Σιωπηλή συμφωνία: Χριστουγεννιάτικο χιουμοριστικό διήγημα - Του Νίκου Μπατσικανή*
Πλησιάζοντας Χριστούγεννα, η οικογένεια Νεδάλ άρχισε τις προετοιμασίες, στο κτήμα που έμεναν εδώ και αιώνες, από τη μέρα που οι Ισπανοί κατακτητές είχαν πατήσει το πόδι τους στην ανατολική πλευρά των ΗΠΑ, κοντά στη Νέα Ορλεάνη. Γενιές ολόκληρες είχαν μεγαλώσει στο αρχοντικό τους, που βρισκόταν μέσα σε μια τεράστια έκταση, όπου καλλιεργούσαν βαμβάκι, κι εξέτρεφαν ζώα, για τις ανάγκες τους αλλά και για εμπόριο. Δεκάδες αγελάδες, χήνες και γαλοπούλες σεργιάνιζαν σε περιφραγμένους χώρους, ενώ τα άλογα πηγαινοέρχονταν, φορτωμένα αγροτικά προϊόντα, με τα κάρα ξέχειλα. Στο κτήμα υπήρχαν αρκετοί μαύροι δούλοι. Οι άντρες δούλευαν στα χωράφια και στα ζώα, ενώ οι γυναίκες, στο σπίτι και στον κήπο με τα λαχανικά.
Παραμονές των Γιορτών, κίνηση επικρατούσε παντού, μέσα κι έξω από το μεγάλο διώροφο σπίτι, που περιτριγυριζόταν από τα υποστατικά των εργατών και τους στάβλους. Η Χιμένα, μεγάλη κυρία του σπιτιού, βρισκόταν καθισμένη στην κουνιστή πολυθρόνα της, στη σάλα, κοντά στο αναμμένο τζάκι, κι από ’κεί μπορούσε να βλέπει έξω, μέσα από την τεράστια τζαμαρία. Κρατούσε ένα βιβλίο και ήταν βυθισμένη στις σελίδες του. Στη διπλανή κουζίνα, τρεις μαύρες υπηρέτριες πηγαινοέρχονταν από τον νεροχύτη στη μαντεμένια θερμάστρα, όπου άχνιζαν μεγάλες κατσαρόλες. Από το ταβάνι κρεμόντουσαν αποξηραμένα φρούτα ενώ, δίπλα από τη φουφού υπήρχαν πολλά ντουλάπια με μαγειρικά σκεύη και πιατικά. Μπορούσε, κανείς, να τα δει όλ’ αυτά, καθώς οι πόρτες των ερμαρίων ήταν ανοιχτές κι ορισμένα διέθεταν γυάλινες βιτρίνες. Άλλα, μεγαλύτερα σκεύη, ήταν αραδιασμένα πάνω σε ράφια, που έπιαναν τους τοίχους τριγύρω, ενώ, πάνω σ’ έναν ξύλινο πάγκο, υπήρχαν διάφορα μαχαίρια και λίμες.
̶ Καρολίνα, τι θα φάμε σήμερα; ακούστηκε η γέρικη φωνή της αρχόντισσας.
̶ Ρύζι, κυρία. Για σαλάτα βράζουμε μπρόκολο και παντζάρια. Όσο για τους εργάτες, θα έχουν μακαρόνια.
̶ Τυρί δεν θα ’χουμε;
̶ Μα βρισκόμαστε σε νηστεία, κι έχετε δώσει εντολή να μη βγάζουμε τίποτε αρτύσιμο.
̶ Δίκιο έχεις˙ ξεχάστηκα, προς στιγμή… Μα, για πες μου, αρχίσατε να καθαρίζετε όλα τα δωμάτια, όπως κάνουμε πάντα τέτοιες μέρες; Εννοώ γενική καθαριότητα˙ κουρτίνες, χαλιά, ντουλάπες…
̶ Βεβαίως, κι όχι μόνο μέσα. Σήμερα άρχισαν και οι εξωτερικές δουλειές˙ ασπρίσματα και καλλωπισμός παντού.
̶ Ωραία. Μόλις τελειώσεις με το μαγείρεμα, έλα ’δώ, να γράψουμε και τι εφόδια θα χρειαστούμε για το ρεβεγιόν. Πάρε και το σημειωματάριο με το μολύβι, απ’ το γραφείο μου.
Σε λίγο, κυρά και δούλα έγραφαν κι έσβηναν τις προμήθειες για το δείπνο της παραμονής των Χριστουγέννων.
̶ Πρώτα σημείωσε δέκα γαλοπούλες, είπε η αρχόντισσα.
̶ Τόσο πολλές; Μα πόσο θα φάτε, πια; Θα υπάρχουν κι άλλα εδέσματα στο τραπέζι.
̶ Φέτος, όλοι, αφεντικά και δούλοι, θα ‘’χουμε το ίδιο μενού. Πριν λίγες μέρες, στις 10 Δεκεμβρίου, υπογράφτηκε η Οικουμενική Δακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
̶ Μάλιστα˙ κι έπρεπε να γίνει αυτό, για να φάμε κι εμείς κρέας; ρώτησε η Καρολίνα.
̶ Σουτ, μην αυθαδιάζεις. Ναι, έπρεπε. Πώς αλλιώς;
̶ Εντάξει, κυρία, όπως ορίσετε. Τι άλλο να γράψω; «Πάλι εγώ θα την πληρώσω» σκέφτηκε. «Ακούς, εκεί, δέκα γαλοπούλες; Και ποιος θα σφάξει τόσα πουλερικά; Άσε το μάδημα… Αμ, το μαγείρεμα;…»
̶ Αφού ξέρεις. Τι ρωτάς; Ρύζι, κάστανα, σταφίδες, κουκουνάρι… Και πού ’σαι; Εκτός από εντόσθια, να βάλουμε και λίγο χοιρινό κιμά στη γέμιση˙ θα νοστιμίσει περισσότερο.
̶ Μα…
̶ Δεν θέλω αντιρρήσεις. Άκουσες;
̶ Μάλιστα. Πάω να δώσω εντολή ν’ αρχίσουν να σφάζουν˙ λίγες μέρες απέμειναν, κι αφού θέλετε και γουρούνι…
̶ Καρολίνααα…
̶ Ό,τι πείτε. Στις προσταγές σας.
̶ Έτσι μπράβο.
Η υπηρέτρια, αφού έκανε μια υπόκλιση, αποχώρησε, οπισθοχωρώντας.
̶ Πηγαίνω…
Έξω, το κρύο ήταν τσουχτερό. Τα χιόνια δεν είχαν φτάσει στον Νότο, ακόμα, αλλά η υγρασία τρυπούσε κόκαλα. Η Καρολίνα, κουκουλωμένη με τη μαύρη εσάρπα της, έφτασε ως τους στάβλους και βρήκε τον άντρα της που καθάριζε, δίχως να την πάρει είδηση, από τις φωνές και τα μουγκανητά των ζώων. Οι γαλοπούλες, λες και διαισθάνθηκαν τον κίνδυνο, φούσκωσαν τα φτερά τους, θυμωμένες από την απρόσκλητη επισκέπτρια.
̶ Να δεις που αυτή δεν ήρθε για καλό, είπε η Γκρίζα, έχοντας πικράν πείραν για το τι γινόταν τέτοιες μέρες, κάθε χρόνο, σαν έχαναν αρκετές φίλες και συγγενείς, που εξαφανίζονταν μυστηριωδώς.
̶ Κατάλαβα˙ πάλι τα ίδια, συμπλήρωσε η Λευκή.
Πιο δίπλα, οι χήνες είχαν σηκώσει τα κεφάλια τους και σύριζαν αγριεμένες.
«Σζζζ, φύγε από δω, παλιοθήλυκο» ακούστηκε, λες ένας βόμβος και, σαν να ήταν συνεννοημένες, κινήθηκαν προς το μέρος της υπηρέτριας, με τους λαιμούς τεντωμένους, έτοιμες για επίθεση, μα σταμάτησαν στο συρματόπλεγμα που τις περιόριζε.
̶ Ας μην ανησυχούμε πρόωρα, είπε ο Μαύρος γάλος, από δίπλα. Δεν βλέπω να κρατάει μαχαίρι.
̶ Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά.
̶ Μα τι κάνεις εκεί, ρώτησε ο Παρδαλός, την Γκρίζα.
̶ Λιβανίζω. Δεν βλέπεις; Ξου, ξου, στα όρη στ’ άγρια βουνά, συμπλήρωσε, υψώνοντας το λιβανιστήρι της προς το κοντινό δάσος.
̶ Ο χάρος προσωποποιημένος, είπε μια άσπρη χήνα. Τι την ήθελε τη μαύρη μπόλια, Χριστουγεννιάτικα; Μαχαίρι, ξεμαχαίρι, εγώ το φοβάμαι το κακό. Όλο «ψου, ψου» είναι με τον επιστάτη.
̶ Καλά, αυτό δεν σημαίνει κάτι, είπε μια πολύχρωμη χήνα. Μπορεί να φλερτάρουν.
̶ Άντρας της είναι, καλέ. Σαράντα χρόνια παντρεμένοι. Τώρααα; Από δω πάν’ κι άλλοι. Πριν, την είδα στο χοιροστάσιο, να μιλάει με τον βοσκό. Πάλι τα ίδια έκανε. Έτσι, με τα χέρια υψωμένα, λες κι έκοβε κομμάτια στον αέρα.
̶ Φτου φτου, λόγο που ξεστόμισες, Χριστιανή μου. Ανατρίχιασα. Ούτε ψύλλος στον κόρφο μας! είπε ένας διάνος*1.
Μετά λίγη ώρα, κι αφού η Καρολίνα εξήγησε στον γέρο Τζιμ τον λόγο επίσκεψής της, απεχώρησε.
̶ Άντε να χαθείς, παλιορουφιάνα, στρίγγλισε η Γριά γαλοπούλα. Που να μη σώσεις να ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ.
̶ Εσύ τι ανάγκη έχεις; Αλίμονο στους νέους, είπε ο Παρδαλός. Το κρέας σου δεν τρώγεται, πλέον.
̶ Μην το λεςςς. Και τη σούπα πώς τη φτιάχνουν; Το ξέχασες;
̶ Αχ, πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη, ξεφώνισε η Λευκή χήνα.
̶ Ας ηρεμήσουμε, τώρα. Θα δούμε τι θα γίνει. Σήμερα, κιόλας, θα δώσω παραγγελιά, στην κουζίνα, να μάθω νέα. Έχω δικό μου πρόσωπο εκεί˙ έναν μικρό σουγιά, που είχε χαθεί, κάποτε, και τον περιμάζεψα μέσα απ’ τα νερά. Τον έσωσα, κυριολεκτικά, γιατί εκεί θα σκούριαζε, δήλωσε η Πολύχρωμη.
–Ν’ αγιάσει το στόμα σου. Είσαι φοβερή… να έχεις και σύμμαχο ανάμεσα στα μαχαίρια˙ γι’ αυτό σε πάω, δήλωσε ένας κούρκος*2, πλησιάζοντάς την.
̶ Κοντά τα χέρια σου. Σαν πολύ θάρρος πήρες, νεαρέ… το καλό που σου θέλω.
«Μια ζωή την έχουμε, κι αν δεν τη γλεντήσουμε» σφύριξε, αδιάφορα, εκείνος, μαζεύοντας τ’ απλωμένα φτερά του, κι απομακρύνθηκε.
̶ Έτσι, μπράβο…
Περνώντας η ώρα, τα πράγματα ηρέμησαν. Άλλωστε, περίμεναν και τα νέα από τον «πράκτορα». Πράγματι, σε λίγο, κατέφτασε ο σουγιάς, μεταμφιεσμένος σε γαλόπουλο. Όλοι μαζεύτηκαν γύρω του, ανυπομονώντας ν’ ακούσουν.
̶ Τι να σας πω, τώρα; Νομίζω πως τα κατάφερα. Δεν παίρνω όρκο, αλλά έχω τη διαβεβαίωση της χατζάρας πως, εφέτος, δεν θα ματώσει ρουθούνι.
̶ Μα πώς; ακούστηκε μια φωνή απ’ όλους.
̶ Θα σας εξηγήσω. Όλα με τη σειρά, βρε παιδιά. Λίγο νερό πρώτα, στέγνωσε το λαρύγγι μου, για να φτάσω ως εδώ. Άσε που, την ώρα που μεταμφιεζόμουν, εκείνη η τρελοκαμπέρω η Σούζαν, η μικρή κόρη της Χιμένας, τρύπωσε στην αποθήκη που βρισκόμουν, και την είδα ν’ αγκαλιάζει τον νεαρό μπάτλερ. Παραλίγο να με πιάσουν στα πράσα. Την έκανα, τη στιγμή που έσβησαν το φως κι άρχισαν να γδύνονται.
̶ Αίσχος. Τέτοια κάνουν και θέλουν να φάνε και κρέας, αντί για παντοτινή νηστεία; ρώτησε η Γριά γαλοπούλα. Κι άλλο «κρέας;» Εκεί μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορα.
̶ Μα δεν είναι αυτό το θέμα μας˙ αυτοί ας κόψουν τον λαιμό τους. Τι μας νοιάζει εμάς; απάντησε το σουγιαδάκι, κι αφού κατέβασε το ποτήρι, σκούπισε το στόμα του με την ανάστροφη του χεριού του, κάθισε πάνω σ’ ένα πεζούλι, κι άρχισε να δίνει εξηγήσεις:
̶ Που λέτε, τα μαχαίρια είναι αγανακτισμένα, με το να τα κουράζουν κάθε μέρα, κόψε κόψε, μέχρι τελικής πτώσεως και, κάθε τόσο, να τα ξεσκίζουν από πάνω, με το τρόχισμα. Έτσι αποφάσισαν να κάνουν απεργία διαρκείας και δεν θα ’χουμε μαχαιρώματα.
̶ Και πώς θα γίνει αυτό; απόρησε η Γκρίζα χήνα.
̶ Νά, κάποια θα τρυπώσουν στα συρτάρια, κι εγώ θα τα κλειδώσω και θα πετάξω τα κλειδιά στο πηγάδι. Αυτό συμφωνήσαμε. Σας αρέσει;
̶ Και τα υπόλοιπα; ρώτησαν όλα τα πουλιά, με μια φωνή.
̶ Αφήστε το το πάνω μου, συνέχισε. Μην κοιτάτε που είμαι μικρός. Τα μαχαίρια με αγαπάνε, και ξέρετε γιατί; Με προορίζουν για γαμπρό της κόρης του Μπαλτά*3, του πιο δυνατού της κουζίνας. Τον άκουσα, μια μέρα, που μιλούσε με το Τραπεζομάχαιρο. Ήδη, τα πιο μεγάλα σκαρφάλωσαν στο ταβάνι, κι απειλούν να πέσουν πάνω σε όποιον τα πλησιάσει. Σε τελική ανάλυση, αν χρειαστεί, έχουν ορκιστεί να κάνουν χαρακίρι, φώναξε, κι ολοκληρώνοντας, σηκώθηκε και φώναξε «Ζήτω η ελευθερία» πετώντας το ψεύτικο λειρί του στον αέρα.
«Ζήτωωω» ακούστηκε, δυνατά, σκούξιμο πουλιών.
̶ Ουφ, τα είπα και λυτρώθηκα. Παρδαλέ, πιάσε ένα Τζώνυ με πάγο, σε χαμηλό.
̶ Έγινεεε...
Η Χιμένα, εκείνη την ώρα, βρισκόταν στο λιακωτό κι απολάμβανε τα λουλούδια της. Αίφνης, μια δυνατή βουή ακούστηκε από τους στάβλους, κι άνοιξε το μεγάλο παράθυρο, για να δει τι συμβαίνει. Έντρομη, αντίκρισε τα ζώα τους να έχουν ξεφύγει από τις περιφράξεις των προαυλίων, όπου τα φυλούσαν περιορισμένα, και να τρέχουν ξέφρενα, μέσα στο κτήμα, κι από πίσω, μερικούς υπηρέτες να τα κυνηγάνε. Ο νέγρο Τζιμ κρατούσε μια μακριά βέργα, και προσπαθούσε να επιβάλλει την τάξη, πότε χτυπώντας την στο έδαφος και πότε στα συρματοπλέγματα του κτήματος, μα δίχως αποτέλεσμα. Τα πουλιά, αναστατωμένα, έκρωζαν δυνατά και χοροπατούσαν πάνω στο χώμα ενώ, άλλοτε τσαλαβουτούσαν στις γούρνες, που ήταν γεμάτες νερό, κι άλλοτε αναπηδούσαν, λες κι ετοιμάζονταν ν’ απογειωθούν. Ξαφνικά, ένας μεγάλος κουρνιαχτός σηκώθηκε, και η γριά αρχόντισσα είδε ένα σκούρο σύννεφο στον αέρα. Τα πουλιά είχαν ανοίξει τα φτερά τους και πετούσαν ψηλά στον ουρανό, ενώ τα ζώα είχαν πηδήξει έξω από το κτήμα, κι έτρεχαν παντού, λεύτερα. Της ήρθε λιποθυμία κι έγειρε στο περβάζι, βγάζοντας μια τσιρίδα. Παίρνοντάς την είδηση, η Καρολίνα, έτρεξε κοντά της, ξεφωνίζοντας:
̶ Κυρά μου… μα δεν πρόλαβε να φτάσει δίπλα της, κι ένα εκκωφαντικό σούρσιμο ακούστηκε από την κουζίνα. Τα μαχαίρια είχαν κατέβει από το ταβάνι, και σέρνονταν προς την έξοδο. Ακολουθούσαν τα μικρότερα, κουτρουβαλώντας προς τον κάτω όροφο. Παντού υπήρχαν αίματα, κι έντρομες, οι δυο γυναίκες στρίγγλισαν:
«Παναγιά μου» κι άρχισαν να σταυροκοπιούνται.
Ήταν προπαραμονή Χριστουγέννων, στα 1948.
*1. Διάνος (από το ινδιάνος): γαλοπούλα.
*2. Κούρκος (Σλαβικής προέλευσης): γαλοπούλα.
*3. Μπαλτάς: είδος μαχαιρο-τσεκουριού για κρέας.
*Νίκος Μπατσικανής «ΑΘΕΑΤΗ ΟΨΗ» 2015, Γαβριηλίδης
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα