίζοντας στον πάτο της θάλασσας. Το αυθεντικό κοστίζει… ξέρετε.
̶ Άντε, χάσου, μωρή τσιγκούνα, ολόκληρο πρωτόκολλο ειρήνης θα υπογράψουμε, απάντησε η Γαλάζια καβουρίνα, και βάλθηκε να γράφει τους όρους παράδοσης των απρόσκλητων εισβολέων.
«Πρώτον: Εμείς παραμένουμε κυρίαρχοι των ακτών τριγύρω, κι εσείς θεωρείστε προσωρινοί επισκέπτες. Δεύτερον: Θα πληρώσετε φόρο παραθερισμού» συμπλήρωσε, κλείνοντας το μάτι στον νεαρό Γιάννη Στουρνάρη, που την κοιτούσε εμβρόντητος. Ως μαθητευόμενος, εκείνος, κατάλαβε πώς μαζεύονται τα λεφτά, κι άρχισε να κρατάει σημειώσεις, μιας και όταν γεννήθηκε, μια γριά τσιγγάνα του είχε πει ότι θα διαχειρίζεται, κάποτε, την εθνική οικονομία της χώρας του. Την εποχή εκείνη παραθέριζε στη Γλύφα, κοντά στην Πελασγία, καθώς, όλη τη χρονιά, έκανε το διδακτορικό του στην Οξφόρδη, έχοντας γυρίσει στα πατρογονικά του, να ξεκουραστεί λίγο και να καθαρίσει το μυαλό του, από αριθμούς και σύμβολα. Δίπλα του κι ο μικρός Χρηστάκης Στοϊκούρας, πατριωτάκι του από τη Λάμια, φορώντας τα μπρατσάκια του, μη έχοντας ιδέα, ακόμα, πόσο κάνει ένα κι ένα, αφού δεν είχε πάει ούτε στα νήπια, να κοιτάει με γουρλωμένα μάτια.
Ήταν 2 Ιουνίου του 1365 μ.Χ., στο Λιασίκι Φθιώτιδας.
* Από το βιβλίο του «Αθέατη Όψη» Διηγήματα, 2015, Γαβριηλίδης
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα