Tρώγοντας ζώα - Της Σώτης Τριανταφύλλου
Άραγε η αυτοεκτίμησή μας εξαρτάται από τη στάση μας έναντι των ζώων;
Οι κρεατοφάγοι δεν θα θελήσουν να δουν το ντοκιμαντέρ του Christopher Quinn, μια κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου «Τρώγοντας ζώα» του Jonathan Froer. Όμως, λιγοστοί από όσους πεισθούν να το δουν θα παραμείνουν κρεατοφάγοι. Το γράφω εκφράζοντας ευσεβή πόθο. Έχω διαψευστεί σχετικά με άλλα ντοκιμαντέρ γύρω από το ίδιο ζήτημα όπως το «Forks Over Knives» του Lee Fulkerson και το «Super Size Me» του Morgan Spurlock (όπου ο Spurklock υπέβαλε τον εαυτό του σε κατανάλωση χάμπουργκερ επί ένα μήνα με αποτέλεσμα να χάσει την υγεία του): τίποτα δεν συνέβη· οι κρεατοφάγοι παρέμειναν κρεατοφάγοι· οι συζητήσεις ατόνησαν και παρά τις μαρτυρίες εναντίον των MacDonald’s οι καταναλωτές σάπιων κρεάτων παρέμειναν πιστοί στην αλυσίδα των φαστφουντάδικων.
Το 1994, στο βιβλίο του «Τι ωραίο πλιάτσικο!» ο Jonathan Coe περιέγραφε την εκτροφή πουλερικών στη Βρετανία επί Μάργκαρετ Θάτσερ, μια σκοτεινή υπόθεση που αρχίζει από την κακοποίηση των ζώων και φτάνει μέχρι τη ρύπανση των υδάτων και την κλιματική αλλαγή. Όταν είχα διαβάσει το μυθιστόρημα του Coe ήμουν τόσο αφελής ώστε πίστευα ότι θα επηρέαζε την πολιτική στην κτηνοτροφία ―ωστόσο, αν και το βιβλίο βραβεύτηκε και διαβάστηκε ευρέως, δεν είχε καμιά επίδραση στη μεταχείριση των ζώων και στην κατανάλωση του κρέατος. Το χαμηλό κόστος, η συνήθεια, η υπακοή στη διαφήμιση, το αγελαίο πνεύμα, η ταχύτητα, η βολικότητα αποδεικνύονται ισχυρότερα όχι μόνο από το αίσθημα του Καλού αλλά κι από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
Η δομή της οικονομίας των τροφίμων, η βαρβαρότητα του ανθρώπου έναντι των ζώων και ο αντίκτυπος της κρεατοφαγίας στη δημόσια υγεία είναι παλιά ζητήματα που πήραν τερατώδεις διαστάσεις με την εντατική εκβιομηχάνιση και την τεχνολογία. Από τη «Ζούγκλα» (1906), όπου ο Upton Sinclair περιέγραφε τα σφαγεία του Σικάγου, μέχρι το «Fast Food Nation» και το «Cowspiracy», εκτυλίσσεται μια ασύμμετρη διαμάχη γύρω από τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη βιομηχανία των τροφίμων που βρίσκονται στα χέρια κολοσσιαίων και σκανδαλωδώς ανεξέλεγκτων επιχειρήσεων. Αλλά, παρά την πρόσβαση στις πληροφορίες, οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται για την ηθική του πιάτου τους· δεν ενδιαφέρονται ούτε για την ποιότητά του: ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπου η τέχνη του φαγητού παραμένει πρωτόγονη, τα εναλλακτικά κινήματα περιορίζονται στις μεγαλουπόλεις και στα αριστεροφιλελεύθερα στρώματα.
Το «Τρώγοντας ζώα» του Quinn θα δουν όσοι ήδη προβληματίζονται για το πώς φτάνει το κρέας στο στομάχι τους και, εξαιτίας των βιομηχανικών του περιπετειών, για το τι φέρνει μαζί του· τι βακτήρια, τι αρρώστιες ― και τι ηθικό κόστος. Αν και ο τρόπος γραφής του Froer είναι προσωπικός, το βιβλίο είναι δοκιμιακού τύπου· καλύπτει σχεδόν όλες τις όψεις της σύγχρονης κρεατοφαγίας ― κάτι που δεν ήταν εύκολο να κάνει ο Quinn σε 94 λεπτά. Με τη φωνή της Natalie Portman (μελοδραματική όπως συνήθως) και με συγκλονιστικές εικόνες του Mott Hopfel, ο Quinn παρουσιάζει κοτόπουλα τόσο παχυμένα ώστε δυσκολεύονται να περπατήσουν και άλλα που δυσκολεύονται να αναπνεύσουν στις συνθήκες συνωστισμού στις οποίες τα εκτρέφουν· ψάρια με πληγές· αγελάδες με μαστίτιδα που αιμορραγούν.
Κι όμως δεν πρόκειται για διδακτικό ντοκιμαντέρ ενός φυτοφάγου ή ενός ακτιβιστή από εκείνους που αγκαλιάζουν δέντρα. Ούτε για τη φιλανθρωπική προσπάθεια σαν εκείνη του κυρίου και της κυρίας Smith στο μυθιστόρημα του Graham Greene «Oι θεατρίνοι». Ο Quinn αποδέχεται τη σαρκοφαγική μας παρόρμηση. Και γι’ αυτό παρουσιάζει μεθόδους εκτροφής μικρής κλίμακας που παρακάμπτουν το βιομηχανικό mainstream, σέβονται τα ζώα και τον κύκλο της ζωής τους ― τονίζοντας ωστόσο ότι αυτές οι μέθοδοι εκπροσωπούν σήμερα λιγότερο από το 1% της παραγωγής κρέατος. Τρώμε τα προϊόντα ενός ολοκαυτώματος του ζωικού βασιλείου και κινούμαστε στο μολυσμένο περιβάλλον των περιττωμάτων τους και των τοξινών από τα αντιβιοτικά που τους χορηγούμε: το 80% των αντιβιοτικών που παρασκευάζονται διοχετεύονται στα ζώα. Έτσι η Big Pharma γίνεται η Big Pharma και μεγαλώνει ακόμα περισσότερο μέσω του φαύλου κύκλου της ασθένειας και της υγείας στις αναπτυγμένες χώρες και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ: το φαγητό προκαλεί σοβαρές παθήσεις τις οποίες οι φαρμακοβιομηχανίες σπεύδουν να θεραπεύσουν ―παχυσαρκία, διαβήτη, φραγμένες αρτηρίες. Διαμορφώνεται ένα σχήμα αφύσικης ζωής: επιβλαβής διατροφή και pill-popping.
Η κακομεταχείριση των ζώων δεν αποτελεί μια ακόμα φαντασίωση των politically correct, ούτε ένα ακόμα πεδίο ακτιβισμού του Πρώτου Κόσμου: η σχέση μας με τα ζώα αποκαλύπτει την ταυτότητά μας. Όμως είναι αργά για ανατροπές: το σύστημα εκμετάλλευσης των ζώων και παραγωγής ζωικών προϊόντων είναι εξαιρετικά περίπλοκο και ισχυρό· αποτελεί θεμέλιο της οικονομίας. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να το υποβάλουμε σε αυστηρότερους κανονισμούς, πράγμα που θα καταστήσει τα ζωικά προϊόντα ακριβότερα και ίσως έτσι απομακρύνει μερικούς καταναλωτές από αυτά. Λύσεις σχετικές με τη γεύση και τη θρεπτική αξία υπάρχουν και τις περιγράφει τόσο ο Foer στο βιβλίο όσο και ο Quinn στο ντοκιμαντέρ: μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα με φυτικά προϊόντα. Αλλά, εκτός του ότι ολόκληρη η οικονομία μας είναι χτισμένη στις βιομηχανίες της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, οι συνήθειες είναι βαθιά ριζωμένες: εξαιτίας του εθισμού στο κρέας και μάλιστα στο βιομηχανικό κρέας, οι περισσότεροι από μας δεν θέλουμε να ξέρουμε τι σκαρώνουν πολυεθνικές όπως η Monsanto, η Perdue και η Tyson. Το ντοκιμαντέρ «Τρώγοντας ζώα» δείχνει τι σκαρώνουν με φρικιαστικές εικόνες agit-prop: ο θάνατος των ζώων σημαίνει τον θάνατο ενός τρόπου ζωής κοντά στη φύση, όταν οι άνθρωποι θεωρούσαν αυτονόητη την ελευθερία των ζώων ακόμα κι αν στο τέλος τα έσφαζαν για να τα φάνε. Επίσης, δείχνει το κακό που κάνει η βιομηχανική εκτροφή στους μικρούς αγρότες και κτηνοτρόφους· το πώς τους αφαιρεί κάθε ουσία από την καθημερινή τους δραστηριότητα η οποία συνίσταται, εν τέλει, στον βασανισμό των ζώων, στην πλήρη πραγματοποίησή τους.
Κάθε φορά που διαβάζω βιβλία ή βλέπω κινηματογραφικές ταινίες γύρω από τον βασανισμό των ζώων, σκέφτομαι τον Peter Singer και το βιβλίο του «Η απελευθέρωση των ζώων» που πρωτοεκδόθηκε το 1975, όταν τέτοιες ευαισθησίες εκλαμβάνονταν ακόμα ως εκκεντρικότητα. Ο Singer έγραφε ότι αν τα σαρκοφάγα ζώα στερηθούν το κρέας θα πεθάνουν, ενώ εμείς δεν πεθαίνουμε· ότι, αντίθετα από τους λύκους, τα λιοντάρια και τους κροκοδείλους, μπορούμε να αποφασίσουμε να τρώμε ή να μην τρώμε κρέας. Κι ότι η δυνατότητα αυτής της απόφασης μάς διακρίνει από τα ζώα. Το ηθικό σύνορο είναι η δυνατότητα να υποφέρει κανείς. Τα γουρούνια και οι κότες μπορούν να υποφέρουν, όλοι συμφωνούμε σ’ αυτό: τα γουρούνια κραυγάζουν όταν τα βασανίζουν και όταν τα οδηγούν στα σφαγεία· το ίδιο και τα κοτόπουλα. Ακόμα και τα δένδρα πονάνε όταν τα κόβουμε.
Το να ξέρουμε τι έχουμε δικαίωμα να κάνουμε με τα ζώα και τι όχι δεν προκύπτει μόνον από τη λογική σκέψη· προκύπτει κι από το ένστικτο. Το ένστικτο μάς υπαγορεύει την προτίμηση της ανθρώπινης ζωής από εκείνης των ζώων. Τα συναισθήματά μας σχηματίζουν ομόκεντρους κύκλους: ο πιο κοντινός κύκλος αντιστοιχεί στα παιδιά μας, στους γονείς μας, στα αδέρφια μας και στους καλύτερους φίλους μας· ο επόμενος αντιστοιχεί στα πρόσωπα που γνωρίζουμε και στο αγαπημένο μας κατοικίδιο. Ακολουθούν οι υπόλοιποι, οι «ξένοι». Και στον εξωτερικό κύκλο, βρίσκουμε τις πέστροφες και τα κοτόπουλα... Αυτοί οι ηθικοί κύκλοι δεν μπορούν να επεκταθούν μέχρι το άπειρο. Αλλά το γεγονός ότι υπάρχουν τόσα εδώδιμα ζώα έξω από τον τελευταίο κύκλο δεν αντιστοιχεί σε νόμο της φύσης· αποτελεί συνέπεια καταπίεσης, εκμετάλλευσης και νοθείας.
Το ερώτημα τίθεται και ως εξής: επιτρέπεται να τρώμε ζώα που δεν μπορούμε να τα σκοτώσουμε με τα ίδια μας τα χέρια; Στο σημερινό στάδιο του δυτικού πολιτισμού τα συναισθήματά μας εμποδίζουν τους περισσότερους από μας να σκοτώσουμε γουρούνι ή βόδι ― ακόμα κι αν ξέρουμε πώς να το κάνουμε. Για τα θαλασσινά είναι ευκολότερο (λιγότερο ή καθόλου αίμα)· και ελάχιστοι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι απαράδεκτο να σκοτώνει κανείς κατσαρίδες. Σε περασμένες εποχές οι άνθρωποι σκότωναν ζώα με ευκολία: η ηθική είναι ζήτημα πολιτιστικής ευαισθητοποίησης· εξαρτάται λιγότερο από έναν αφηρημένο ορισμό της ανθρώπινης ύπαρξης και περισσότερο από το επίπεδο ευαισθησίας μιας κοινωνίας. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι το σημερινό επίπεδο ευαισθησίας στη δυτική Ευρώπη (και λιγότερο στις ΗΠΑ) αντιπροσωπεύει ένα στάδιο στην εξέλιξη της ανθρωπότητας. Γι’ αυτό έχουμε ανάγκη την απάτη της βιομηχανίας του κρέατος που μεταμορφώνει το ζώο σε ψητό ή σε μπέικον ώστε να μη θυμίζει το ζωντανό πλάσμα. Οι περισσότεροι σύγχρονοί μας δεν αηδιάζουν τρώγοντας κρέας επειδή δεν βρίσκονται αντιμέτωποι με τα βάσανα του ζώου. Οι νευρώνες-κάτοπτρα ενεργοποιούνται όταν ακούμε τα βογκητά ενός μοσχαριού στο σφαγείο αλλά παραμένουν ανενεργοί στη θέα του κοκκινιστού στην κατσαρόλα.
Η απάντηση στο ερώτημα σε ποιο βαθμό οι γνωστικές σκέψεις μπορούν να μας κάνουν φυτοφάγους παραμένει προσωπική. Σίγουρα τα επιχειρήματα εναντίον της κρεοφαγίας είναι ισχυρότερα από τα επιχειρήματα υπέρ της ― είτε πρόκειται για ωφελιμιστικά επιχειρήματα είτε για έκκληση στην ηθική. Με άλλα λόγια μένει να αναρωτηθούμε αν η αυτοεκτίμησή μας εξαρτάται ή δεν εξαρτάται από τη στάση μας σ’ αυτό το ζήτημα και να πράξουμε αναλόγως.
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα