Θέατρο: Ζαν Ζενέ, «Δούλες» - Κριτική Νίκου Μπατσικανή*
Παραστάσεις έως 2 Απριλίου 2018
Μετάφραση - Σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη
Συνεργάτης στη Σκηνοθεσία: Βασίλης Μαυρογεωργίου
Δραματολόγος παράστασης: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου
Σκηνικά - Κοστούμια: Χριστίνα Κάλμπαρη
Μουσική επιμέλεια: Νέστωρ Κοψιδάς
Επιμέλεια κίνησης: Βάλια Παπαχρήστου
Σχεδιασμός φωτισμού: Στέλλα Κάλτσου
Βοηθός σκηνοθέτη - Εκτέλεση παραγωγής: Μαριλένα Μόσχου
Επεξεργασία ήχου - Βοηθός σκηνοθέτη: Κωνσταντίνος Ευστρατίου
Φωτογραφίες: Μυρτώ Αποστολίδου
Ερμηνείες: Κάτια Γέρου, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Μαριάννα Κάλμπαρη
Το έργο – σταθμός του Ζαν Ζενέ ανεβαίνει και πάλι στη σκηνή του Υπογείου, 50 χρόνια μετά την πρώτη παρουσίασή του στο ελληνικό κοινό, σε μια παράσταση - τιμή στον Κάρολο Κουν και στη λειτουργία του Θεάτρου Τέχνης για 75 χρόνια. Μια παράσταση δοσμένη ως προσέγγιση παλαιότερων, της εποχής του ιδρυτή και δασκάλου του, Κάρολου Κουν, αλλά και των σπουδαίων συνεργατών του. Οι «Δούλες» είχαν πρωτοπαρουσιαστεί στο Θέατρο Τέχνης το 1968, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Χατζημάρκου και μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος είχε προτιμήσει τον τίτλο «Δούλες» και όχι υπηρέτριες, όπως είναι στα Γαλλικά, όπου «Bon» σημαίνει καλός αλλά και υπηρέτης. Les Bonnes = Οι υπηρέτες / υπηρέτριες. Καλές = υπηρέτριες… ή οι υπηρέτριες είναι καλές… ή οι καλές γίνονται υπηρέτριες;
Ο Ζαν Ζενέ αναστάτωσε τους λογοτεχνικούς κύκλους της Γαλλίας -και όχι μόνο- στα μέσα του 20ού αιώνα με τα γραπτά, τις απόψεις και τη στάση του απέναντι σε διάφορα γεγονότα της εποχής του. «Πολύ ιδιαίτερος» στη ζωή και στην τέχνη, κατάφερε να γίνει –εν τέλει- αποδεκτός (ο Ζαν-Πολ Σαρτρ έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην πορεία του), κερδίζοντας μια ιδιότυπη θέση στο πάνθεον των «καταραμένων» ποιητών.
Το 1933, οι αδελφές Λέα και Κριστίν Παπέν, υπηρέτριες σε αστικό σπίτι στην περιοχή του Λε Μαν, κατακρεούργησαν την κυρία τους και την κόρη της. Ο Ζενέ, έχοντας διαβάσει στις εφημερίδες της εποχής για το έγκλημα, έγραψε τη δική του εκδοχή. Στο έργο του, οι αδελφές Κλερ και Σολάνζ βιώνουν μια καθημερινότητα γεμάτη αντιθέσεις και ακρότητες: μίσος – αγάπη αλλά και θαυμασμό - φθόνο για την κυρία τους. Όταν εκείνη απουσιάζει, οι δύο αδελφές υποδύονται -εναλλάξ- τη δούλα και την κυρία, εξωτερικεύοντας τα καταπιεσμένα συναισθήματά τους. Μαθαίνοντας πως ο κύριος (δεν εμφανίζεται στο έργο) αποφυλακίζεται κι από φόβο μη βρουν τον μπελά τους, καθώς αυτές τον είχαν καταδώσει, αποφασίζουν να σκοτώσουν την κυρία τους, μα δεν τολμούν να εφαρμόσουν το σχέδιό τους. Απελπισμένες, λόγω της αποτυχίας τους, παίρνουν την απόφαση να παίξουν μεταξύ τους τη σκηνή του φόνου: η Κλερ, ντυμένη κυρία, πίνει το δηλητηριασμένο αφέψημα, που της σερβίρει η Σολάνζ (στον ρόλο της δολοφόνου), η οποία κι αναμένει πως θα τη συλλάβουν, νιώθοντας, όμως, δικαιωμένη ως δούλα, που εξολόθρευσε τη δήμιό της. Πολύ σπουδαίο κείμενο, σκληρό, σκοτεινό και, συγχρόνως, τρυφερό. Οι άνθρωποι, συνειδητοποιώντας τις αδυναμίες τους, θα μπορέσουν να αντιδράσουν ή και να επαναστατήσουν, αν καταφέρουν να είναι ο εαυτός τους και να βάλουν στόχους. Ο Ζενέ δικαιώνει τους απανταχού περιθωριακούς, υποταγμένους και κατατρεγμένους.
Θέατρο του παραλόγου και θέατρο μέσα στο θέατρο. Οι θεατές χάνονται ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα, και αυτό είναι επίτευγμα της παράστασης, αλλά και δικαίωση του κειμένου. Ένα παιγνίδι ρόλων που εναλλάσσονται στα άκρα: Δούλος - Αφέντης, Πολίτης – Εξουσία. Η Μαριάννα Κάλμπαρη κρατάει και τον ρόλο της Κυρίας, σκηνοθετώντας την παράσταση (με συνεργάτη τον Βασίλη Μαυρογεωργίου και βοηθό σκηνοθέτιδα τη Μαριλένα Μόσχου) αλλά και τη ζωή των υπηρετριών της. Από τη μεριά τους, οι Δούλες προσπαθούν να εξουσιάσουν η μία την άλλη. Όμως, και η κυρία είναι -με τη σειρά της- «δούλα» του κυρίου, μα, πάνω απ’ όλα, δούλα της εμφάνισης και του χαρακτήρα της. Κανένας δεν είναι πραγματικά ελεύθερος και κυρίαρχος του παιγνιδιού, όπως συμβαίνει -κάποτε- και στη ζωή, όπως και στο θέατρο, άλλωστε. Η ίδια η ζωή είναι θέατρο, όπου, ως έναν βαθμό, μπορούμε να ανατρέψουμε την υπόθεση και να αλλάξουμε ρόλους. Οι τρεις κυρίες απέδωσαν έξοχα τους ακραίους χαρακτήρες του έργου, και η παράσταση είχε δύναμη και ατμόσφαιρα. Η Μαριάννα Κάλμπαρη ερμήνευσε με πολύ ξεχωριστόν τρόπο την Κυρία, η Κωνσταντίνα Τάκαλου έδωσε ρεσιτάλ ερμηνείας, ως Κλερ, ενώ η Κάτια Γέρου ενσάρκωσε την πειθήνια Σολάνζ με το ιδιότυπο παίξιμό της. Θαυμάσια όλα τα κοστούμια, ιδίως οι τουαλέτες της Κυρίας αλλά και οι μεταμορφώσεις της Κλερ σε Κυρία, χάρη στο -επίτηδες επιλεγμένο- τεράστιο φτηνο-ταφταδένιο ύφασμα, μέσα στα έξυπνο και λειτουργικό σκηνικό της Χριστίνας Κάλμπαρη, κάτω από τους υποβλητικούς φωτισμούς της Στέλλας Κάλτσου, υπό τους ωραίους ήχους του Νέστωρα Κοψιδά (καταπληκτικό το τραγούδι που ακούγεται προς το τέλος) και τις ευφάνταστες κινήσεις που δίδαξε η ταλαντούχα Βάλια Παπαχρήστου, όλα να συμβάλλουν στην ατμόσφαιρα της υπέροχης αυτής παράστασης, την οποία είχα την τύχη να παρακολουθήσω, έχοντας μέτρο σύγκρισης και από άλλες «Δούλες» του παρελθόντος. Οι θεατές, επηρεασμένοι από τα όσα -πολύ δραματικά και «τρελά»- λαμβάνουν χώρα επί σκηνής και καθηλωμένοι σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, αντάμειψαν με ζωηρά χειροκροτήματα τις τρεις ηθοποιούς μα και όλους τους συντελεστές, στο τέλος.
Μάρτιος 2018
«Θέατρο Τέχνης, Κάρολος Κουν» - Υπόγειο
Πεσμαζόγλου 5, Αθήνα. Τηλ.: 2103228706
Πέμπτη - Σάββατο: 21.15. Κυριακή, Τετάρτη: 20.00
Μέχρι 2/4/18
*Νίκος Μπατσικανής, κριτικός Θεάτρου
(μέλος Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών -
Θεατρικά Βραβεία Κάρολος Κουν, Ελληνικά κι Ευρωπαϊκά Βραβεία Θεάτρου - Χορού)
Ζαν Ζενέ (Jean Genet, 1910 - 1986): Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, εκπρόσωπος του «Θεάτρου του Παραλόγου». Στα έργα του απεικονίζει την ίδια του τη ζωή και τον ιδιαίτερο - ακραίο τρόπο με τον οποίον τη βίωσε. Αν και μεγάλωσε σε στοργικό περιβάλλον, με δύο χωρικούς για γονείς, δεν άργησε να παρουσιάσει τάσεις περιθωριοποίησης. Απόπειρες φυγής από το σπίτι και μικροκλοπές αντικειμένων τού χάρισαν τον τίτλο του κλέφτη στα 12 χρόνια του. Ήταν, όμως, άριστος μαθητής, γι' αυτό τον στέλνουν σε μια τεχνική σχολή έξω απ' το Παρίσι, να μάθει το επάγγελμα του τυπογράφου. Το σκάει αμέσως, για να κυνηγήσει το όνειρό του, το σινεμά, στην Αμερική. «Αποφάσισα να απαρνηθώ έναν κόσμο που με είχε απαρνηθεί» έγραψε για την τροπή που πήρε η ζωή του. Κλεισμένος σε αναμορφωτήριο από τα 15 του ως τα 18 του, ο έφηβος Ζαν γνώρισε για τα καλά τη σκληρή δουλειά, την άσχημη όψη των ανθρώπων και μυήθηκε στον ομοφυλόφιλο έρωτα. Θέλησε να ξεφύγει και το προσπάθησε μέσω του στρατού, μα έφυγε κι από εκεί. Λιποτάκτης, πια, αλλάζει το επώνυμό του και περιπλανιέται στην Ευρώπη με τα πόδια, κλέβοντας ό,τι μπορεί. Σε κάθε σταθμό του έχει προβλήματα με τις Αρχές. Φτάνοντας στη Γερμανία του Χίτλερ, θα πει: «Αισθάνθηκα σαν να βρέθηκα σε ένα οργανωμένο στρατόπεδο με λωποδύτες. Είναι ένα έθνος κλεφτών». Περνάει στη φυλακή τα επόμενα επτά χρόνια. «Βλέπω, στους κλέφτες, στους προδότες, στους δολοφόνους, στους απόκληρους και στους μάγκες, μια βαθιά ομορφιά, μια υπόγεια ομορφιά» είχε δηλώσει. Δημοσιεύει το πρώτο του κείμενο σε ηλικία 32 ετών, την «Παναγία των λουλουδιών», το πιο «εμπρηστικό» -ίσως- μυθιστόρημα του 20ού αιώνα. Το γράφει στο κελί του, σε ό,τι χαρτί βρίσκει. Οι φύλακες θα του το αρπάξουν, μα εκείνος θα το ξαναγράψει απ' την αρχή. Αποκτά την αναγνώριση της παρισινής κοινωνίας, μετά τη γνωριμία του με τον Ζαν Κοκτώ (Jean Cocteau, 1889 – 1963: Γάλλος ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ζωγράφος και σκηνοθέτης του κινηματογράφου, ένας από τους πιο πολυσχιδείς καλλιτέχνες του μεσοπολέμου, μέλος της γαλλικής πρωτοπορίας), ο οποίος θα φροντίσει να εκδοθούν τα έργα του και θα τον βοηθήσει -πολλές φορές- να βγει από τη φυλακή. Ξαφνικά, το παρουσιαστικό του Ζενέ αλλάζει. Βολτάρει στη Μονμάρτη και στα παρισινά μπιστρό, ντυμένος μπουρζουά διανοούμενος, με χειροποίητα κοστούμια και μεταξωτές γραβάτες. Συναντά τον Ζαν - Πωλ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre, 1905 – 1980: Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης, κριτικός και πολιτικός ακτιβιστής, ο κυριότερος εκπρόσωπος του φιλοσοφικού υπαρξισμού και υποστηρικτής της πολιτικής θεωρίας του Μαρξισμού), τον άνθρωπο που τον ανέδειξε και τον επηρέασε πιο πολύ απ' όλους. Ο Σαρτρ πρωτοστατεί σε μια κίνηση των διανοουμένων της εποχής, ώστε να μην καταδικαστεί σε ισόβια ο Ζενέ, το 1949, ενώ η βιογραφία του «Άγιος Ζενέ: Ηθοποιός ή μάρτυρας», που βλέπει το φως της δημοσιότητας το 1952, όχι μόνο αποκαθιστά τη φήμη ενός πρώην βαρυποινίτη, αλλά τον αναδεικνύει και σε κορυφαίο λογοτέχνη και βαθιά σκεπτόμενο άνθρωπο. Ο Ζενέ, μετά από την ψυχανάλυση του Σαρτρ, δεν θα ξαναγράψει για επτά χρόνια, μα έχει μάθει να ξαναγεννιέται από τις στάχτες του, πάντα ως κάτι άλλο, κάτι καινούριο. Αυτήν τη φορά θα γίνει ο θεατρικός συγγραφέας, ο οποίος θα αποσπάσει το χειροκρότημα του κοινού, με τις πρωτοποριακές παραστάσεις, που δεν σέβονται την παραδοσιακή πλοκή, ούτε τους νόμους της ψυχολογίας. Ακολούθησαν κινηματογραφικές παραγωγές, βιβλία για τον Ρέμπραντ (Rembrandt, 1606 – 1669: Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης του 17ου αιώνα, από τους κορυφαίους όλων των εποχών) και τον Αλμπέρτο Τζιακομέτι (1901 – 1966: Ελβετός γλύπτης και ζωγράφος, ο οποίος έζησε κυρίως στο Παρίσι. Από τους σημαντικότερους γλύπτες του 20ου αιώνα) και περιπλανήσεις ανά την Ευρώπη. Ξαφνικά, η ζωή του θα αλλάξει και πάλι, δίπλα στον πρώτο εραστή του, Αμπντάλα Μπεντάγκα, τον 20χρονο Μουσουλμάνο ακροβάτη, στον οποίο θα αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι. Πληρώνει τους καλύτερους εκπαιδευτές, αναλαμβάνει ο ίδιος τη σκηνοθεσία του σόου του πάνω σε τεντωμένο σκοινί, τον πείθει να μην καταταγεί στον στρατό, και ξεκινούν οι δυο τους περιοδείες, αλλά η ιστορία τους δεν είχε αίσιο τέλος. Έπειτα από έναν σοβαρό τραυματισμό του Μπεντάγκα, ο Ζενέ τον παρατάει. Εκείνος αυτοκτονεί και ο Ζενέ πέφτει σε βαριά κατάθλιψη. Καταστρέφει τα χειρόγραφά του και ανακοινώνει στους φίλους του ότι δεν θα ξαναγράψει ποτέ. Θα αποπειραθεί να αυτοκτονήσει το 1967, αλλά, μη έχοντας εκτονώσει όλον το θυμό και όλη του την ενέργεια, δεν μπορούσε να πεθάνει ακόμη. Επινόησε μια νέα ζωή. Επέλεξε να πολιτικοποιηθεί. Αν και είχε κατηγορηθεί -μεταπολεμικά- από κάποιους για φιλοναζισμό και αντισημιτισμό, με σύνθημά του -για άλλη μια φορά- τη βία, μάχεται, στο πλευρό της επαναστατικής οργάνωσης «Μαύροι Πάνθηρες», κατά των φυλετικών διακρίσεων και του πολέμου στο Βιετνάμ και υπέρ των δικαιωμάτων των μεταναστών. Σειρά -έπειτα- έχουν οι Παλαιστίνιοι. Ο Ζενέ αποφασίζει να ζήσει με τους «Φενταγίν», στην Ιορδανία, το 1971, μετά τον πόλεμο μεταξύ των βασιλικών ιορδανικών δυνάμεων και των παλαιστινιακών οργανώσεων που είχαν καταφύγει στη χώρα. Το υλικό αυτής της επίσκεψης αποτελεί την πρώτη ύλη για το βιβλίο του «Αιχμάλωτος του έρωτα». Μόνο που ο Ζενέ δεν γύρισε πίσω, για να στρωθεί στο γράψιμο. Πέρασαν άλλα δέκα χρόνια ώσπου, τον Σεπτέμβριο του 1982, επέστρεψε και πάλι στους Παλαιστίνιους, αυτήν τη φορά στη Βηρυτό. Στο μεταξύ, οι Ισραηλινοί μόλις είχαν εισβάλει στην πόλη. Ο Ζενέ ήταν ένας από τους πρώτους παρατηρητές που επισκέφτηκαν τον καταυλισμό των Παλαιστινίων στη Σατίλα, λίγες ώρες μετά την εισβολή των Χριστιανών Λιβανέζων Φαλαγγιτών. Ο Ζαν Ζενέ πέθανε ένα ήσυχο ανοιξιάτικο πρωινό του 1986. Μόνος, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Παρίσι, νικημένος από τον καρκίνο. «Σ' έναν σιωπηλό και ασήμαντο δρόμο, που ξαφνικά πήρε λάμψη, αποτελώντας την τελευταία στάση της ζωής του Ζενέ στην πόλη, την οποία μεταμόρφωσε και εξύβρισε χωρίς σταματημό» σημειώνει στο ξεκίνημα της βιογραφίας του ο Βρετανός καθηγητής Πανεπιστημίου και συγγραφέας Στίβεν Μπάρμπερ (Stephen Barber, 1961 - ). Εκπρόσωποι του «Θεάτρου του Παραλόγου», το οποίο βασίζεται σε μη ρεαλιστικούς χαρακτήρες και καταστάσεις, σύμφωνα με το θεμελιωτή του όρου, Άγγλο (Ουγγρικής καταγωγής) κριτικό και θεατρικό συγγραφέα Μάρτιν Έσλιν (Martin Esslin, 1918 -2002), είναι οι: Ιρλανδός ποιητής και συγγραφέας Σάμουελ Μπέκετ (Samuel Beckett, 1906 – 1989), Ρουμάνος θεατρικός συγγραφέας Ευγένιος Ιονέσκο (Eugen Ionescu, 1909 - 1994), Ζαν Ζενέ και Ρώσος θεατρικός συγγραφέας Αρτούρ Αντάμοφ (Arthur Adamov, 1908 – 1970).
Εργογραφία (Επιλογή)
Θεατρικά: «Le Balcon» (Το Μπαλκόνι). «Les Bonnes» (Οι Δούλες). «Haute Surveillance» (Υψηλή επιστασία). «Les Nègres» (Οι Νέγροι). «Les Paravents» (Τα παραβάν). «Elle» (Αυτή). «Le Bagne» (Το κάτεργο).
Ποιητικά:
«Le Condamné à mort» (Ο θανατοποινίτης). «La Galère» (Η γαλέρα). «Marche funèbre» (Πένθιμο εμβατήριο). «Un chant d'amour» (Ένα τραγούδι αγάπης). «Le Pêcheur du Suquet» (Ο ψαράς του Suquet).
Πεζογραφήματα:
«Notre-Dame-des-Fleurs» (Η Παναγία των Λουλουδιών). «Miracle de la Rose» (Θαύμα του ρόδου). «Querelle de Brest» (Ο καβγατζής της Βρέστης). «Pompes Funèbres» (Επικήδειες πομπές). «Journal du voleur» (Ημερολόγιο του κλέφτη). «Le Funambule» (Ο Σχοινοβάτης). (Βικιπαίδεια).
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα