Υποψήφιοι για διαμελισμό - Του Χρήστου Γιανναρά
Υπάρχουν δύο παράγοντες (ή συντελεστές ή δεδομένα) του οργανωμένου (δημόσιου) βίου, με καίρια σημασία για την ύπαρξη και λειτουργία του, που είναι αδύνατο να αντικειμενοποιηθούν ως μετρητά μεγέθη και να αξιολογηθούν. Επομένως, είναι και αδύνατο να «βελτιωθούν» με άμεσες (νομοθετικές - διοικητικές) παρεμβάσεις. Πρόκειται για ό,τι ενδεικτικά ονομάζουμε «κοινωνικό κλίμα» και «ανθρώπινη ποιότητα».
Ονομάζουμε «κοινωνικό κλίμα» κάποια κατεστημένα αυτονόητα, βεβαιότητες που κανένας δεν διανοείται να τις αμφισβητήσει ή ελέγξει. Δεν πρόκειται για επεξεργασμένες «θέσεις» ή «αρχές», ιδεολογικές παραδοχές, επιλεγμένες πεποιθήσεις, όχι. Πρόκειται για βεβαιότητες που «μεταγγίζονται» αυτοματικά, σαν «κοινοί τόποι». Ολοι τις χρησιμοποιούν θεωρώντας δεδομένο ότι όλοι τις παραδέχονται. Ετσι, τα κατεστημένα αυτονόητα λειτουργούν στη συλλογικότητα σαν τρόπος αντίληψης της πραγματικότητας, σαν νοο-τροπία (τρόπος του νοείν, τρόπος κατανόησης του υπαρκτού και πραγματικού).
Για παράδειγμα, στην Ελλάδα σήμερα, μια κατεστημένη, αυτονόητη βεβαιότητα, παγιωμένη ως «κλίμα κοινωνικό» και κυριαρχική νοο-τροπία, είναι η χρηστική εκδοχή της παιδείας: Είναι «εφόδιο» για το παιδί η σχολική εκπαίδευση, όπλο - εργαλείο - προϋπόθεση για τον βιοπορισμό του - υφίσταται την «ταλαιπωρία» του σχολείου, προκειμένου «να πάρει ένα χαρτί», να βγάζει το ψωμί του.
Η ωφελιμότητα είναι το αυτονόητο κίνητρο και ο αυτονόητος στόχος σε ολόκληρη την εκπαιδευτική διαδρομή, από το νηπιαγωγείο ώς το διδακτορικό. Αδιανόητο το ενδεχόμενο η παιδεία να είναι πρωτίστως χαρά και όχι πρωτίστως υποχρέωση – η χαρά της εισόδου στην κοινωνία των σχέσεων, στη δημιουργική «μετοχή», στην έκπληξη του συνεχώς καινούργιου. Εχει χαθεί από το οπτικό μας πεδίο το σχολειό ταυτισμένο αυτονόητα με γνώση που συναρπάζει, ανοίγει ορίζοντες, οικοδομεί την προσωπικότητα, ετοιμάζει υπεύθυνους πολίτες. Γι’ αυτό και κατεστημένος αυτονόητα ο εκτρωματικός πρωτογονισμός του «φροντιστηρίου»: Το σχολειό δευτερεύον ή και περιττό, η γνώση απροκάλυπτα εμπορευματοποιημένη, «πακετάρεται» στα φροντιστήρια, για να αποτιμηθεί η χρηστικότητά της στην αγορά.
Αλλο κατεστημένο, παγιωμένο στη σημερινή Ελλάδα αυτονόητο: η δημοσιοϋπαλληλία ως παρασιτισμός. Θεσμός ισόβιας εξασφάλισης κάποιων (τυχαία ή εξαγορασμένα) προνομιούχων, όχι θεσμός υπουργίας των κοινών αναγκών. Μισθός εγγυημένος από το κράτος, σίγουρος μήνας μπαίνει - μήνας βγαίνει, χωρίς κρίση - αξιολόγηση της προσφοράς, των ικανοτήτων, της κατάρτισης, με ατιμώρητη την κατάχρηση, την αυθαιρεσία, τη ραστώνη. Ο «δημόσιος υπάλληλος» δεν είναι, δεν διανοείται ότι θα μπορούσε να είναι λειτουργός της κοινωνίας των αναγκών. Δεν προτίμησε την κοινωνική προσφορά αντί για κάποιο κερδοφόρο επάγγελμα, δεν απαρνήθηκε συνειδητά το ρίσκο της δημιουργικής πρωτοβουλίας, τον συναρπαστικό ανταγωνισμό, για χάρη κοινωνικού υπουργήματος. Αυτονόητα η δημοσιοϋπαλληλία στην Ελλάδα συνδέεται στην κοινή συνείδηση με το εξαθλιωτικό της ανθρώπινης εντιμότητας «ρουσφέτι»: Πουλάς την ψήφο σου στον υπόκοσμο των κομματανθρώπων εξαγοράζοντας το ισόβιο τέλμα.
Τρίτο παραδειγματικό αυτονόητο στην κατεστημένη ντροπή του ελλαδισμού, η κοινή βεβαιότητα ότι «πολιτισμός είναι η Ευρώπη» και «πρόοδος» η μίμηση της Ευρώπης. Εκτιμάμε και θαυμάζουμε όχι τα πραγματικά επιτεύγματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, όχι την κατά κεφαλήν καλλιέργεια, τους θεσμούς λειτουργίας της συλλογικότητας, όχι τη νοο-τροπία και τους παράγοντες που τη διαμόρφωσαν μέσα στους αιώνες, αλλά το εντυπωσιακό αποτέλεσμα της ορθολογικής συμπεριφοράς, της πειθάρχησης στον Νόμο, της παραγωγικής γονιμότητας – τελικά την ευμάρεια. Αυτό μας γυαλίζει.
Η στάση μας των Ελλαδιτών απέναντι στους «Ευρωπαίους» δεν συνιστά ετοιμότητα δημιουργικής πρόληψης προτύπων και στοχεύσεων, αλλά μόνο παθητική μίμηση, επαρχιώτικη μειονεξία, συμπλεγματική ξιπασιά. Δεν ήταν ποτέ «γκέτο» ο Ελληνισμός, από την αρχαιότατη εποχή ώς την «πτώση» του στον ζυγό των Τούρκων, συνεχώς προσλάμβανε από παντού και αφομοίωνε τα προσλήμματα στις δικές του ανάγκες. Η θανατερή παρακμή αρχίζει, όταν προσλαμβάνοντας υποτάσσεται στο πρόσλημμα, δεν αφομοιώνει, μιμείται, πιθηκίζει.
Νομοτελειακά η μίμηση γεννάει σύμπλεγμα κατωτερότητας, επαρχιωτίλα, γελοιότητα. Σε οποιοδήποτε δάνειο, μίμηση λαμπρού επιτεύγματος της «Ευρώπης», προσθέστε τον προσδιορισμό «νεοελληνικό», και αμέσως το γέλιο είναι αυθόρμητο: Κοινοβουλευτισμός νεοελληνικός, σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων νεοελληνικό, φορολογικοί θεσμοί νεοελληνικοί, ελεύθερη πληροφόρηση, αδέσμευτη ψήφος, δημόσια τάξη και πάει λέγοντας.
Το κορύφωμα της τραγωδίας είναι ότι η μίμηση, η αξιωματική βεβαιότητα ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν» παθητικά, χωρίς ενεργό δημιουργική ετερότητα, μας απωθεί στο περιθώριο της Ιστορίας. Οταν δεν έχουμε τίποτε δικό μας να κομίσουμε στον εταιρισμό των λαών της Ευρώπης, όταν μόνο ζητιανεύουμε και εξευτελιστικά επιτροπευόμαστε από τους «εταίρους» μας, είμαστε κιόλας εκτός Ιστορίας. Υποψήφιοι για διαμελισμό.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα