Στη Μάραθο, αδελφές μου - Της Έλενας Ακρίτα
- Μαμά, πάω Μάραθο.
- Γυρνώντας ένα πολύσπορο πάρε.
- Ψωμί;
- Κι ένα τάιντ.
- Ρε μάνα, φεύγω λέμε, φεύγω, πάω Μαράθι διακοπές.
- Τι είν' το μάραθο;
- Νησί.
- Γιατί πουλάκι μου;
- Δεν ξέρω πώς να το απαντήσω αυτό.
- Τι σόι νησί είναι αυτό, τι καριέρα έχει κάνει, κανείς δεν το ξέρει.
- Το πιο αραιοκατοικημένο νησί των Δωδεκανήσων.
- Εμ έτσι πες μου, αραιοκατοικημένο.
- Ετσι σου λέω.
- Δεν πατάει κάνεις και πιάσαν το παιδί μου κορόιδο.
- Τι λέει;
- Αλλά βέβαια, πάντα ήσουν έτσι από μικρό, εύπιστο, καλόβολο ίδια ο πατέρας σου.
- Τι λέει, Παναγία μου;
- Ολα τα γαριδάκια σου, όλα τα 'τρωγε.
- Ο πατέρας μου;
- Η Ρούλα της Ματίνας στο διάλειμμα.
- Η Μάραθος είναι πολύ μικρή...
- Κι εσύ μικρή ήσουνα, γόμα για γόμα δε σ' αφήνανε, όλα σ' τα κλέβανε.
- ... και έχει δώδεκα κατοίκους.
- Ποιο;
- Το Μάραθος. Εεε, η Μάραθος.
- Δώδεκα;
- Δώδεκα.
- Ε τότε να πας να γίνετε δεκατρείς να τηνε καπαρώσουμε τη γρουσουζιά. Βρε κορίτσι μου, γιατί δεν πας σε κανένα νησί έτσι πιο συσταζούμενο;
- Συσταζούμενο όταν λέμε;
- Μια Ρόδο, ξέρω 'γώ. Μια Κρήτη, μια Κέρκυρα. Εκεί που παν οι νέοι της καλής κοινωνίας.
- Μισό να το τσεκάρω με τον Χρήστο Ζαμπούνη;
- Κι αυτό το μάραθο έχει τίποτα πολιτισμό, έχει νερό ξέρω 'γώ, ρεύμα;
- Ρεύμα ντιπ. Κάθε βράδυ τα παλικάρια του χωριού φέρνουν τις δάδες με τις φλόγες. Υστερις, εμείς οι μαυρομάτες και οι σμιχτοφρύδες πηδάμε του Αϊ-Γιαννιού του Λαμπαδάρη τις φωτιές. Χέρι χέρι με τη Μανταλένα, απ' την Αντίπαρο, φωνάζουμε «κορίτσια ο Μπάρκουλης».
- Ιδια ο μπαμπάς σου, ίδδδια.
- Τις δε νύχτες έρχεται ο Θανάσης Βέγγος και μας αφήνει τριαντάφυλλα στο κατώφλι.
- Ο Βέγγος πέθανε.
- Και η κοινή λογική επίσης. Μαζί τα λένε τώρα, στη γειτονιά των αγγέλων.
- Τι θα πάρεις μαζί να σιδερώσω;
- «Σιδερώσω» όταν λες;
- Ε δεν θα πας εκεί και σε καμιά ζωοπανήγυρη;
- Πάτα μου λίγο το εμπριμέ για όταν σφάζω το μουσκάρι.
- Ηλιοβασίλεμα καλό έχει;
- Οχι, το δάνεισαν στη Σαντορίνη να πάει μια βόλτα το τετράγωνο.
- Πάντως, έτσι άνθρωπος δεν παντρεύεται.
- Στη Φίνος Φιλμ μια χαρά παντρεύεται. Εγώ θα πλένομαι γυμνή στη σκάφη, θα με ποθήσει ο γιος του τσέλιγκα, ο μπαμπάς του θα με πληρώσει να τον παρατήσω κι εγώ θα του πετάξω τα λεφτά στη μούρη, αμέ; Και στο φινάλε θα στεφανωθούμε με τον Φώσκολο κουμπάρο. Φεύγω τώρα, μου κορνάρουν.
- Ποιος είναι πάλι αυτός που κορνάρει;
- Ποιος άλλος, μαμά; Ο Ανδρέας Μπάρκουλης με το ακριβό του διθέσιο.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα