Παραισθήσεις του χιονιού - Του Απόστολου Βεργή*
“Και τα χρόνια περνάνε” λέει ένα τραγουδάκι συμπαθητικό. Περνάνε τα χρόνια, περνάνε οι γιορτές, ξεθεμελιώνονται συστήματα, μόνο με ένα χιόνι. Και τα χρόνια περνάνε κι οι απουσίες φέρνουν πονοκεφάλους, κερδοσκοπούν οι πολυεθνικές των αναλγητικών, αλλάζουν οι παρέες τις συνθέσεις τους ή, έτσι απλά, εξαφανίζονται - μπας και σωθεί εντέλει κάτι. Και να 'μαι γι' άλλη μια φορά εδώ, στο υποτονικό αγαπημένο μου καφέ, απόγευμα-μεταίχμιο να περιμένω τις Αλκυονίδες μέρες. Πρέπει να έχω κουραστεί πολύ. Κουραστεί; Κουραστεί, βαρεθεί, πείτε το όπως θέλετε. Ν' ανοίγω δύσκολα τούς νέους δρόμους κι εκείνοι πίσω μου να κλείνουν (εκδίκηση) - και οι ψυχές όσων απουσιάζουν να αμφισβητούνται απ' τούς ζωντανούς υποχρεωτικά. Έτσι, που το παρόν να εκπορνεύει κάθε τι ή, η Ακρόπολη να γίνεται κάποια ακρόπολη: Τρόπος να φθείρεται ο χρόνος, την ώρα ακριβώς που και ο ίδιος φθείρει γύρω του τα πάντα. Σε τελική ανάλυση, τούς επιλόγους, τούς γράφουνε συνήθως οι ανώνυμοι, οι όχλοι, κάποιοι πληθυσμοί ερασιτεχνών ερευνητών - και κάθε που η πόρτα από τούτο το καφέ ανοίγει, ακούγονται τραγούδια, γλέντια πρέπει να συνεχίζονται (Τα συνεχίζουν ποιοι;) - φαντάζομαι πίσω από τούς μουσικούς φυτοζωούν κατά δεκάδες οι επαίτες: Τι σας περιγράφω; Τι; Κι αυτή η φάση μεσαιωνική; Μήπως δεν μοιάζουνε με μεσαιωνικοί ετούτοι οι χειμώνες; - Αδέλφια ή ξαδέλφια του ή, το πώς γίνεται και η διάρκεια παροδικότητα - και τα χρόνια περνάνε και περνάνε και περνάνε...
Όμως απόψε δεν θα βγω κι εγώ στους πέντε δρόμους. Εδώ θα μείνω ή, μοναχός θα διανύσω μια διαδρομή: Εκείνη προς το σπίτι το οποίο με φιλοξενεί, προς το διάλειμμα μαθήματος που επιστρέφει κάθε βράδυ. Ακούγεται και το κουδούνι. Τ' ακούτε; Τι, όχι; - Έτσι συμβαίνει πάντοτε: Λίγοι ακούνε τα πραγματικά κουδούνια, οι πιο πολλοί ακολουθούνε πεπρωμένα αλλονών (η μοναξιά θέλει και τόλμη - τι να κάνουμε;) - κι εδώ κι εκεί οι τάφοι υπακούουν σε πάγιες εντολές των ταξικών τους αφεντάδων. Όμως ως τότε μου 'χει μείνει λίγος χρόνος κι όχι, δεν είμαι μελλοθάνατος (ακόμα), ούτε και περιμένω να μπαρκάρω διαρκώς (όπως ο Μαραμπού): Λιμάνι μου μια πεδιάδα (τώρα χιονισμένη) και έχω την υπομονή να διαρκώ. Και ξέρω, ναι το ξέρω, ότι οι εκτοξεύσεις μου γίνονται το πρωί κάθε Μεγάλης Παρασκευής κι επέκεινα ξανά Εγώ και η δικιά μου μοναξιά, Εγώ αυτοπροσώπως.
Νωρίτερα, καθώς ερχόμουν, με ρώτησαν δυο παλικάρια: Πού βρίσκεται ο ήλιος; Ξεχνά ο ήλιος; Και αν ξεχνά, γιατί; Τι να τούς απαντούσα; Απλώς προχώρησα - και τώρα που ρουφάω τον καφέ μου κατά διαστήματα, όχι, δεν γίνεται να γράφω χωρίς ν' ακολουθώ κάποιο ρυθμό: Λάτιν, ντίσκο ή πέντε όγδοα. Και να που η εικόνα χιονισμένου δρόμου που κοιτάζω απ' το παραθύρι, διαμελίζεται, γίνεται πιο πολλές εικόνες-κομφετί και όχι (όχι ξανά), κανένας κλήρος δεν θα μπει γι αυτές όπως για τού Χριστού τα Άγια Ρούχα. Σούσουρο όμως γίνεται απ' τούς θαμώνες, κάποια απ' τα μεγάλα “μέτωπα” έχουνε καταρρεύσει προφανώς κι εγώ χαμογελώ γιατί το έχω καταλάβει. Έχω καταλάβει πως την πεζογραφία θα η σώσουν θεότρελοι μεταμοντέρνοι ποιητές σαν και την αφεντιά μου. Και να που χαμογελώ παρότι έξω νύχτωσε, παρότι τούτο δω το Σαββατόβραδο διπλά καντήλια θα ανάψουνε οι μαυροφόρες των χωριών στων τάφων τις προθήκες.
Νωρίτερα, αργότερα και τώρα. Νικιέται ο χρόνος. Νικιέται με τη χρήση του απ' τούς μελλοντικούς τούς νικητές. Τούς νικητές που 'ναι αυτοί που ξέρουν πώς απογειώνονται οι δύσκολες στιγμές: Ανοδικά να 'ναι τα ρεύματα κι οι δυσκολίες: δυσκολίες. Και γράφω και σβήνω, λιώνοντας γομολάστιχες απ' τις λευκές. Για συμπαράσταση δύο δραπέτες παραδίνονται και τούς αναλαμβάνει η δικιά μου η γραφή: Τούς στέλνω να βρουν το ληστή που ο Χριστός συγχώρεσε• οι φουκαράδες, πού να μπλέκουνε με τούς αναρχικούς τού σήμερα• το χθες είναι πιο σίγουρο και, όπου η πίστη άκριτη, εκεί και τόνοι βίας. Βλέπω με θλίψη την απελπισία των ατάλαντων, που 'χουν όμως την ικανότητα ν' αντιλαμβάνονται το πόσο γλιστεροί είναι οι δρόμοι έξω - και οι πραγματικές Απόκριες βρίσκοντ' ακόμα μακριά: Φρίκη και μόνο φρίκη το να σε εμπαίζουν πέντ'-έξι πανηλίθιοι και τρόπος ν' αντιδράσεις (και να ακουστείς) να μην υπάρχει. Τι τα θέλετε: Μάθετε πριν να 'ναι πια πολύ αργά, τούς εαυτούς σας να διαλέγουν κρίνοντας και όχι όπως-όπως.
Κοιτάζω έξω απ' το παραθύρι. Συνεχίζω να κοιτάζω με το βλέμμα μου να είναι απλανές: Λευκές Νύχτες - τώρα και στην Ελλάδα. Γίνεται; Γίνεται, γίνεται κι αυτό: Ξοδεύουμε αβέρτα τον ρομαντισμό και τα επιχειρήματα για το καλύτερο που ξεπερνάει το καλό• και κοριτσάκια και αγόρια να ορκίζονται γενικώς πίστη αιώνια: Εικόνες από τις πιο όμορφες - στον Εαυτό μου επιστρέφοντας, καταλαβαίνω την αξία τής ψυχαγωγίας που προσφέρεται στους κινηματογράφους. Στον Εαυτό μου επιστρέφοντας, σε μένα. Σε μένα που θυμάμαι καλοκαίρια μου σ' ακρογιαλιές κάτω από το Πήλιο - γιατί; Γιατί θυμάμαι; Γιατί να θυμάμαι; Γιατί να πρέπει να θυμάμαι; Α ναι... Και πάλι κινηματογράφος... Κινηματογράφος, πλήθος από φωτογραφίες (εναλλακτικά) - θυμάμαι, περιμένω... Γιατί τα χρώματα τής Πρώτης μου Αγάπης τα έχω ξαναβρεί: Χρώματα καλοκαιρινών δειλινών. Και ξέρω το ποιος Είμαι και προπαντός τον ξέρω και τον ίδιο το Θεό (ειδικά τις αδυναμίες του) και φυσικά το τι σημαίνει Άνοιξη, επιστροφή αυτής, αέρας χλιαρός και καθαρός, πόνοι διαφορετικοί (πιο αισιόδοξοι): Εις εαυτόν (σε επανάληψη), γράφοντας, σβήνοντας, διαβάζοντας, με έρωτα κι ας είναι κι ως παρηγοριά, με έρωτα σε στιγμές ατόφια λογοτεχνικές - σας λέω την αλήθεια.
*Συγγραφέας - Ποιητής
Δείτε καρέ-καρέ τη σφαγή στο Κοντομαρί Χανίων από τους Γερμανούς - Η ιστορία του Franz Peter Weixler
- Δημοφιλέστερα