Περί ρωσοφιλίας - Της Σώτης Τριανταφύλλου
Κράτα κοντά τους φίλους σου, αλλά πιο κοντά κράτα τους εχθρούς σου
Η πίστη στη Ρωσία −στην αγαθή της φύση, στις καλές της προθέσεις, στην αξία του πολιτισμού της− εκδηλώνεται στις πολιτικές μας επιλογές και στον καθημερινό λόγο. Δείχνουμε να προτιμάμε το «ρωσόφιλο» κόμμα έναντι του «αμερικανόφιλου», του «αγγλόφιλου» ή του «γαλλόφιλου», υιοθετώντας τη μυθολογία σχετικά με τις ελληνορωσικές σχέσεις. Ο πρώτος μύθος είναι −ιδιαίτερα για την αριστερά− η Οκτωβριανή επανάσταση: Ο λαός που την έφερε εις πέρας θεωρείται ο περιούσιος. Ολόκληρη η ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού στηρίζεται στη ρωσοφιλία· και σε πλείστες περιπτώσεις καταλήγει στην αντικατάσταση της πατρίδας. Οι κομμουνιστές αγαπούσαν τη Ρωσία −τη «Σοβιετική Ένωση»− με την αυταπάτη του διεθνισμού· ήταν πατριώτες μιας χώρας που δεν γνώριζαν και που αποτελούσε το ιδεώδες τους, το ιερό Δισκοπότηρο της ιδεολογίας τους. Για κάμποσες δεκαετίες, ήρωες και ινδάλματά τους ήταν οι σοβιετικοί ηγέτες, επιστήμονες, αστροναύτες, ποιητές, ηθοποιοί, χορευτές και τραγουδιστές. Τα βιβλία που διάβαζαν ήταν ρωσικά· η αριστερά είχε τον δικό της λογοτεχνικό κανόνα από τον οποίον αποκλείονταν οι «αστοί» συγγραφείς: περιέργως, οι Ρώσοι θεωρούνταν συλλήβδην επαναστάτες, εκτός φυσικά αν ήταν πράκτορες της αντίδρασης όπως ο Παστερνάκ, ο Σολζενίτσιν και ο Ναμπόκοφ. Είχε ελάχιστη σημασία για τους Έλληνες αριστερούς το ότι οι μεγάλοι Ρώσοι συγγραφείς έπεφταν ένας-ένας από το παράθυρο μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων. Αχ, αυτές οι ευαίσθητες ρωσικές ψυχές! Αν οι κομμουνιστές μάθαιναν μια ξένη γλώσσα αυτή ήταν τα ρωσικά: το βάθος του ορίζοντα ήταν κόκκινο και ρωσικό.
Για τους αριστερούς διανοουμένους, η ρωσική, προεπαναστατική και μετεπαναστατική λογοτεχνία, η ρωσική τέχνη (μολονότι πέθανε το 1930 περίπου), η ρωσική πνευματική ζωή (αναιμική κι αυτή) καταδείκνυαν τη βαθύτερη ουσία της ρωσικής ψυχής. Αν για τους αντικομμουνιστές οι Ρώσοι ήταν τα ταλαίπωρα ανθρωπάκια που τσαλαπατήθηκαν στην κηδεία του Στάλιν και που έπνιγαν τη θλίψη τους στη βότκα, για τους κομμουνιστές ήταν ο ατρόμητος λαός που είχε κατατροπώσει τον Χίτλερ και που οικοδομούσε τη μεγάλη σοσιαλιστική πατρίδα με τα ίδια του τα χέρια. Η εργατικότητα ήταν αρετή μόνο σε σοσιαλιστικές συνθήκες, όχι σε συνθήκες καπιταλιστών-αφεντικών. Η ρωσοφιλία έφτανε στο απώτερο παρελθόν: οι κομμουνιστές δεν λάτρευαν μόνο τον Λένιν και τον Στάλιν, αλλά και τον Μεγάλο Πέτρο, παραμερίζοντας τις ιστορικές ρήξεις και τη χριστιανική ταυτότητα των Ρώσων. Ως «άθεοι» έβλεπαν όλο τον κόσμο ως «άθεο»· δεν κατανοούσαν τη φύση του σοβιετικού καθεστώτος, ούτε ήθελαν να δουν τι συνέβαινε πραγματικά και γιατί συνέβαινε αυτό που συνέβαινε.
Από την άλλη πλευρά, μολονότι επρόκειτο περί συγκοινωνούντων δοχείων, οι Έλληνες θρησκευόμενοι, δηλαδή η πλειονότητα των Ελλήνων, ένιωθαν συγγένεια με την ομόθρησκη Ρωσία. Το ΚΚΕ εκμεταλλευόταν αυτή τη συγγένεια παραπέμποντας σε ιστορικά επεισόδια όπως τα λεγόμενα Ορλοφικά ―τα οποία ερμήνευε με τον δικό του χειριστικό τρόπο. Η αποτυχημένη εξέγερση των Ελλήνων το 1770 την οποία υποκίνησαν οι Ορλόφ, αξιωματούχοι της τσαρικής Ρωσίας −επί Αικατερίνης Β'− εναντίον των Οθωμανών στη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-74), είχε οδυνηρές συνέπειες για τους εξεγερθέντες. Αλλά, ήδη από τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699, όταν έγινε φανερό ότι η Ρωσία χρειαζόταν πέρασμα στη Μεσόγειο, οι Έλληνες προσέβλεπαν στη συμμαχία με την ομόθρησκη δύναμη: ο φιλορωσισμός τους βασιζόταν στη χριστιανική ορθοδοξία και σ’ ένα είδος σταυροφορίας εναντίον του Ισλάμ. Επικρατούσε, όπως και σήμερα, συναισθηματική φόρτιση των χριστιανών: τότε οι Έλληνες υφίσταντο εξευτελισμούς από τους Τούρκους· αργότερα από τις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης και την εγχώρια δεξιά· σήμερα από τη Γερμανία. Έτσι, ο ελληνισμός στράφηκε προς τη Ρωσία. Έπαιξαν ρόλο και οι «χρησμοί» του Ροδίτη Αγαθάγγελου που στον 13ο αιώνα αναφερόταν στο «ξανθό γένος» το οποίο έμελλε να ελευθερώσει τους υπόδουλους Έλληνες από τον οθωμανικό ζυγό. Κι αργότερα, στον 18ο αιώνα, ο Ιωάννης Πρίγκος, εθνικός ευεργέτης που ζούσε στο Άμστερνταμ, αποκαλούσε τη Ρωσία «κοινή των ορθοδόξων μητέρα και μόνη ελπίδα και καταφυγή του δυστυχούς μας γένους». Στη συνέχεια, το ρωσικό κόμμα του Ανδρέα Μεταξά, αν και υποστήριζε τον Καποδίστρια (το 1823 ο Καποδίστριας ήταν υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας· επί τσάρου Αλεξάνδρου Α') όφειλε τη δημοτικότητά του στην προτεραιότητα που έδινε στην Ορθοδοξία. Οι ρωσόφιλοι (ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Κολοκοτρώνης) δεν επηρεάζονταν από τις δυτικές δημοκρατίες· εμφορούνταν από το νεφελώδες όνειρο ενός χριστιανικού κράτους χωρίς κρατικές δομές.
Στο μεταξύ, η ρωσοφιλία εξελίχθηκε σαν μια ομοψυχία ομοιοπαθών: οι Έλληνες, που θεωρούν τον εαυτό τους «πολύπαθο», σπεύδουν να ευθυγραμμιστούν με άλλους «πολύπαθους», θύματα της ιστορίας και των ισχυρών. Σύμφωνα με τα στερεότυπα, οι Ρώσοι είναι φιλόξενοι και συναισθηματικοί, αντίθετα από τους Δυτικοευρωπαίους που είναι ψυχροί, υποκριτές και συμφεροντολόγοι. Η Ρωσία μοιάζει να καταργεί τις διαφορές μεταξύ Βορρά-Νότου: Μολονότι ο χειμώνας είναι βαρύς, η ρωσική ψυχοσύνθεση ταιριάζει στον Νότο· θεωρείται μείγμα τολστοϊκού ασκητισμού και σλαβικού ηδονισμού· πνευματοθρησκευτική κοινότητα με τελετουργίες που υπερβαίνουν το περιεχόμενο. Όπως συνήθως, τα στερεότυπα περιέχουν κάποια αλήθεια μαζί με πλήθος αντιφάσεων.
Υπάρχουν ρωσικές λέξεις που αντιστοιχούν σε έννοιες άγνωστες στη Δύση αλλά κατανοητές στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στους κύκλους των κομμουνιστών και των θρησκευομένων: πρόκειται για σημαίνοντα σχετικά με την αποφυγή της φορολογίας, με την αλληλοκάλυψη μπροστά στην παγίδα του νόμου, με τη συλλογική ευθύνη, με την εξουσία των πρεσβυτέρων, με την πατριαρχία, με το αντιδυτικό πνεύμα. Το τελευταίο είναι ένας ακόμη παράγοντας ρωσοφιλίας: ο αντιαμερικανισμός και ο αντιδυτισμός που, με τη σειρά τους, οφείλονται στις διαφορές των νοοτροπιών και στο σύμπλεγμα της ρωσικής και ελληνικής ανωτεροκατωτερότητας· του αισθήματος της ιστορικής αδικίας.
Όσο για τη ρωσική ορθοδοξία, όπως η ελληνική, είναι σφοδρά αντι-καθολική και αντι-προτεσταντική, ενώ, αντιστρόφως, οι Καθολικοί και οι Προτεστάντες δεν ασχολούνται καθόλου με την Ορθοδοξία· δεν την κρίνουν, δεν τη λαμβάνουν καν υπόψη. Καμιά φορά, όχι αδικαιολόγητα, την υποπτεύονται ως υπερβολικά ανατολίτικη, άρα φιλικότερη προς το Ισλάμ − σε ό,τι αφορά το ήθος, όχι το δόγμα. Ο αντιδυτισμός μάς ενώνει με τη Ρωσία γεφυρώνοντας την αριστερά με τη δεξιά και συγκροτώντας μια κοινή εθνικοθρησκευτική ταυτότητα που περιλαμβάνει Βαλκάνιους και Σλάβους γενικότερα − κι από τους οποίους εξαιρούνται οι Πολωνοί ως Καθολικοί και αντι-Ρώσοι.
Προσφάτως, η ρωσοφιλία εντείνεται ως απάντηση στην κυριαρχία της «τευτονικής φυλής». Ο Βλαντιμίρ Πούτιν ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, παρουσία του κ. Κατρούγκαλου. Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν διάφορα άτομα που, κατά τα φαινόμενα, κάνουν καριέρα στη φασιστοειδή διαπαιδαγώγηση της ελληνικής νεολαίας. Δεν είναι οι πρώτοι, ούτε οι τελευταίοι που μπερδεύουν τη ρωσοφιλία με τη σοβιετοφιλία, τον τσαρισμό με τον κομμουνισμό. Γιατί όχι άλλωστε; Η ιστορική συνέχεια είναι προφανής: παλιός πολιτισμός, εθνικισμός, πολιτική πανρωσισμού, αυταρχική πλην όμως δημοφιλής ηγεσία. Και παρ' όλ' αυτά, η συνεργασία με τη Ρωσία είναι επιθυμητή και απαραίτητη· το μοιραίο λάθος θα ήταν να στηρίζεται στον παραδοσιακό φιλορωσισμό, στις αυταπάτες του Κολοκοτρώνη, του ΚΚΕ και των παπάδων. Друзей держи вблизи себя, а врагов - еще ближе: κράτα κοντά τους φίλους σου, αλλά πιο κοντά κράτα τους εχθρούς σου· τους οποίους καλό είναι να αναγνωρίζεις.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα